Τέλος στο αφήγημα ότι κινδυνεύει με δημοσιονομικό εκτροχιασμό η ελληνική οικονομία από τις προσφάτως ψηφισθείσες παροχές της κυβέρνησης, δίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Αναμένεται μάλιστα να έχουν επίδραση θετική στην πραγματική οικονομία, όπως η αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος.
Κατά τη σημερινή παρουσίαση της έκθεσής του για την πορεία της οικονομίας από τον επικεφαλής του Φραγκίσκο Κουτεντάκη, προκύπτει ότι το δημοσιονομικό αποτύπωμα από τα μέτρα που ήδη εφαρμόζονται, όπως η 13η σύνταξη και οι 120 δόσεις, είναι της τάξης του 0,55%. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αναμένεται να έχουν επίδραση θετική στην πραγματική οικονομία, όπως η αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΓΠτΒ, «το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε η χώρα στην ΕΕ προβλέπει διατήρηση των πρωτογενών και συνολικών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια καθώς και την ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ για το 2019.
Οι προβλέψεις αυτές αναθεωρούνται εκ των πραγμάτων μετά την ψήφιση μιας σειράς επεκτατικών μέτρων που περιλαμβάνουν τη μείωση του ΦΠΑ σε επεξεργασμένα τρόφιμα, εστίαση, ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο, την αναμόρφωση των συντάξεων χηρείας, την καταβολή ειδικού συνταξιοδοτικού επιδόματος (13η σύνταξη) και τη δυνατότητα ρύθμισης σε 120 δόσεις των οφειλών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και την τοπική αυτοδιοίκηση.
Η συνολική επίπτωση των μέτρων για το 2019, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, είναι κοντά στο 0,55% του ΑΕΠ και μπορεί να καλυφθεί από τον προβλεπόμενο δημοσιονομικό χώρο.
Αξίζει να αναφερθεί ότι όλες οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις, τόσο οι επεκτατικές όσο και οι περιοριστικές, έχουν αναδιανεμητικές συνέπειες καθώς επιδρούν διαφορετικά σε επιμέρους ομάδες του πληθυσμού. Με δεδομένο ότι ο δημοσιονομικός χώρος είναι εξ’ ορισμού πεπερασμένος, κάθε κυβέρνηση επιλέγει πώς θα κατανείμει το όφελος ή το βάρος μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Τα πρόσφατα επεκτατικά μέτρα ευνοούν κατά κύριο λόγο τους συνταξιούχους αλλά και τους συναλλασσόμενους στις αγορές αγαθών που μειώνεται ο ΦΠΑ.
Ειδικά για το δεύτερο, η κατανομή του οφέλους μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών θα εξαρτηθεί από την επίπτωση στις τελικές τιμές των αγαθών, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε αγορά. Θεωρητικά, όσο περισσότερο μειωθούν οι τιμές, τόσο μεγαλύτερο όφελος θα καταλήξει στους καταναλωτές ενώ αντίθετα, αν οι τιμές δεν μειωθούν το όφελος θα καταλήξει στους παραγωγούς. Σημειώνεται, τέλος, ότι τα επεκτατικά μέτρα αναμένεται να επιδράσουν θετικά στην ιδιωτική κατανάλωση η οποία, κατά το μέρος που δεν καταλήξει σε εισαγωγές, θα ενισχύσειτον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης.
Αυτό θα αντισταθμίσει εν μέρει το δημοσιονομικό τους κόστος, ωστόσο δεν θα πρέπει να υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι η αντιστάθμιση θα είναι πλήρης και τα επεκτατικά μέτρα είναι αυτοχρηματοδοτούμενα. Με δεδομένο τον μόνιμο χαρακτήρα τους, η επίπτωσή τους θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην κατάρτιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και των ετήσιων προϋπολογισμών ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».
Σημειωτέον, ότι ο λογαριασμός 0,55% του ΑΕΠ, αναλύεται ως εξής:
· 441 εκατ. ευρώ είναι η προβλεπόμενη εξαμηνιαία επίπτωση από τις μετατάξεις προϊόντων και υπηρεσιών από υψηλότερους σε χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ.
· 830 εκατ. ευρώ «κοστίζει» η λεγόμενη 13η σύνταξη
· 80 εκατ. ευρώ είναι η επίπτωση των αλλαγών στις συντάξεις χηρείας αλλά παράλληλα προβλέπεται
· αύξηση των δημοσίων εσόδων κατά 59 εκατ. ευρώ εξαιτίας της ρύθμισης των 120 δόσεων στα ασφαλιστικά ταμεία και 233 εκατ. ευρώ εξαιτίας της αντίστοιχης ρύθμισης στην εφορία.