Πιστή στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίμησε να αφήσει ανοχύρωτα τα νοσοκομεία αντί να προσλάβει μόνιμο προσωπικό. Τώρα δίνει γη και ύδωρ στους… σωτήρες ιδιώτες.
«Εάν κάποιος εξακολουθεί –από ιδεολογική θέση– να θεωρεί τους διορισμούς στο ΕΣΥ σπατάλη χρημάτων, να ξέρει ότι είναι συνένοχος σε εγκλήματα κατά της ζωής». Η φράση αυτή της εντατικολόγου γιατρού του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης Χριστίνας Κυδώνα αποτυπώνει την αγωνία εκείνων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του πολέμου απέναντι στον κορονοϊό. Παράλληλα καταδεικνύει τη στάση της κυβέρνησης, η οποία επέλεξε να μην ενισχύσει επαρκώς το ΕΣΥ παρότι γνώριζε ήδη από το καλοκαίρι την αυξημένη πιθανότητα ενός δεύτερου ισχυρού κύματος της πανδημίας.
Ηδη από τις αρχές Αυγούστου τα κρούσματα είχαν αρχίσει να αυξάνονται σημαντικά και να ξεπερνούν για πρώτη φορά τα 200. Η ιατρική κοινότητα επισήμαινε από τότε και σε κάθε ευκαιρία ότι εισερχόμαστε σε δεύτερο κύμα. Είναι ενδεικτικό ότι στις 13 Αυγούστου ο καθηγητής Μικροβιολογίας της Ιατρικής Αθηνών και μέλος της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας Θανάσης Τσακρής δήλωνε ότι «η επιδημία ακολουθεί την αυξητική τάση που έχει παρατηρηθεί κυρίως στα Βαλκάνια αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ έχει αλλάξει το προφίλ της στο δεύτερο κύμα, στο οποίο έχουμε εισέλθει εδώ και αρκετές μέρες».
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν τα λόγια και του καθηγητή Νίκου Σύψα, επίσης μέλους της επιτροπής των ειδικών, ο οποίος σημείωνε ότι «βρισκόμαστε πολύ κοντά στο δεύτερο κύμα, για να μην πω ότι είμαστε με το ένα πόδι στο δεύτερο κύμα». Οι δύο ειδικοί προειδοποιούσαν μάλιστα για τον κίνδυνο περαιτέρω αύξησης των κρουσμάτων και κατ’ επέκταση των διασωληνώσεων.
Μήνες νωρίτερα δε, από τις αρχές Ιουνίου, όταν στη χώρα καταγράφονταν λιγότερα από δέκα κρούσματα ημερησίως, ο επικεφαλής του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) Παναγιώτης Αρκουμανέας δήλωνε μιλώντας για την πιθανότητα ενός δεύτερου κύματος ότι «η χώρα είναι προετοιμασμένη για το επόμενο διάστημα». Ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας από την πλευρά του σημείωνε την ίδια περίοδο μιλώντας για το άνοιγμα του τουρισμού ότι «η αύξηση (σ.σ.: των κρουσμάτων) δεν είναι απίθανη, ωστόσο το υπουργείο έχει συγκεκριμένη στρατηγική για να ελέγξει την κατάσταση», ενώ αναφορικά με την εκτίμηση των επιστημόνων για δεύτερο κύμα της πανδημίας μετά το καλοκαίρι τόνιζε: «Οι επιστήμονες μας λένε ότι θα υπάρξει δεύτερο κύμα. Την ένταση και το πώς θα έρθει στη χώρα μας μένει να τα δούμε. Εμείς υποχρεούμαστε να ετοιμαστούμε για όλα τα σενάρια».
Ισως η πιο ενδιαφέρουσα τοποθέτηση ήταν βέβαια εκείνη του μέλους της επιτροπής των ειδικών του υπουργείου Γκίκα Μαγιορκίνη. Ο καθηγητής Βιοπαθολογίας εξηγούσε ήδη από τον Ιούνιο ότι η πιθανότητα ενός δεύτερου κύματος ακόμη και μέσα στο καλοκαίρι δεν είναι μηδενική και πρόσθετε ότι αν τα λεγόμενα «ορφανά» κρούσματα, εκείνα δηλαδή για τα οποία δεν μπορεί να γίνει ιχνηλάτηση, ξεπεράσουν τα 50, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα. Τελικώς, αν και τον Οκτώβριο πια η κατάσταση ήταν ήδη εκτός ελέγχου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέμενε ότι η Ελλάδα είναι από εκείνες τις χώρες που διαχειρίζονται καλύτερα το δεύτερο κύμα της πανδημίας, αν και δειλά δειλά έκανε λόγο για δεδομένα τα οποία μπορεί να αλλάξουν γρήγορα. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα ανακοινώθηκε το δεύτερο lockdown.
Αδιαφορία παρά τις εκκλήσεις
Παρότι ο ερχομός του δεύτερου κύματος ήταν γνωστός, η κυβέρνηση απέτυχε ή ορθότερα επέλεξε να μην ενισχύσει επαρκώς το ΕΣΥ. Η τακτική του «μπαλώματος» που ακολουθήθηκε είχε επισημανθεί δεκάδες φορές από τους νοσοκομειακούς. Οι μετακινήσεις γιατρών όλων των ειδικοτήτων σε κλινικές κορονοϊού, η αποδυνάμωση των κλινικών για άλλα νοσήματα, η μετατροπή κλινικών σε κλινικές Covid αλλά και η μετατροπή γενικών ΜΕΘ σε ΜΕΘ για κορονοϊό και μάλιστα με την ταυτόχρονη μείωση των τακτικών χειρουργείων στα απολύτως απαραίτητα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ενδυνάμωση του ΕΣΥ.
Οι νοσοκομειακοί γιατροί έκρουαν εξαρχής τον κώδωνα του κινδύνου. Ενώ όμως ήταν σαφές ότι το ΕΣΥ –αποδυναμωμένο και γερασμένο όπως είναι– δεν θα άντεχε την πίεση ενός δεύτερου κύματος, δεν εισακούστηκαν ποτέ. Στα τέλη Μαρτίου, λίγες εβδομάδες μετά την εμφάνιση του κορονοϊού στη χώρα μας, οι νοσοκομειακοί γιατροί συναντήθηκαν πρώτη και τελευταία φορά με την ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Ζήτησαν τότε προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, επίταξη ιδιωτικών κλινικών και δωρεάν τεστ, ενώ απηύθυναν τα αιτήματά τους και με επιστολή προσωπικά στον πρωθυπουργό. Η επιστολή αυτή δεν απαντήθηκε ποτέ από τον Κυρ. Μητσοτάκη.
Μόνο επικοινωνιακά πυροτεχνήματα
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν άρχισαν να νοσηλεύονται νεότεροι ασθενείς, οι γιατροί επανήλθαν καταθέτοντας εκ νέου το πάγιο αίτημά τους για θωράκιση των νοσοκομείων με ΜΕΘ και με μόνιμες προσλήψεις ιατρονοσηλευτικού προσωπικού.
«Η ανησυχία μας εντείνεται γιατί ακόμη και τώρα διαπιστώνουμε πως συνεχίζεται από την κυβέρνηση η προσήλωση από τη μια στην πολιτική που θεωρεί “κόστος” την υγεία του λαού και από την άλλη σε επικοινωνιακά πυροτεχνήματα που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα» σημείωναν χαρακτηριστικά. Οι κινήσεις της κυβέρνησης με την πρόσληψη επικουρικών γιατρών δεν αποτελούν παρά σταγόνα στον ωκεανό.
Εξάλλου οι εξαντλημένοι λόγω των συνθηκών εργαζόμενοι στο δημόσιο σύστημα υγείας καταγγέλλουν ότι ο πρωθυπουργός δεν τήρησε ούτε την προσωπική δέσμευσή του για μονιμοποίηση των συμβασιούχων υγειονομικών ενώ, όπως λένε, όσα ανακοίνωσε μεσοβδόμαδα ο υπουργός Υγείας περί αύξησης ΜΕΘ και γενικότερα ενίσχυσης του ΕΣΥ είναι ψευδή.
«Βγήκε ο κ. Κικίλιας και είπε ψέματα! Δεν δημιουργήθηκε καμία ΜΕΘ, έκλεισαν όσες προορίζονταν για άλλες νόσους και δόθηκαν για την Covid» τόνισε επ’ αυτού η πρόεδρος των Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης Δάφνη Κατσίμπα.
«Η κατάσταση έχει ξεπεράσει το όριο, οι εργαζόμενοι είναι αγανακτισμένοι για όσα δεν έγιναν το προηγούμενο διάστημα» λέει εν τω μεταξύ στο Documento ο Χρήστος Καραχρήστος, γραμματέας της Ενωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης και ειδικευόμενος πνευμονολόγος στο νοσοκομείο Παπανικολάου. «Προσπαθούν να δημιουργήσουν ΜΕΘ κορονοϊού μετατρέποντας αίθουσες χειρουργείων και άλλες μονάδες εντατικής θεραπείας χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη για εξειδικευμένο προσωπικό για αυτές τις κλίνες» προσθέτει ο ίδιος.
«Η πίεση που δεχόμαστε είναι μεγάλη, είναι πολύ δύσκολο να δουλεύει κανείς σε τέτοιες συνθήκες. Η πίεση όμως είναι και συναισθηματική, γιατί από τη μια πλευρά βλέπεις να τελειώνουν τα κρεβάτια ΜΕΘ και από την άλλη βλέπεις ασθενείς που στο επόμενο διάστημα δεν θα είναι δυνατό να τους προσφέρεις όσα χρειάζονται λόγω της έλλειψης προσωπικού αλλά και υποδομών» επισημαίνει ο κ. Καραχρήστος.
Ιδεοληπτικά εναντίον του δημοσίου
Η ιδεολογική αγκύλωση της κυβέρνησης στη μη ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ γίνεται αντιληπτή και απ’ όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη. Με τα νοσοκομεία να βρίσκονται στο… κόκκινο, τους γιατρούς σε απόγνωση και την κατάσταση γενικώς εκτός ελέγχου, πλέον απευθύνεται δημόσια έκκληση σε ιδιώτες γιατρούς να συνδράμουν τους συναδέλφους τους του δημοσίου και μάλιστα με καθαρό μισθό 2.000 ευρώ αφορολόγητα, δυνατότητα διατήρησης του ιδιωτικού ιατρείου τους, δυνατότητα διενέργειας επιπλέον εφημεριών και δυνατότητα να αμείβονται επιπλέον από τον ΕΟΠΥΥ για παροχή οδηγιών προς τους ασθενείς τηλεφωνικώς.
«Αυτή η κίνηση είναι προκλητική επειδή δημιουργεί γιατρούς με συμβάσεις πολλών ταχυτήτων στα νοσοκομεία. Ακόμη και ο μισθός είναι διαφορετικός, είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν ενός επιμελητή Β για παράδειγμα» λέει σχετικά στο Documento ο κ. Καραχρήστος. Εξάλλου, σε επιστολή του προς τον Ιατρικό Σύλλογο Πάτρας ο πνευμονολόγος και διευθυντής ΜΕΘ του νοσοκομείου Πατρών «Ο Αγιος Ανδρέας» Παναγιώτης Γεωργακόπουλος ζητεί να υπάρξει διαμαρτυρία προς το υπουργείο Υγείας, ώστε αφενός να ικανοποιηθεί επιτέλους το αίτημα για μόνιμες προσλήψεις στο ΕΣΥ, αφετέρου να καταδειχτεί ότι οι ιδιώτες γιατροί αντιμετωπίζονται προνομιακά, σε βάρος των νοσοκομειακών συναδέλφων τους. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο μισθός των γιατρών του δημοσίου, όπως και η αποζημίωση των εφημεριών, μειώθηκε δραστικά την περίοδο των μνημονίων, ενώ και οι εφημερίες πληρώνονται με σημαντική καθυστέρηση έως και μισού έτους.
«Έξωση» στους ανασφάλιστους
Στο πλαίσιο αυτών των ιδεοληψιών εντάσσεται ίσως και η πρόσφατη εμπλοκή που δημιουργήθηκε μετά την αποστολή εγγράφου στα νοσοκομεία από το ΕΚΑΒ σύμφωνα με το οποίο οι ανασφάλιστοι ασθενείς δεν έχουν δυνατότητα μεταφοράς σε ιδιωτικό θεραπευτήριο αν παραστεί τέτοια ανάγκη. Ασφαλώς μετά τον σάλο που προκλήθηκε η κυβέρνηση ανακοίνωσε νομοθετική πρωτοβουλία ώστε οι ανασφάλιστοι που νοσηλεύονται σε απλές κλίνες στα δημόσια νοσοκομεία να μπορούν να διακομίζονται σε ιδιωτικά θεραπευτήρια, εφόσον χρειαστεί, χωρίς καμία δική τους οικονομική επιβάρυνση.
Πολιτική απόφαση η μη συνταγογράφηση των τεστ
Η κυβέρνηση υπήρξε εξαρχής αρνητική και στην ανάγκη διενέργειας μαζικών τεστ στον πληθυσμό, την οποία επισήμαιναν διαρκώς οι ειδικοί. Ηδη από τις 16 Μαρτίου εννέα διακριμένοι επιστήμονες, ανάμεσά τους και το μετέπειτα μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας Γκ. Μαγιορκίνης, σημείωναν σε επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Υγείας και άλλους αρμοδίους ότι «είναι σημαντικό να ξεκινήσουν τα τεστ άμεσα και να είμαστε έτοιμοι όταν χαλαρώσουν τα μέτρα να πραγματοποιούμε “επιθετικό” εργαστηριακό έλεγχο ώστε να συνεχιστεί συστηματικά η παρακολούθηση της εξέλιξης της επιδημίας, καθώς δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση τους επόμενους μήνες». Σε αντίθεση με τις εισηγήσεις, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη Ιουλίου δεν υπήρξε ούτε μία ημέρα κατά την οποία να πραγματοποιήθηκαν πάνω από 10.000 τεστ.
Ο καθηγητής Υγιεινής του τμήματος Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών και πρόεδρος των βιοεπιστημόνων Ελλάδας Απόστολος Βανταράκης εξηγεί στο Documento ότι «η λειτουργία του τέστινγκ είναι προληπτική. Το να κάνεις τώρα τεστ δεν έχει νόημα γιατί είναι μεγάλη η διασπορά. Το τέστινγκ το κάνεις σε περιόδους που δεν είναι πολύ υψηλός ο αριθμός των κρουσμάτων. Στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της Ελλάδας, θα μπορούσες να προλάβεις γιατί κάνοντας αυτήν τη δειγματοληψία θα έβλεπες την αύξηση της διασποράς, οπότε θα έπαιρνες νωρίτερα μέτρα. Για παράδειγμα αυτήν τη στιγμή στην Πάτρα δεν κάνουμε διαγνωστικά τεστ, κινούμαστε στα τυφλά. Είμαστε μια τυφλή χώρα σε σχέση με την πραγματική εικόνα της διασποράς γιατί έχουμε τους μικρότερους αριθμούς τεστ στην Ευρώπη».
Ζήτημα βεβαίως έχει προκύψει και με τη συνταγογράφηση των τεστ, αφού αν κάποιος δεν είναι συμπτωματικός, είναι αδύνατον να εξεταστεί δωρεάν. Ως αποτέλεσμα, πολλοί πιθανοί φορείς ή ασθενείς παραμένουν αδιάγνωστοι αφού αδυνατούν να καταβάλουν τα χρήματα που απαιτούνται στον ιδιωτικό τομέα. Παρότι η ανάγκη συνταγογράφησης των τεστ είναι αναντίρρητη, η κυβέρνηση μόλις στις 20 Οκτωβρίου απάντησε στη Βουλή διά του αρμόδιου υπουργού ότι η μη συνταγογράφηση αποτελεί στρατηγική επιλογή της με βάση τις εισηγήσεις της επιτροπής των ειδικών. Αυτό αποδείχτηκε ψευδές, αφού δέκα ημέρες αργότερα ο παθολόγος – λοιμωξιολόγος και μέλος της επιτροπής Μάριος Λαζανάς δήλωσε σαφώς ότι η επιτροπή έχει ζητήσει πολλές φορές το τεστ να συνταγογραφείται. «Το ότι δεν έχει γίνει είναι πολιτική απόφαση» πρόσθεσε.