Αννα Παναγιωτοπούλου: «Ποτέ δεν ένιωσα σταρ όσο αντιστάρ»

Αννα Παναγιωτοπούλου: «Ποτέ δεν ένιωσα σταρ όσο αντιστάρ»
Η Αννα Παναγιωτοπούλου στην παράσταση «Το μπουφάν της Χάρλεϊ ή πάλι καλά» (01) το 2009 στο θέατρο Χορν

Αποσπάσματα από μια προ 18ετίας αδημοσίευτη συνέντευξη με την Αννα Παναγιωτοπούλου, μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της γενιάς της που έφυγε από τη ζωή το Μεγάλο Σάββατο.

Η δημοφιλής ηθοποιός Αννα Παναγιωτοπούλου έφυγε από τη ζωή το Μ. Σάββατο, λίγο προτού κλείσει τα 77 της χρόνια. Πηγαίνω πίσω σχεδόν 20 χρόνια και συγκεκριμένα στο 2006, όταν το υπ’ αρ. 135 τεύχος του περιοδικού «Δίφωνο» είχε κυκλοφορήσει με premium CD μια σειρά τραγουδιών του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου. Η ηθοποιός συμμετείχε στο CD με τρία τραγούδια από τη συνεργασία της με τον Κραουνάκη τη δεκαετία του 1990 και μ’ αυτή την αφορμή την είχα συναντήσει για μια συνέντευξη, η οποία ελλείψει χώρου ποτέ δεν δημοσιεύτηκε. Το ραντεβού μας είχε οριστεί σ’ ένα καφέ στη Δεξαμενή στο Κολωνάκι και τη θυμάμαι να έρχεται στην ώρα της, αν και εμφανώς αγχωμένη. Ενιωσα πως υπήρχε πάγος ανάμεσά μας που έπρεπε εγώ να τον σπάσω αν ήθελα να φύγω από τη συνάντησή μας με αξιανάγνωστες ιστορίες από τον καλλιτεχνικό και ιδιωτικό της βίο.

Ευλογία ο ρόλος της Σουσούς

Με είχαν προϊδεάσει κάποιοι κοινοί μας φίλοι: «Η Παναγιωτοπούλου δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Ή που θα σε συμπαθήσει και θα σου πει πολλά ή που θα σε βρει αδιάφορο και θα αναλωθείτε στα ίδια και τα ίδια», όσα δηλαδή είχε πει ήδη σε πάμπολλες συνεντεύξεις της. «Δέχτηκα να σας μιλήσω» μου εξηγήθηκε απ’ την πρώτη στιγμή «επειδή αγαπώ τον Σταμάτη και θα είναι μια ειδική συνέντευξη περί τραγουδιού». Παρ’ όλα αυτά η κουβέντα μας εκκίνηση δεν είχε το τραγούδι, αλλά την τηλεόραση και συγκεκριμένα το σίριαλ «Μαντάμ Σουσού»: «Λάτρεψα τον χαρακτήρα της Σουσούς μέσα από την Αννα Παϊτατζή, την πρώτη που την είχε υποδυθεί στην τηλεόραση τον ίδιο καιρό που εγώ ξεκινούσα στο θέατρο. Μου άρεσε από τότε αυτός ο ρόλος και γι’ αυτό θεώρησα ευλογία την πρόταση που μου έγινε 15 χρόνια αργότερα».

Ως «Μαντάμ Σουσού» στην ΕΡΤ ήταν ένας από τους ρόλους που έγραψαν ιστορία και έκαναν την Άννα Παναγιωτοπούλου γνωστή σε όλη την Ελλάδα

Μεγαλωμένη κι η ίδια σε μεγαλοαστικό σπίτι, με δύο γονείς που είχαν τη δυνατότητα να τη στείλουν στην Ελβετία για σπουδές, θα μπορούσε να μοιράζεται με την ψηλομύτα μαντάμ Σουσού κάποια απ’ τα στοιχεία της προσωπικότητάς της αν δεν ήταν αυθεντική καλλιτέχνιδα και αν δεν είχε βέβαια αριστερή συνείδηση. Διότι με την ομάδα του Ελεύθερου Θεάτρου που έφτιαξαν με τον συμφοιτητή της στο Εθνικό Σταμάτη Φασουλή εν έτει 1970 στόχευαν στην επαγρύπνηση του κοινού μέσω της πιο ανελέητης κοινωνικοπολιτικής σάτιρας – μιας σάτιρας βασισμένης σε κείμενα που έγραφαν οι ίδιοι οι ηθοποιοί της ομάδας, ανανεώνοντας το κουρασμένο είδος της επιθεώρησης. «Το Ελεύθερο Θέατρο» μου είχε πει «ήταν ένας αντεργκράουντ θίασος για το πλαίσιο της εποχής του. Δεν υπήρχαν συμβατικές επαγγελματικές υποχρεώσεις. Ολοι θεωρούμασταν ισότιμα μέλη, γράφαμε, σκηνοθετούσαμε και παίζαμε, γι’ αυτό και είχαν περάσει οι πάντες απ’ τις παραστάσεις μας. Μόνο με τον ερχομό του ΠΑΣΟΚ το 1981, όταν λεγόμασταν πια Ελεύθερη Σκηνή, καταλάβαμε πως το πράγμα έμπαινε σε άλλη φάση και οι αρμοδιότητες μοιράστηκαν αλλιώς».

Η «Λιλιπούπολη» και ο Κραουνάκης

Στο σημείο αυτό η Παναγιωτοπούλου επιστράτευσε το χιούμορ της ταυτίζοντας το Ελεύθερο Θέατρο με το… ΚΚΕ: «Γίναμε κι εμείς κάπως σαν το ΚΚΕ, που από τότε που το νομιμοποίησε ο Καραμανλής έχασε τη γοητεία του». Ηταν η στιγμή που ξεκινήσαμε να μιλάμε για το τραγούδι, αφού εκείνη την περίοδο, παράλληλα με την Ελεύθερη Σκηνή, η ίδια συμμετείχε στη θρυλική ραδιοφωνική εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» του χατζιδακικού Τρίτου Προγράμματος: «Ημασταν πολύ φίλες με τη Μαριανίνα Κριεζή και μαζί γράφαμε κείμενα της εκπομπής. Εζησα τον αναβρασμό του Τρίτου μπαινοβγαίνοντας στο Ραδιομέγαρο με την Κριεζή και την Ελένη Βλάχου σε κάτι που δεν γνωρίζαμε τι αντίκτυπο θα είχε στον κόσμο. Μόνο ο Χατζιδάκις το είχε καταλάβει και γι’ αυτό ενημερωνόταν ανελλιπώς εκ των προτέρων γι’ αυτά που θα γράφαμε».

Εμβόλιμα μεταφέρω τώρα μια μικρή ιστορία από τη Λένα Πλάτωνος που ανήκε στο συνθετικό team της «Λιλιπούπολης» και δίνει στοιχεία για τον χαρακτήρα της Παναγιωτοπούλου: «Ενα χειμωνιάτικο βράδυ του 1978, μόλις είχαμε τελειώσει την εγγραφή ενός επεισοδίου, έβρεχε καταρρακτωδώς και το νερό έξω απ’ το Ραδιομέγαρο είχε φτάσει λίγο πιο κάτω απ’ το γόνατο. Βλέπω να φεύγει ένα τζιπ με την Παναγιωτοπούλου, που το οδηγούσε ο σύζυγός της. Τους έκανα νόημα να πάρουν και μένα μαζί τους. Μες στο αυτοκίνητο είχαν και το παιδί τους, που τότε θα ήταν το πολύ δέκα ετών. Μου έκανε εντύπωση πόσο το αγκάλιαζε η Αννα, έλεγα μέσα μου πως θα το κατσιάσει. Με τον άντρα της, αντιθέτως, σχεδόν καβγάδιζαν. “Πάλι θα φέρεις τους φίλους σου στο σπίτι;” της έλεγε αυτός κι εκείνη δυσανασχετούσε. Μέχρι να μ’ αφήσουν στον περιφερειακό του Λυκαβηττού τούς ζήτησα να με κατεβάσουν γιατί είχα νιώσει άβολα, δεν μου απηύθυναν καν τον λόγο. Η Αννα ήταν περίεργος άνθρωπος και αργότερα θα τη γνώριζα καλύτερα μέσα από ιστορίες της Μαριανίνας. Ποτέ δεν κάναμε παρέα οι δυο μας, αφού έμοιαζε “απροσπέλαστη” εκτός καλλιτεχνικών. Μπορώ να πω, ωστόσο, πως με το ταλέντο και τη φαντασία της χάραξε μια δική της γραμμή μέσα σ’ όλο αυτό το παραμύθι που λεγόταν “Λιλιπούπολη”».

Εκτός από την Κριεζή, η Παναγιωτοπούλου έμελλε να δουλέψει και με τον Σταμάτη Κραουνάκη σε μια παράσταση που άφησε εποχή: στο διασκευασμένο από την ίδια «Εκτο πάτωμα» του Αλφρέντ Ζερί στο θέατρο Περοκέ τη σεζόν 199192. Η ερμηνεία της αξέχαστη στο «Τραγούδι της κουτσομπόλας» τόσο στην παράσταση όσο και στον δίσκο με τα τραγούδια της. Λίγο καιρό πριν είχε τραγουδήσει ακόμη ένα εμβληματικό κομμάτι του Κραουνάκη από την επιθεώρηση «Τι είδε ο Γιαπωνέζος;» του 1987 στο θέατρο Αθήναιον. Αναφέρομαι φυσικά στο τραγούδι «Ο Ελληνας», που τελικά εντάχθηκε με τη φωνή της στον προσωπικό δίσκο του συνθέτη «Εφημερία (13 Μαΐου 1990)». Να τι μου είχε πει η ίδια για το εν λόγω τραγούδι: «Αν υποτεθεί πως η συλλογικότητα είναι κάτι που λατρεύω στη ζωή μου, με τον “Ελληνα” του Σταμάτη θεωρώ πως το έβγαλα και στο τραγούδι αυτό. Τους στίχους τους γράψαμε μαζί, ενώ η πιο δυνατή φράση, αυτό το “Ο Ελληνας, τον Ελληνα” ανήκε στον Λάκη Λαζόπουλο. Μέχρι σήμερα το θεωρώ το σημαντικότερο τραγούδι που αξιώθηκα να τραγουδήσω και θα είμαι πάντα ευγνώμων στον Κραουνάκη, με τον οποίο ταιριάζαμε πολύ και σαν χαρακτήρες».

Ως Όλγα Χαρίτου στις «Τρεις Χάριτες», μαζί με τη Μίνα Αδαμάκη και τη Νένα Μεντή

Τα χρόνια της τηλεόρασης

Κι απ’ το τραγούδι στην τηλεόραση, το μέσο που την έβαλε στα σπίτια όλων των Ελλήνων, κάνοντάς τη σταρ κυριολεκτικά. «Ποτέ δεν ένιωσα σταρ όσο αντιστάρ» μου εξομολογήθηκε. «Δεν ξέρω αν χάρηκα την τόση επιτυχία της Ολγας Χαρίτου στις “Τρεις Χάριτες”, αφού άρχισαν να μ’ αναγνωρίζουν στον δρόμο και δεν μπορούσα να βγω για ένα φαΐ με τους φίλους και την οικογένειά μου. “Ου μπλέξεις” θα έλεγα για την τηλεόραση, αν και ο χρηματικός παράγοντας ήταν πολύ σημαντικός σε μια περίοδο της ζωής μου που εγώ είχα ωριμάσει, ο γιος μου μεγάλωνε και τα λεφτά ήταν πολλά και καλοδεχούμενα. Με τη Μεντή και την Αδαμάκη γνωριζόμασταν από τα παλιά, από το Ελεύθερο Θέατρο, αλλά παρέα κάναμε με τη Μίνα περισσότερο». Κι εδώ η μαρτυρία της Παναγιωτοπούλου έδεσε με της Μίνας Αδαμάκη από συνέντευξη που μου είχε δώσει το 2020 για το koutipandoras.gr: «Με την Παναγιωτοπούλου είχα σχέσεις, γιατί ήμασταν μαζί και στην Ελεύθερη Σκηνή. Η Αννα είναι φίλη μου, την αγαπώ, βγαίναμε και παλιά, περνάγαμε καλά. Σήμερα δεν τη βλέπω πια, αφού –ως γνωστόν– οι ηθοποιοί χανόμαστε».

Την επιτυχία των «Τριών Χαρίτων» η Παναγιωτοπούλου την «εξαργύρωσε», όπως μου είχε πει χαρακτηριστικά, με το «Ντόλτσε βίτα», το επόμενο σίριαλ των Αλέξανδρου Ρήγα – Λευτέρη Παπαπέτρου. «Εκεί πια είχα ζητήσει ένα τεράστιο ποσό ανά επεισόδιο. Ελεγα πως δεν θα το έκανα αν δεν μου το έδιναν κι εκείνοι το δέχτηκαν και έτσι έγινε ακόμη μία επιτυχία του καναλιού, του Ρήγα και δική μου». Στο σημείο αυτό τη ρώτησα αν θα αφηνόταν ποτέ στον έρωτα ενός πολύ μικρότερου της άντρα, όπως έκανε δηλαδή η Χριστίνα Μαρκάτου με τον Αντώνη (Θανάσης Ευθυμιάδης): «Με μια πρώτη σκέψη θα έλεγα όχι, δεν θα αφηνόμουν. Παντρεύτηκα άλλωστε σε ηλικία 25 ετών και μέχρι σήμερα είμαι με τον ίδιο άντρα. Συμβατικές καταστάσεις»… Δεν ξέρω αν με τη φράση «συμβατικές καταστάσεις» η Παναγιωτοπούλου υπαινισσόταν ένα γάμο που είχε γίνει απλώς συνήθεια με το πέρασμα τόσων χρόνων.

Ως Χριστίνα Μαρκάτου στο «Ντόλτσε Βίτα»

Η τελευταία περίοδος της ζωής της

Τα τελευταία χρόνια, από τότε που το Αλτσχάιμερ είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του, οι γνωστοί τηλεκανίβαλοι την καλούσαν κάθε τρεις και λίγο σε συνεντεύξεις, στις οποίες η Παναγιωτοπούλου συνήθιζε να κατακεραυνώνει τους συμπρωταγωνιστές της στα σίριαλ. Μία φορά μόνο η παρουσιάστρια Φαίη Σκορδά (προς τιμήν της) σταμάτησε στη μέση συνέντευξή της, αντιλαμβανόμενη πως η αγαπημένη ηθοποιός δεν θα μιλούσε ποτέ έτσι δημοσίως αν είχε πνευματική διαύγεια. Για μεγάλο διάστημα η Παναγιωτοπούλου είχε αποτραβηχτεί στην αγαπημένη της Τήνο, μακριά απ’ τα φώτα της δημοσιότητας. Μου είχε μιλήσει σχετικά: «Οι Κυκλάδες είναι το ησυχαστήριό μου, ένα μέρος μοναδικής ομορφιάς στον κόσμο. Η Τήνος δεν έγινε Μύκονος, δεν αλώθηκε από τον τουρισμό και εξαιρουμένου του Δεκαπενταύγουστου, όπου γίνεται το μάλε βράσε, λατρεύω την εκεί καθημερινότητά μου. Αν δεν είχα άλλες υποχρεώσεις με το θέατρο, στην Τήνο θα ήθελα να πάω να αράξω και να έρχομαι για λίγο στην Αθήνα».

Η αλήθεια είναι, όμως, πως λίγο καιρό μετά τη συνέντευξή μας, με την είσοδο στην οικονομική κρίση που ακόμη μας ταλανίζει, η Παναγιωτοπούλου άφησε το νησί για να επιστρέψει σε ένα αθηναϊκό θερινό θέατρο, το Λαμπέτη, με το έργο «Ωχ! Τι κόσμος γιαγιά!» του Μπάρι Κιφ. Την απασχολούσε πολύ το θέατρο ακόμη, όχι μόνο ως πηγή εισοδήματος αλλά κυρίως ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης. Διότι προερχόμενη ακριβώς από μια ομάδα όπως του Ελεύθερου Θεάτρου ποτέ δεν αγάπησε την τηλεόραση, το μέσο που την έκανε ευρέως γνωστή. Παραδόξως δεν είχε δείξει ενοχλημένη όταν της είπα, κλείνοντας τη συζήτησή μας, πως ναι μεν είναι μεγάλη κωμικός, αρκετοί όμως επισημαίνουν και μια μανιέρα στην ερμηνεία της. Μου είχε απαντήσει ως εξής: «Η βραχνή φωνή που έχω

σε συνδυασμό με έναν κωμικό τρόπο εκφοράς του λόγου αλλά και με τη σωματικότητα –παίζω ολόκληρη, αν παρατηρήσετε– ήταν καταλυτικά στοιχεία για να με καλούν κάθε φορά και να γράφουν ρόλους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα μου. Προσπάθησα να κάνω κάτι διαφορετικό σε σχέση μ’ αυτά που έγραφα από μένα για μένα, αλλά ο κόσμος μιλάει πάντα στο τέλος κι εμείς οφείλουμε να τον ακούμε. Κι αυτός ο κόσμος, όσο κι αν εμένα μου δυσκόλεψε εν μέρει την ηρεμία μου, λάτρεψε τρεις ξεχωριστές γυναίκες που υποδύθηκα».

Και μάλλον είχε δίκιο, αφού με την είδηση της αναχώρησής της δεν ήταν λίγοι αυτοί που έγραψαν πως η Αννα Παναγιωτοπούλου δεν πεθαίνει ποτέ. Πεθαίνουν μόνο η Μαντάμ Σουσού, η Ολγα Χαρίτου και η Χριστίνα Μαρκάτου. Εγώ θα πρόσθετα πως πεθαίνει και η χρυσή εποχή της πολιτικής και κοινωνικής σάτιρας, την οποία είχε κάποτε μεγάλη ανάγκη ο λαός μας. Ενα πραγματικό τέλος εποχής.

 

«Δεν ξέρω αν χάρηκα την τόση επιτυχία της Ολγας Χαρίτου στις “Τρεις Χάριτες”, αφού άρχισαν να μ’ αναγνωρίζουν στον δρόμο και δεν μπορούσα να βγω για ένα φαΐ με τους φίλους και την οικογένειά μου»

 

Documento Newsletter