«∆εν πιστεύω στη φιλανθρωπία, πιστεύω στην αλληλεγγύη. Η φιλανθρωπία είναι κατακόρυφη άρα ντροπιαστική, γιατί πηγαίνει από πάνω προς τα κάτω. Η αλληλεγγύη αντίθετα είναι οριζόντια». Eτσι απλά ο Εδουάρδο Γκαλεάνο διαχωρίζει τις δύο έννοιες. Να προσθέσουµε στα χαρακτηριστικά της πρώτης ότι είναι περιστασιακή, δεν δίνει οριστικές λύσεις και δεν περιορίζει τις κοινωνικές ανισότητες αλλά τις διαιωνίζει. Παραπέµπει σε ένα περιστατικό στη Γαλλία του 19ου αιώνα, όπου απαγορευόταν στους άστεγους να κοιµούνται κάτω από τα γεφύρια. Ο πρωθυπουργός Λεόν Γκαµπετά, όταν κατήργησε τον νόµο, µίλησε ενώπιόν τους λέγοντας ότι τώρα πλέον θα έχουν το δικαίωµα να κοιµούνται σε όποιο γεφύρι θέλουν. Οι άστεγοι ξέσπασαν σε επευφηµίες, χωρίς να διαµαρτυρηθούν για τη µη ίδρυση δοµών φιλοξενίας. Το ότι η φιλανθρωπία έχει καταλήξει ένα επιπλέον αυτοάνοσο του νεοφιλελευθερισµού που υπηρετεί τη φαντασίωση της γενναιοδωρίας το έχει διατυπώσει κυνικά ο Μπιλ Γκέιτς: «Οι δυνητικές εφαρµογές του δηµιουργικού καπιταλισµού περιορίζονται µόνο από τα όρια της φαντασίας µας. Αν µπορέσουµε να επινοήσουµε λύσεις που απαντούν στις ανάγκες των φτωχών µε τρόπο που γεννούν κέρδος και κύρος στις επιχειρήσεις, θα έχουµε βρει µια αυτοσυντηρούµενη µέθοδο για τη µείωση της φτώχειας». Παρέλειψε βέβαια να πει ότι θα αρκούσε το 4% της περιουσίας των δισεκατοµµυριούχων για την εξάλειψή της από όλο τον πλανήτη. Η αναπαραγωγή δηλαδή της δυστυχίας των θυµάτων συνεχίζεται επειδή είναι αδιανόητη η αναδιανοµή του πλούτου των θυτών.
Η αλληλεγγύη είναι διαρκής, αφυπνίζει συνειδήσεις και εµπεριέχει το στοιχείο της συλλογικότητας. Σε αυτή την κατηγορία φαινόταν να ανήκει η Κοινωνική Κουζίνα του Πολυχρονόπουλου που σαν άλλη Βιριδιάνα του Μπουνιουέλ µοίραζε ένα πιάτο φαΐ στους πεινασµένους και τους απόκληρους, συσπειρώνοντας γύρω της µια στρατιά εθελοντών. Η περίπτωση του Aλλου Ανθρώπου µοιάζει πολύ ως προς την επικοινωνιακή της διαχείριση µε την Κιβωτό του Κόσµου. Η ταχύτητα αποδόµησης των εµπνευστών τους είναι αντιστρόφως ανάλογη µε τον χρόνο που χρειάστηκε ώστε να δοξαστούν και να βραβευτούν για την προσφορά τους. Το πάθος του τζόγου και οι οικονοµικές ατασθαλίες παρουσιάστηκαν µε τον βαρύγδουπο τίτλο της εγκληµατικής οργάνωσης, ενώ οι κατηγορίες για ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων κινητοποιούσαν τα ηθικά αντανακλαστικά µε δεδοµένη την ιδιότητα του ιερωµένου. Συµπέρασµα: Οι µοναδικοί διεφθαρµένοι και καταχραστές χρήµατος σ’ αυτήν τη χώρα είναι ένας παπάς και ένας µάγειρας. Κοινά ωστόσο είναι και τα ερωτήµατα που προκύπτουν. Γιατί δεν υπήρχε κρατικός έλεγχος και η παράνοµη δράση τους (αν ευσταθούν οι κατηγορίες) αποκαλύφθηκε από ένα τυχαίο γεγονός; Γιατί οι καταγγελίες στα ΜΜΕ γίνονται τώρα και όχι πριν; Το προφίλ που θέλουν να καλλιεργήσουν για τον Πολυχρονόπουλο είναι ότι θυµίζει τον Τζόναθαν Πίτσαµ από την «Οπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ. Πρόκειται για το αφεντικό των ζητιάνων, τους οποίους εκµεταλλεύεται και διεκδικεί µερίδιο από τα καθηµερινά κέρδη τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστηµα και προβάλλοντας την άποψη ότι τα πάντα, ακόµη και η ελεηµοσύνη, µπορούν να γίνουν εµπόριο.
Οι σκεπτόµενοι πολίτες υποψιάζονται ότι σπέρνοντας το µικρόβιο της δυσπιστίας και της καχυποψίας για κάθε κοινωνική δράση πλήττεται η έννοια της αλληλεγγύης κι αυτό είναι πολύ χειρότερο από τα λάθη και τα πάθη των ανθρώπων.