Ο Ρίντλεϊ Σκοτ δεν μπορεί να ξεφύγει από την επική και αιματοβαμμένη σκιά του «Μονομάχου» του. Το σίκουελ βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια με το κλίμα -και κυρίως το ηρωικό πνεύμα- της φημισμένης ταινίας του 2000.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ επιστρέφει ξανά στις κόκκινες αρένες της περιπέτειας που κέρδισε 5 βραβεία Όσκαρ (από 12 συνολικά υποψηφιότητες) και σάρωσε τα ταμεία. Οι εισπράξεις των 465 εκατομμύριων δολαρίων παγκοσμίως, μετέτρεψαν τον «Μονομάχο» στη δεύτερη ταινία με τις μεγαλύτερες εισπράξεις για το 2000, ενώ ο πρωταγωνιστή Ράσελ Κρόου έγινε αυτομάτως διεθνής σταρ. Η αρχαία ρωμαϊκή ιστορία που ανακαλύψαμε στον πρώτο «Μονομάχο» συνεχίζεται σχεδόν δύο δεκαετίες μετά. Φυσικά ο Μάξιμος του Ράσελ Κρόου είναι απών (η ταινία έκλεινε με το θάνατο του από τον Κόμοδο του Χοακίν Φίνιξ) όμως κάποιοι χαρακτήρες από εκείνη την ταινία αναλαμβάνουν να υπηρετήσουν την νέα πλοκή. Κεντρικός χαρακτήρας αυτής είναι ο Λεύκιος (ο Πολ Μεσκάλ του «Aftersun»), που ζει ειρηνικά με την οικογένεια του στην Νουμιδία. Ο ερχομός στην περιοχή του ρωμαίου στρατηγού Μάρκους Ακάκιους (ο Πέδρο Πασκάλ των «The last of us» και «Narcos») θα μετατρέψει τον Λεύκιο σε σκλάβο. Ο τελευταίος θα αναζητήσει την προσωπική του εκδίκηση και θα φορέσει ακόμη και την πανοπλία του μονομάχου στην αρένα του Κολοσσαίου προκειμένου να τα καταφέρει.
Στα 87 του ο Σκοτ παραδίδει και πάλι ένα συνεπές αφηγηματικά και επικό θέαμα γύρω από τα παιχνίδια εξουσίας, ίντριγκας και εκδίκησης που υφαίνονται στην Αρχαία Ρώμη. Ο πιο σημαντικός ίσως χαρακτήρας του φιλμ «Μονομάχος ΙΙ» είναι εκείνος του Μάκρινους, πρώην σκλάβου με μυστηριώδες παρελθόν και «Άρχοντα των μονομάχων» που καθοδηγεί τον Λεύκιο στην εκδίκηση του. Τον Μάκρινους υποδύεται με σαιξπηρικό αέρα ο θαυμάσιος Ντένζελ Ουάσινγκτον. Όμως ο πραγματικός πρωταγωνιστής του φιλμ είναι η Ρώμη. Ο διευθυντής φωτογραφίας Τζον Μάθισον (ήταν και στην ταινία του 2000 όπου είχε αποσπάσει μάλιστα την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα) για να επιτύχει ιδανικά την πλούσια και πειστική αναβίωση της αρχαίας Ρώμης στο νέο φιλμ χρησιμοποίησε έντονες αποχρώσεις του κόκκινου, του χρυσού και του καφέ. Στα σκηνικά της ταινίας, το βαθύ κόκκινο χρώμα αντιπροσωπεύει τη βία και τη δύναμη, ενώ η επιλογή του χρυσού συμβολίζει τον πλούτο της πόλης. Η ταινία επίσης δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια όσον αφορά τα κοστούμια, την αρχιτεκτονική και την πολιτιστική αναπαράσταση προκειμένου να δοθεί στους θεατές η αίσθηση μεγαλείου της αιώνιας πόλης.
Ο υποψήφιος για 4 όσκαρ αλλά ποτέ κάτοχος του βραβείου Ρίντλεϊ Σκοτ σκεφτόταν για χρόνια τη συνέχεια του «Μονομάχου». Αρχικά παραλίγο να περιοριστεί μόνο στα χρέη του παραγωγού όμως βρήκε τη λύση και επέστρεψε στο σκηνοθετικό τιμόνι. Το σενάριο του νέου φιλμ εμβαθύνει σε ζητήματα εξουσίας και πίστης, ανάμεσα στο μεγαλείο και τη βία της αρχαίας Ρώμης, κυρίαρχα μοτίβα και στην ταινία του 2000. «Μια ταινία τέτοιας κλίμακας είναι πολύ αγχωτική», λέει ο σκηνοθέτης αλλά σημειώνει ότι ενστερνίζεται το στρες που τον κρατάει σε εγρήγορση. «Η δουλειά αυτή βασίζεται στη λεπτομέρεια της λεπτομέρειας» λέει και αναφέρεται στους λόγους που τον έκαναν να αποφασίσει τη δημιουργία του σίκουελ. «Η δημοτικότητα της ταινίας «Μονομάχος» αυξανόταν συνεχώς με το πέρασμα του χρόνου. Η ταινία παρέμεινε στη σκέψη του κοινού. Ήξερα ότι έπρεπε να σκεφτούμε ένα σίκουελ, αλλά πήρε χρόνια να καταλάβουμε ποια θα ήταν η ιστορία του».
Ο σεναριογράφος της ταινίας Ντέιβιντ Σκάρπα, που έχει γράψει το υποψήφιο για Όσκαρ σενάριο της ταινίας «Ναπολέων», σημειώνει για τη νέα πλοκή ότι «βάζει τον ήρωα, ο οποίος πορεύεται με βάση το πνευματικό κληροδότημα του Μάξιμου περί δικαιοσύνης και τιμής, απέναντι σε περίπλοκα ηθικά διλήμματα καθώς και στην αναζήτηση του αληθινού εαυτού του. Τα οικογενειακά μυστικά που θα ανακαλύψει στην αιματοβαμμένη διαδρομή του ο Λεύκιος θα του δείξουν το πραγματικό κόστος της εξουσίας και θα τον κάνουν να αμφισβητήσει αρκετές από τις δικές του βεβαιότητες. Ο Λεύκιος, όπως και ο Μάξιμος, δεν είναι πραγματικός χαρακτήρας, αν και ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Κόμμοδος και η Λουκία είναι. Οι δίδυμοι αυτοκράτορες αυτής της ταινίας, ο Καρακάλα και ο Γέτα, ήταν επίσης υπαρκτά πρόσωπα.
Η ταινία γυρίστηκε στο Μαρόκο, τη Μάλτα αλλά και τα Shepperton Studios στο Λονδίνο και αναπαριστά εντυπωσιακές ιστορικές τοποθεσίες της αρχαίας Ρώμης. Το αντίγραφο του Κολοσσαίου και η μεγαλοπρεπής είσοδος της πόλης που είναι διακοσμημένη με μοτίβα του Ρωμύλου και του Ρέμου, είναι σχέδια που συνδυάζουν την προηγμένη τεχνολογία με την αρχαία δεξιοτεχνία. Μερικές από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές της ταινίας διαδραματίζονται μέσα και γύρω από το θρυλικό Κολοσσαίο, το μεγαλύτερο αρχαίο αμφιθέατρο του κόσμου. Για τις σκηνές αυτές, η παραγωγή επέστρεψε στο Φρούριο Ricasoli στη Μάλτα, ένα κτίριο του 17ου αιώνα που είχε χρησιμεύσει ως τοποθεσία για το σετ του Κολοσσαίου και στην προηγούμενη ταινία.
Η σκηνογραφική ομάδα κατασκεύασε περίπου το 60% του κτιρίου από τα θεμέλια μέχρι την κορυφή για να μπορεί ο Σκοτ να σκηνοθετήσει τις σκηνές δράσης. Το ύψος της κατασκευής έφτασε σε ύψος τα 14 μέτρα περίπου και διπλασιάστηκε με ψηφιακά μέσα. Εναέριες λήψεις με drone έκαναν τοπογραφική αποτύπωση της περιοχής κι έτσι δημιουργήθηκε ένας τρισδιάστατος χάρτης στον οποίο τοποθέτησαν μινιατούρες κτιρίων.
Στην πιο εμβληματική μονομαχία του φιλμ το Κολοσσαίο έπρεπε να γεμίσει με νερό. Οι τεχνικοί ανύψωσαν τα θεμέλια περίπου στο ενάμισι μέτρο ώστε να μπορούμε να δούμε τι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του νερού όταν το πλημμύρισαν ψηφιακά. Επίσης, μεγάλωσε η είσοδος της αψίδας, ώστε να μπορούν να βγουν τα πλοία μέσα από τις πύλες. Περισσότεροι από 500 κομπάρσοι υποδύθηκαν τους Ρωμαίους που γέμισαν το Κολοσσαίο, ενώ προστέθηκαν ψηφιακά χιλιάδες θεατές. Ο Σκοτ που είναι γνωστός για τη χρήση έως και τεσσάρων καμερών ταυτόχρονα, χρησιμοποιούσε για αυτή την ταινία οκτώ έως δώδεκα κάμερες. Σκηνοθετεί κάθε σκηνή σαν μια θεατρική παράσταση, με ταυτόχρονη δράση να λαμβάνει χώρα σε όλο το σετ. Η ομάδα ηχητικού σχεδιασμού ενίσχυσε την ένταση των αγώνων με ζωντανό ήχο που έπαιζε στο σετ του Κολοσσαίου. Το σετ εξοπλίστηκε με τεράστια ηχεία από τα οποία ακουγόταν ποικιλία ήχων πλήθους, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα των πραγματικών αγώνων. Σε αυτό το ηχητικό τοπίο, προστέθηκαν ηχογραφήσεις από επευφημίες και αποδοκιμασίες από πραγματικές ταυρομαχίες, αγώνες κρίκετ, ράγκμπι και μπέιζμπολ.
Σε μία σκηνή της ταινίας, ένας τεράστιος, βαριά οπλισμένος μονομάχος βρίσκεται πάνω σε ένα ρινόκερο, καθώς μάχεται με μια ομάδα ανδρών. Ο Σκοτ ήθελε να σκηνοθετήσει μια σκηνή μάχης μεταξύ ανθρώπων και ρινόκερου από το 2000 αλλά τότε ήταν επικίνδυνο να χρησιμοποιήσουν έναν πραγματικό ρινόκερο και πολύ ακριβό για να γίνει με CGI. Για τις ανάγκες της σκηνής, κατασκευάστηκε ένας μηχανικός ρινόκερος που μπορούσε να κουνήσει το κεφάλι του, να σηκώσει τη μύτη του στον αέρα και να κινήσει τα μάτια και τα αυτιά του. Πάνω από τον σκελετό, τοποθετήθηκε ένα δέρμα από χοντρό πλαστικό που αντέγραφε τέλεια όλες τις ρυτιδώσεις του δέρματος ενός ρινόκερου. Ο σκηνοθέτης ζήτησε από την ομάδα ηχητικού σχεδιασμού να κάνει τον ήχο του ρινόκερου όσο το δυνατόν πιο αυθεντικό. Τέλος η σκηνή έναρξης με την πολιορκία της Νουμιδίας γυρίστηκε στο Ouarzazate, του Μαρόκου, μία πόλη στη μέση μιας ερήμου και στην απαιτητική σεκάνς (που εμπνέεται από ιστορικό γεγονός) με το Κολοσσαίο να πλημμυρίζει με νερό και να γεμίζει με καρχαρίες που τρώνε ανθρώπους χρησιμοποιήθηκε μια τεράστια δεξαμενή νερού. Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατασκεύασαν περίπλοκους υδραυλικούς αγωγούς που τροφοδοτούσαν το Κολοσσαίο με νερό για να το πλημμυρίσουν ενώ τα πλοία που χρησιμοποιούσαν σε αυτές τις μάχες ήταν κατασκευασμένα μόνο για αυτόν τον σκοπό και ήταν επίπεδα στο κάτω μέρος επειδή το νερό ήταν ρηχό.