Αντιδρούν οι δικηγόροι σε τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης: Ζητούν την κατάργηση της νέας διάταξης για την «εγκληματική οργάνωση»

Την έντονη αντίθεσή της διατυπώνει η συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος για την τροπολογία με την οποία τροποποιείται το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα (εγκληματική οργάνωση) και προβλέπει ότι σε περίπτωση καταδίκης για τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό και μάλιστα πλημμεληματικού χαρακτήρα, δεν επιτρέπεται αναστολή ή μετατροπή της ποινής με κανένα τρόπο, η δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ποινή.

Μάλιστα σε ανάρτησή του ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης σημειώνει πως «πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα βήματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς τον ορμπανισμό (δίπλα στον ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ), που καθόλου τυχαία συνένωσε το σύνολο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ πέραν διαφοροποιήσεων αριστεράς, κέντρου και δεξιάς» και συμπληρώνει:

«Η απόδοση μιας πλημμεληματικής κατηγορίας “συμμορίας”, σε συνδυασμό με πχ φθορές ιδιοκτησίας, συνεπάγεται άνευ ετέρου τη φυλάκιση του καταδικασμένου. Το τραγελαφικό είναι ότι ένας καταδικασμένος για ανθρωποκτονία δεν στερείται του δικαιώματος αναστολής λόγω υποβολής έφεσης. Η διάταξη πρέπει να καταργηθεί».

Συγκεκριμένα η ανακοίνωση της συντονιστικής επιτροπής αναφέρει:

Όλως αιφνιδίως, κατά παράβαση των αρχών της καλής νομοθέτησης, δίχως προηγούμενη διαβούλευση με τους επιστημονικούς φορείς και δη τους Δικηγορικούς Συλλόγους, αλλά και χωρίς την προηγούμενη επεξεργασία στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, εισήχθη με τροπολογία στο Νόμο 4908/2022 (άρθρο 72) διάταξη με την οποία τροποποιείται το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα και μεταξύ άλλων προστίθεται παράγραφος 6 και διαμορφώνεται η εξαιρετικά δυσμενής ρύθμιση ότι «στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ.»

Με την ως άνω ρύθμιση:

-Καταλύεται το ισχύον εισέτι τεκμήριο αθωότητας.

-Ανατρέπεται η ισορροπία του δικαϊκού μας συστήματος, αφού ενώ επί βαρύτατων αδικημάτων με ποινές πρόσκαιρης ακόμη και ισοβίου καθείρξεως δύναται η τυχόν ασκηθείσα έφεση να έχει ανασταλτική δύναμη, αντιθέτως με τη νεοεισαχθείσα ρύθμιση επιβάλλεται στο Δικαστήριο ακόμα και για ήσσονος σημασίας πλημμελήματα να μην χορηγήσει την ανασταλτική δύναμη της έφεσης, με αποτέλεσμα ο καταδικασθείς πρωτοδίκως να οδηγείται στη φυλακή.

-Εκδηλώνεται η δυσπιστία του νομοθέτη στο φυσικό Δικαστή, διότι του αφαιρεί τη μέχρι πρότινος διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ο ίδιος τόσο επί της δυνατότητας αναστολής ή μετατροπής της επιβληθείσας ποινής όσο και επί της αναστέλλουσας δύναμης επί της τυχόν ασκηθείσας εφέσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου.

Υπό τα ανωτέρω δεδομένα είναι επιβεβλημένη η άμεση κατάργηση της παραγράφου 6 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα όπως η τελευταία προστέθηκε με το Νόμο 4908/2022 και καλούμε τον Υπουργό Δικαιοσύνης να προβεί στις δέουσες ενέργειες.