Δεν είναι η πρώτη φορά που η θάλασσα από υπόσχεση ελευθερίας μετατρέπεται σε υγρό τάφο και τα στοιβαγμένα παιδιά στο αμπάρι σε ορφανά σωσίβια. Απλώς, εκείνο το «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς» του Αισχύλου επεκτάθηκε και στο Ιόνιο. Μία επιπλέον απόδειξη ότι το προσφυγικό – μεταναστευτικό δεν λύνεται με φράχτες και πως οι στρατιές των απελπισμένων θα συνεχίζουν να ταράζουν τον ύπνο των Ευρωπαίων ως νέμεση για τα παλιά και καινούργια τους εγκλήματα. Τώρα που έπαψαν να εξυπηρετούν τις ανάγκες της νεοφιλελεύθερης κρεατομηχανής ως φτηνό εργατικό δυναμικό έγιναν αυτομάτως το μίασμα που πρέπει να κρατηθεί μακριά από τα στίλβoντα σαλόνια, ειδικά του ευρωπαϊκού βορρά.
Η τραγωδία της Πύλου επανέφερε σε πρώτο επίπεδο τη θεωρία του Πνευματικού περί του cost – benefit. Οι €20.000 ανά κεφάλι μπορούν να λειτουργούν σαν λευκαντικό της συνείδησης, σαν Valium της υποκρισίας ή να κατευνάζουν ευκαιριακά το θυμικό. Στην πραγματικότητα όμως βρισκόμαστε σε μια νέα αντίληψη της βιοπολιτικής, όπως την είχε ορίσει ο Φουκώ. Η καλά σχεδιασμένη διαχείριση της ζωής εκ μέρους της εξουσίας έδωσε τη θέση της στη νεκροπολιτική, κατά την ορολογία του Ασίλε Μπέμπε. Οι αντλίες γκαζιού και οι φούρνοι, που αποτέλεσαν την κορύφωση βιομηχανοποίησης του θανάτου επί ναζισμού, επανέρχονται περισσότερο ή λιγότερο επώδυνα, κρυφά ή φανερά, ως δικαιοδοσία για το ποιος μπορεί να ζήσει και ποιος πρέπει να πεθάνει. Αυτήν τη γενικευμένη εργαλειοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης τη συναντάμε σε παλαιότερες δηλώσεις του Θάνου Πλεύρη: «Δεν νοείται φύλαξη των συνόρων χωρίς να υπάρχουν νεκροί». Την ακούσαμε την ημέρα του ναυαγίου από την Τατιάνα Στεφανίδου: «Αν αυτήν τη στιγμή χρειαστεί κάποιος κάτι στην Πελοπόννησο, αν κάποιος πάθει καρδιακό επεισόδιο, πού θα βρεθεί ασθενοφόρο να τον μεταφέρει;». Τα δύο παραπάνω παραδείγματα κρατικής και μιντιακής εξουσίας που αυτόκλητα κραδαίνουν την πύρινη ρομφαία δεν διαφέρουν πολύ από τις παράνομες επαναπροωθήσεις τις οποίες με τόσο καμάρι ανέμιζε σαν φλάμπουρο η κυβέρνηση της ΝΔ. Και αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ευχαρίστησε τους νησιώτες, απαιτώντας μάλιστα μεγαλύτερο ποσοστό, είναι γιατί έκαμψε με την πολιτική του τα όποια αναχώματα ηθικής συγκρότησης, προσφέροντάς τους τις χάντρες και το καθρεφτάκι της ασφάλειας.
Τα τείχη του Καβάφη δεν υψώνονται πλέον ανεπαισθήτως, αλλά θορυβωδώς και σκοπίμως. Οικοδομούνται με τα υλικά της ξενοφοβίας και του εθνικισμού που αναβιώνει τις θεωρίες της φυλετικής καθαρότητας. Το εθνικό φαντασιακό βέβαια βυθίστηκε στο πένθος για να εξαλείψει τη ρητορική μίσους με την οποία βαυκαλιζόταν. Απέφυγε για τα προσχήματα και τις κακές λέξεις «παράτυποι μετανάστες» και «λάθρο» και τις αντικατέστησε με «ανθρώπινες ζωές».
Η χάραξη μιας γραμμής που κάνει τον ισχυρό να κυριαρχεί στους αιθέρες με τα drones της Frontex και τον αδύναμο να κρύβεται στα αμπάρια δεν μπορεί να αποτρέψει τη φύση της ανθρώπινης κινητικότητας. Μοιάζει οξύμωρο πώς με τη συνουσία διαφυλάσσεται η παρθενιά. Κι όσο Ελλάδα και ΕΕ επιμένουν σε αυτό τον στρουθοκαμηλισμό τόσο ο Αισχύλος θα συναντά τον Σεφέρη: «Τον τόπο που τον πελεκούν και που τον καίνε, τον βλέπεις είτε στο σκοτεινό βαγόνι είτε στο πυρωμένο πλοίο, που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές».
*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος – ιστορικός Τέχνης