Αννούλα Βασιλείου: Με σταματάνε στον δρόμο, με αγκαλιάζουν και με φιλάνε

Αννούλα Βασιλείου: Με σταματάνε στον δρόμο, με αγκαλιάζουν και με φιλάνε

Η θρυλική τραγουδίστρια αφηγείται περιστατικά μιας ζωής σαν μυθιστόρημα

Φωτογραφίες Στέλιος Μισίνας/Eurokinissi, προσωπικό αρχείο Αννούλας Βασιλείου

Καθόµαστε µε την Αννούλα Βασιλείου για πρωινό καφέ στο αγαπηµένο της στέκι στη Γλυφάδα. Κοιτάζουµε φωτογραφίες από τα παιδικά της χρόνια έως σήµερα και περιγράφει περιστατικά από τη ζωή της, η οποία όπως όλες οι ενδιαφέρουσες ζωές είναι γεµάτη ψηλά βουνά και βαθιές χαράδρες. Ακολουθεί η αφήγησή της.

«Μάνα µου, γλυκιά µανούλα, αγαπάω την Αννούλα»

Γεννήθηκα στη ∆ραπετσώνα από πατέρα πρόσφυγα, Μικρασιάτη από την Αττάλεια, και µάνα Κεφαλλονίτισσα. ∆εν µείναµε πολύ εκεί, εγώ δηλαδή µεγάλωσα στα Πετράλωνα. Κάποια στιγµή, όταν ήµουν εννιά χρονών, η βασίλισσα Φρειδερίκη έδωσε σπίτια στους πρόσφυγες και εµάς µας έτυχε να πάµε στην Κολοκυνθού. Μέχρι τα δεκατέσσερα έµεινα εκεί. Στα δεκαπέντε µε έκλεψε ο Αγγελόπουλος.

Πώς τον γνώρισα; Από µικρή ήθελα να ασχοληθώ µε το τραγούδι. Και έγινε το όνειρό µου πραγµατικότητα. Πήγα για ακρόαση στο εργοστάσιο της Columbia µαζί µε την ξαδέρφη µου. Κρυφά είχαµε πάει. Κάποια στιγµή είδαµε να βγαίνει από το στούντιο ο Αγγελόπουλος, µε κοίταξε και µου είπε: «Εσύ, µικρό µε τα τιγρίσια µάτια, τι θέλεις εδώ;» και γύρισε στη γυναίκα που ήταν στο µπαρ και είπε: «Φρόσω, κέρασε τα κορίτσια». Του είπα: «Τι λέτε, καλέ;». Κοκκίνισα. Στο µεταξύ µέχρι σήµερα έχω µαζί µου το αυτόγραφο που µου έδωσε εκείνη τη µέρα. Στο πίσω µέρος της φωτογραφίας γράφει: «Με άπειρη αγάπη στην Αννα Βασιλείου. Με αγάπη, Αγγελόπουλος». Την κουβαλάω πάντα µαζί µου για να µην τη χάσω.

Από κει και ύστερα άρχισε ο γολγοθάς. Η µάνα του δεν µε ήθελε, πηγαίναµε στο σπίτι τους και µε έκρυβε στο πορτµπαγκάζ για να µη µε δει εκείνη. Ωσπου µια µέρα της είπε: «Θέλω να παντρευτώ». Εφερε τότε αντίρρηση η µάνα του και έριξε ο Μανώλης µια µπουνιά σε µια τζαµόπορτα και έσπασε το τζάµι. Πήγαµε στο νοσοκοµείο. Τραυµατίστηκε τόσο που δεν φόρεσε ποτέ ξανά κοντοµάνικο γιατί είχε κάνει σηµάδια στα χέρια του. Ζήτησε τότε από τον Βίρβο να βγάλει ένα τραγούδι για να συγκινήσει τη µάνα του. Και εκείνος έβγαλε σε µουσική του ∆ερβενιώτη το «Αγαπάω την Αννούλα», το οποίο πήρε φωτιά κι έγινε πολύ µεγάλο σουξέ. Κάπως έτσι έµεινα η Αννούλα του Μανώλη, η Αννούλα του χιονιά.

Με τον Καζαντζίδη δούλεψα όταν ήµασταν στα φλερτ µας µε τον Αγγελόπουλο. Κι επειδή είχα παρεξηγηθεί για κάτι, µε πήρανε εκεί, στο Φαληρικόν στις Τζιτζιφιές, µαζί µε τον Ζαµπέτα και τη Μαρινέλλα. Το µαγαζί κάτω είχε χαλίκι και ο κόσµος καθόταν σε ψάθινες καρέκλες. Έτσι ήταν τα µαγαζιά τότε. Εγώ ήµουν πολύ φοβισµένη και άκουγα τον Καζαντζίδη που έλεγε συνέχεια: «Πείτε στο µικρό να γελάσει λίγο». Πολλά χρόνια µετά µου βάφτισε την κόρη µαζί µε τη µάνα του τη Γεσθηµανή. Ήταν φίλοι ο Μανώλης µε τον Καζαντζίδη.

Προτού τραγουδήσω µε τον Αγγελόπουλο είχε έρθει ο Μπιθικώτσης στο σπίτι µου. Ήθελε να µε πάρει να τραγουδάµε µαζί. Με είχαν ζητήσει πολλοί τότε για παρτενέρ, ο συνθέτης Βασίλης Βασιλειάδης, ο Γιώργος Ταλιούρης και πάρα πολλοί άλλοι, αλλά εγώ διάλεξα το Αγγελοπουλάκι. Μια φορά το σκάσαµε και ήρθαµε εδώ στη Γλυφάδα να κρυφτούµε και θυµάµαι είχε έρθει η µάνα του µε καµιά δεκαριά Τσιγγάνες. Αδερφές της ήταν; Ξαδέρφες της; ∆εν ξέρω. Ήρθανε πάντως µε χλωρίνες στα χέρια τους για να µου τις ρίξουνε µε το που θα έβγαινα. Έχω τραβήξει πάρα πολλά.

Φύγαµε, πήγαµε στον Καναδά, εκεί γέννησα το πρώτο µας παιδί, τον Ηλία. Γυρίσαµε στην Ελλάδα µε το µωρό στην αγκαλιά, όµως ούτε αυτό τη συγκίνησε. Νοικιάσαµε σπίτι στη Νέα Σµύρνη, µετά κάναµε το δικό µας σπίτι εκεί. Ηρθε το δεύτερο παιδί, ο Στάθης. ∆εν είχαµε παντρευτεί ακόµη. Του έλεγα: «Τι θα γίνει, δυο παιδιά κι ακόµα δεν είµαστε παντρεµένοι». Η εποχή τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα που κάνεις παιδιά και δεν σε πειράζει κανείς. Τότε υπήρχε πρόβληµα. Το έκανα όµως το άλµα. «Πόπο, µε τύλιξες» µου έλεγε. «Εγώ, βρε, σε τύλιξα; Τι ανάγκη είχα να µε τυραννάει η µάνα σου και όλοι;» του έλεγα. Τον αγάπησα πάρα πολύ. Και αυτός εµένα. Ητανε όµως το τυχερό να πεθάνει, να µη γνωρίσει εγγόνια, να µην τον χαρούν τα παιδιά του κι αυτός αυτά. Ο Αγγελόπουλος ήταν πολύ καλός πατέρας. Ηταν ένα µεγάλο παιδί. Πολύ καλό παιδί, λιγάκι ευκολόπιστος. Επίσης, είχε πολύ λεπτά γούστα. Ηταν αριστοκράτης, του άρεσε το ωραίο ντύσιµο. Ετρωγε στο Χίλτον και στο Μεγάλη Βρεταννία. Ακόµη συγκινούµαι όταν τον βλέπω στη συναυλία στον Λυκαβηττό. Το ξέρεις ότι πολύς κόσµος νοµίζει ότι εγώ είµαι που τραγουδάω µαζί του εκεί; Κι όµως δεν είµαι.

Συνεργασίες µε ∆ερβενιώτη, Ρεπάνη, Χιώτη

Το πρώτο τραγούδι που είπα µου το έδωσε ο Θόδωρος ∆ερβενιώτης και το τραγούδησα µε τον Σπύρο ∆ηµητρίου, που ήτανε Τσιγγάνος, το είχε η µοίρα µου φαίνεται. Λεγόταν «Τσιγγάνε, σπάσε το βιολί». Κι όσο ήµασταν µαζί µε τον Μανώλη όµως έκανα µόνη µου πολλά τραγούδια. Το «Πού θα βρω κι εγώ γαλήνη» που µου έδωσαν ο Κώστας Καρουσάκης µαζί µε τον Αγγελόπουλο πούλησε εκατό χιλιάδες δίσκους. Κάποια στιγµή ήρθε ο Τάκης Λαµπρόπουλος της Columbia στο Χρυσό Βαρέλι που τραγουδούσαµε και µου είπε: «Εγώ εσένα θα σε κάνω δεύτερη Μοσχολιού». ∆εν ήµουν για σιγόντα, ήµουν για πρώτη φωνή. Και µου έδωσε τότε ένα τραγούδι ο Ρεπάνης, το «Στο καλό, αγαπηµένε». Η Columbia το διαφήµισε κάνοντας πια επισήµως το όνοµά µου Αννούλα Βασιλείου, ήδη είχε κυκλοφορήσει και το «Αγαπάω την Αννούλα».

Κάποια στιγµή µε στείλανε στον Γιώργο Μακράκη, παραγωγό της Columbia, ο οποίος µε έστειλε σε έναν συνθέτη του οποίου το όνοµα δεν θα ήθελα να αναφέρω. Αυτός έγραφε τσιφτετέλια. Εγώ όµως δεν ήθελα να πω τέτοια τραγούδια. Πήγα τότε στον Μακράκη και του ζήτησα να µου δώσει πιο ποιοτικά τραγούδια. Σε δύο εβδοµάδες µε κόψανε κι από τα ραδιόφωνα. Και µου δώσανε και το συµβόλαιο πίσω. Στην Columbia από κει και πέρα έκανα σιγόντα στον Μανώλη.

Έχω τραγουδήσει Χιώτη σε πρώτη εκτέλεση, ο οποίος µου κάνει σιγόντο, έχω πει τραγούδια του Ρεπάνη, του Κατσαρού, του Βασίλη Βασιλειάδη, του Στέφανου Βαρτάνη, έχω κάνει έναν µεγάλο δίσκο µε τον Κώστα Ψυχογιό. Με τον Χιώτη γνωριστήκαµε στη Βεντέτα, τη δισκογραφική που είχαν φτιάξει ο Γαβαλάς και η Πόλυ Πάνου. Πήγαµε τότε µαζί µε τον Αγγελόπουλο και ο Χιώτης έδωσε τραγούδια σε όλους µας. Σ’ εµένα έδωσε «Το δικό µου το αγόρι» και το «Σε είδανε, παλιόπαιδο».

Περιπέτειες στην πίστα και η αγάπη του κόσµου

Όταν χωρίσαµε µε τον Αγγελόπουλο πήρα τα τρία παιδιά στη µασχάλη και έφυγα. Και δεν ζήτησα τίποτε. Ούτε για διατροφή ούτε τίποτε άλλο. Κατάφερα και τα ’φερα βόλτα. Και έφτιαξα σπίτι και εξοχικό χωρίς καµία βοήθεια. ∆ούλεψα σε όλη την Ελλάδα, παντού. Κι έφευγα και για το εξωτερικό. Γερµανία, Αµερική, Καναδά, Αυστραλία.

Το 1989 ο Ανδρέας Μαζαράκης ερχόταν τακτικά στο µαγαζί όπου τραγουδούσα, το Λατρεία στην Αχαρνών, και µου έλεγε «Τέτοια φωνάρα που είσαι και τέτοια εµφάνιση που έχεις δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ σου φίρµα. Θα πας να βάψεις τα µαλλιά σου µαύρα, θα χοντρύνεις και θα βάλεις µια φουστανέλα. Μόνο έτσι θα γίνεις φίρµα». Ο αδερφός του Μαζαράκη µου λέει µια µέρα: «Θα σου φέρω τον Ξαρχάκο εδώ». Ηρθε ο Ξαρχάκος µε µεγάλη παρέα και κάθισε στο τραπέζι. Πήγα να τον χαιρετήσω. Ενιωσα ότι µε σνόµπαρε. Μου κακοφάνηκε. Λέω «έτσι είσαι;». Ανεβαίνω πάνω να τραγουδήσω. Και ξεκινάω µε το «Εξαρτάται». Είπα τραγούδια της Πίτσας, της Αλεξίου, της Βιτάλη. Ξαναπάω πάλι στην παρέα, µε σηκώνει και µε πάει στη γωνία του µαγαζιού. Μου δείχνει τον λαιµό µου. Μου λέει «ξέρεις τι έχεις εδώ;». Λέω «εγώ ξέρω τι έχω, εσείς ξέρετε; Εγώ είµαι διατεθειµένη να αρχίσω από την πρώτη τάξη». Μου δίνει το τηλέφωνό του και όντως τον πήρα. Ήταν η εποχή που θα κατέβαινε για δήµαρχος και είχε πολλά συµβούλια. Το τηλεφώνηµά µου τον πέτυχε σε ένα από αυτά. Μίλησα µε τη γραµµατέα του και άφησα µήνυµα. ∆εν µε πήρε, δεν ξαναπήρα.

∆εν παρεξηγήθηκα ποτέ µε συνάδελφο. Έκανα τη δουλειά µου, ποτέ δεν έκανα παρατήρηση στην ορχήστρα αν γινόταν κάποιο λάθος. Και µε τις γυναίκες συναδέλφους δεν είχα ποτέ πρόβληµα. Από πελάτες έχουν συµβεί κάποια περιστατικά. Μια φορά στην Κρήτη ήτανε µια παρέα κι έσπαγε πολλά πιάτα. Ένας από αυτούς µου ζήτησε να πω ένα τραγούδι. Κάποια στιγµή µου είπε µε έντονο ύφος «σου είπα να µου πεις ένα τραγούδι». Του απάντησα να περιµένει γιατί είχαν σειρά άλλοι. Και έπιασε ένα ποτήρι και µου το πέταξε. «Τι µου πέταξες, ρε;» του λέω. Παφ και του πετάω το µικρόφωνο στο κεφάλι. Άλλη µια φορά στην Κύπρο ανέβηκα στην πίστα και φόραγα ένα παντελόνι στρατιωτικό. Ένας µεθυσµένος από κάτω άρχισε να λέει διάφορα. Και του είπα: «Πρόσεξε γιατί θα σε πλακώσω εδώ πάνω. Βγες έξω από το µαγαζί».

Χαίροµαι να είµαι µε τα παιδιά και τα εγγόνια µου. Απολαµβάνω τη θάλασσα ακόµη και τον χειµώνα. Κι αυτήν τη στιγµή αν δεν ήµασταν µαζί εδώ, θα ήµουν για µπάνιο. Όταν πηγαίνω στη λαϊκή ή στο σουπερµάρκετ ο κόσµος µε αναγνωρίζει. Αυτό σηµαίνει ότι έχω µεγαλώσει αλλά δεν έχω πατσαβουρέψει. Με σταµατάνε ακόµη στον δρόµο, µε αγκαλιάζουν, µε φιλάνε. Είµαι η Αννούλα τους. Νιώθω ότι µε αγαπούν πάρα πολύ.







Ετικέτες

Documento Newsletter