Άνθρωπος – κλειδί του «ρυπαρού δικτύου» η Βασιλική Βλάχου

Άνθρωπος – κλειδί του «ρυπαρού δικτύου» η Βασιλική Βλάχου

Ανέλεγκτη η εισαγγελέας της ΕΥΠ παρότι εμφανίζεται να εγκρίνει σωρηδόν παρακολουθήσεις

Ρυπαρά δίκτυα στους κόλπους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) παρακολουθούν από υπουργούς μέχρι αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων εν αγνοία του προϊσταμένου τους, δηλαδή του Κυριάκου Μητσοτάκη, και στη συνέχεια διοχετεύουν το υποκλαπέν υλικό σε δημοσιογράφους και συγκεκριμένα στο Documento. Περίπου αυτή είναι η ρητορική της κυβέρνησης μετά τις αποκαλύψεις των παρακολουθήσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας και την προσκόμιση αποδείξεων, όπως εξαρχής εζητείτο από όσους αμφισβητούσαν τη δημοσιογραφική έρευνα για να καλύψουν τη δυσωδία που απέπνεαν οι πρακτικές τους. Στην ΕΥΠ ωστόσο δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: είτε πράγματι υφίσταται ένα ρυπαρό δίκτυο που δρα ανεξέλεγκτο και εν αγνοία του πρωθυπουργού είτε οι παρακολουθήσεις εκπορεύονται από το Μέγαρο Μαξίμου.

Αν συμβαίνει το πρώτο, όπως διατείνεται η κυβέρνηση, τότε το δίκτυο το οποίο νυχθημερόν καταγγέλλουν ο Κυρ. Μητσοτάκης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και διάφοροι άλλοι υπουργοί ή «γαλάζια» στελέχη δεν μπορεί παρά να έχει στους κόλπους του ανθρώπους-κλειδιά που διασφαλίζουν τη λειτουργία του κάτω από τη μύτη των πολιτικών και φυσικών προϊσταμένων τους. Υπ’ αυτή την έννοια και σύμφωνα με το αφήγημα του Κυρ. Μητσοτάκη και του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου, μέρος αυτού του ρυπαρού δικτύου είναι αυτονόητα και η αποσπασμένη στην ΕΥΠ εισαγγελέας εφετών Βασιλική Βλάχου, η οποία ωστόσο παραμένει στη θέση της παρά το γεγονός ότι κατά τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης «έχουν παρθεί αποφάσεις ανάληψης πολιτικής ευθύνης και απομάκρυνσης ανθρώπων από την ΕΥΠ για μια σειρά από λόγους». Γιατί όμως, ενώ υπήρξαν απομακρύνσεις από την ΕΥΠ, η Βασ. Βλάχου παραμένει αποσπασμένη στις υπηρεσίες πληροφοριών, χωρίς μάλιστα να διερευνώνται ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες της;

Ο ρόλος της Βασιλικής Βλάχου

Η κ. Βλάχου είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της νομιμότητας των αιτημάτων για τις παρακολουθήσεις. Με άλλα λόγια είναι εκείνη που –όπως ορίζει ο σχετικός νόμος– οφείλει να εγκρίνει ή να απορρίψει ένα αίτημα παρακολούθησης κάποιου πολίτη όταν της κατατεθεί. Η εισαγγελέας Βλάχου έχει υπογράψει για την παρακολούθηση μεταξύ άλλων του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας, του πρώην αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, του υπουργού Εργασίας και άλλων προσώπων και μάλιστα συνηγόρησε στην ανανέωση της παρακολούθησής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου είτε αποτελεί πράγματι μέρος του περιγραφόμενου από την κυβέρνηση δικτύου είτε δεν έκανε αυτό το οποίο επιτάσσει ο ρόλος της, εξυπηρετώντας απλώς αυτό το ρυπαρό δίκτυο υπογράφοντας άκριτα ό,τι της ζητήθηκε, υποτασσόμενη στις βουλές του ίδιου του Μεγάρου Μαξίμου.

Η εν λόγω εισαγγελέας έχει υπογράψει και τις έξι διατάξεις παρακολούθησης προσώπων τις οποίες επιβεβαίωσε η έρευνα της ΑΔΑΕ. Μάλιστα δεν έκανε απλώς μία φορά έλεγχο νομιμότητας, αλλά ενέκρινε τη συνέχιση των παρακολουθήσεων για χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από τους οκτώ μήνες έως τα δύο χρόνια. Για τον «στόχο 5046c», για παράδειγμα, δηλαδή τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, υπέγραψε ώστε να παρακολουθείται επί οκτώ μήνες, άναψε δηλαδή το πράσινο φως για την παρακολούθησή του τέσσερις φορές. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτή του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων Κωνσταντίνου Φλώρου, ο οποίος θα μείνει στην ιστορία ως «στόχος 519c», έδωσε την έγκρισή της ώστε η παρακολούθηση να συνεχίζεται επί σχεδόν δύο χρόνια.

Τι προβλέπει ο νόμος

Ο νόμος δεσμεύει τον εκάστοτε αποσπασμένο στην ΕΥΠ εισαγγελέα, εν προκειμένω τη Βασ. Βλάχου, να κάνει πραγματικό έλεγχο. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η αίτηση άρσης του απορρήτου υποβάλλεται προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος αποφασίζει για την άρση ή όχι. Είναι σαφές δηλαδή ότι δουλειά του εποπτεύοντος την ΕΥΠ εισαγγελέα δεν είναι να διεκπεραιώ

νει αιτήματα παρακολούθησης των πολιτών, νομιμοποιώντας όσους ακόμη και με ιδιοτελείς σκοπούς επιλέγουν να άρουν το τηλεφωνικό απόρρητο κάποιου, αλλά να τα αξιολογεί και να κρίνει αν πράγματι πρέπει κάποιος να μπει στο μικροσκόπιο των μυστικών υπηρεσιών.

Παράλληλα προβλέπεται ότι αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση. Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι επ’ αόριστον άρση απορρήτου μπορεί να εγκρίνεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες, όπως αναφέρεται στον νόμο, και προστίθεται ότι ισόχρονες ή μικρότερης διάρκειας παρατάσεις μπορούν να διαταχθούν υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης, αλλά δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των δέκα μηνών. Το ανώτατο χρονικό όριο ωστόσο της άρσης του απορρήτου δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αυτό σημαίνει ότι η παρακολούθηση μπορεί να παρατείνεται για απεριόριστο χρόνο.

Ο εισαγγελέας ωστόσο εγκρίνει ή απορρίπτει τη συνέχιση της παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας ανά δίμηνο και προφανώς αξιολογώντας ορισμένα στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι αν υποθέσουμε ότι οι νόμιμες διαδικασίες τηρούνται κατά γράμμα, μετά το πρώτο δίμηνο παρακολούθησης του αρχηγού ΓΕΕΘΑ –για παράδειγμα– η Βασ. Βλάχου ενημερώθηκε και αξιολόγησε ως ορθό το αίτημα συνέχισης της παρακολούθησης. Για τον Κων. Φλώρο μάλιστα έδωσε την έγκρισή της δώδεκα φορές. Αυτό σημαίνει είτε ότι ο αρχηγός του στρατεύματος ορθώς παρακολουθείτο ως επικίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας είτε ότι η εισαγγελέας Βλάχου διέτασσε επαναλαμβανόμενα την παρακολούθησή του αυθαίρετα, τελώντας αδίκημα.

Χιλιάδες εγκρίσεις σε ένα χρόνο

Εξάλλου η Βασ. Βλάχου, η οποία τοποθετήθηκε επόπτρια της ΕΥΠ τον Μάιο του 2020, υπέγραψε περίπου 13.000 αιτήσεις παρακολούθησης πολιτών την πρώτη χρονιά της απόσπασής της στις μυστικές υπηρεσίες, περισσότερες από 15.000 αιτήσεις τη δεύτερη χρονιά, δηλαδή το 2021, και κατά πληροφορίες ακόμη περισσότερες το 2022. Ο αριθμός είναι πραγματικά μεγάλος και αυξημένος κατά πολύ σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Εξυπακούεται βέβαια ότι η ευθύνη δεν ανήκει αποκλειστικά στον εκάστοτε αποσπασμένο στη θέση αυτή εισαγγελέα.

Για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα αρκεί να επισημανθεί ότι ο σχετικός νόμος επιβάλλει μεν στον εποπτεύοντα την ΕΥΠ εισαγγελέα να αποφασίζει επί του αιτήματος παρακολούθησης κάποιου πολίτη, αλλά τον υποχρεώνει να το κάνει μέσα σε διάστημα 24 ωρών από την ώρα που η εκάστοτε υπηρεσία του κράτους ή η ΕΥΠ υποβάλλει τη σχετική αίτηση. Δεδομένου μάλιστα ότι κανένας δεν μπορεί να εργάζεται επί 24 ώρες, ο εισαγγελέας –εν προκειμένω η Βασ. Βλάχου– καλείται πρακτικά να αποφασίσει μέσα σε οκτώ ή έστω σε λίγο παραπάνω από οκτώ ώρες. Κάνοντας κανείς απλές μαθηματικές πράξεις και υπολογίζοντας ότι μόνο το 2021 εγκρίθηκαν πάνω από 15.000 άρσεις απορρήτου, διαπιστώνει ότι ο εισαγγελικός λειτουργός που είναι επιφορτισμένος με το έργο αυτό πρέπει να εξετάζει περίπου 40 αιτήσεις την ημέρα και τούτο υπό την προϋπόθεση ότι εργάζεται και τις 365 ημέρες του χρόνου χωρίς διάλειμμα. Πράγμα δηλαδή αδύνατον.

Πειθαρχικός έλεγχος εν εξελίξει

Υπενθυμίζεται ότι, όπως είχε αποκαλύψει το Documento, τον περασμένο Σεπτέμβριο –κι ενώ είχε σκάσει το μεγάλο σκάνδαλο, χωρίς όμως να έχει ακόμη αποκαλυφθεί η έκτασή του– διατάχτηκε πειθαρχικός έλεγχος σε βάρος της εισαγγελέα της ΕΥΠ, η οποία ανέλαβε τη θέση αυτή με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου του Αρείου Πάγου με οριακή πλειοψηφία 6 – 5 (μεταξύ των μειοψηφούντων ήταν τότε ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας του ανώτατου δικαστηρίου).

Η παραγγελία ήταν σαφής: να διερευνηθεί αν η εισαγγελέας Βλάχου έδρασε από αμέλεια ή με δόλο στην υπόθεση σκανδάλου των υποκλοπών. Ωστόσο μέχρι και πριν από λίγες ημέρες δεν είχε παραδοθεί κάποιο πόρισμα σε σχέση με τη δράση της στις υπηρεσίες πληροφοριών.

Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, η κ. Βλάχου καλείται από αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να δώσει εξηγήσεις όχι μόνο για τις υποκλοπές των τηλεφώνων του Νίκου Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη (αργότερα αποκαλύφθηκαν και άλλες πολλές παρακολουθήσεις θεσμικών παραγόντων) αλλά και γενικότερα. Δηλαδή καλείται να αιτιολογήσει με ποιο σκεπτικό υπογράφει σωρεία διατάξεων για «νόμιμες επισυνδέσεις» και αν και πότε ελέγχει επί της ουσίας τα αιτήματα της ΕΥΠ. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι φερόμενες ως νόμιμες επισυνδέσεις έχουν αυξηθεί τρομακτικά, πρόκειται να διερευνηθεί κατά πόσο η εισαγγελέας, η οποία υποχρεούται να ελέγχει τη νομιμότητα, πράγματι εξετάζει αν συντρέχουν οι φερόμενοι λόγοι εθνικής ασφάλειας.

Οταν η Βασ. Βλάχου κλήθηκε να καταθέσει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας για τις συγκεκριμένες παρακολουθήσεις που προκάλεσαν διεθνές σκάνδαλο υποστήριξε ότι έχει κάνει ουσιαστικό έλεγχο. Κατά την πειθαρχική διαδικασία, η οποία είναι άγνωστο σε ποιο στάδιο βρίσκεται τόσους μήνες μετά, η εισαγγελέας της ΕΥΠ οφείλει να εξηγήσει αν όντως ήλεγχε επί της ουσίας τα επίμαχα αιτήματα, αν στην κρίση της υπερέβη τα ακραία όρια της λογικής ή, ακόμη χειρότερα, αν η ουσιαστική κρίση της υπήρξε προϊόν δόλου ή αμέλειας που συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

Εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός ότι σχετικά με τις τυχόν ευθύνες της εισαγγελέα της ΕΥΠ – και παρά τον τεράστιο θόρυβο που δημιουργήθηκε αλλά και τα σχετικά αιτήματα ακόμη και της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων– δεν παρενέβη ο ίδιος ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, ο οποίος έχει πειθαρχική δικαιοδοσία με βάση τον νέο κώδικα, αλλά ο τότε πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Χρήστος Τζανερρίκος.

Για την ιστορία πάντως η Βασ. Βλάχου εισήχθη στο εισαγγελικό σώμα το 1993 και το 2011 προήχθη σε αντεισαγγελέα εφετών, ενώ αργότερα πήρε και τον βαθμό της εισαγγελέα εφετών. Η κ. Βλάχου έγινε κυρίως γνωστή όταν ως εισαγγελέας του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά στη δίκη σε δεύτερο βαθμό για την υπόθεση του «Noor 1» πρότεινε μεν την ενοχή για όλους τους κατηγορούμενους, αλλά ζήτησε να τους αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Το δικαστήριο τότε συντάχθηκε με την εισαγγελική πρόταση, με αποτέλεσμα να «σπάσουν» τα ισόβια για τους καταδικασθέντες, γεγονός που –μαζί με τις αθωωτικές αποφάσεις– οδήγησε στην αίτηση αναίρεσης από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών», το όνομά της είχε ακουστεί και στη γνωστή υπόθεση του παραδικαστικού, χωρίς ωστόσο να προκύψει εμπλοκή της. Επίσης, η Βασ. Βλάχου σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά το 2006 με προσωρινή αργία για μη υποβολή δηλώσεων πόθεν έσχες κατά το διάστημα 2000-04.

Documento Newsletter