Αννα Φωτοπούλου: «Ζήτησε μια γραβάτα, την έβαλε, ξάπλωσε στο κρεβάτι και πέθανε… »

Φωτογραφία: Μιχάλης Καραγιαννίδης/ Eurokinissi

Ο μπαμπάς μου, ο Μίμης Φωτόπουλος. Η κόρη του μεγάλου ηθοποιού και καλλιτέχνη διηγείται άγνωστες στιγμές από τη ζωή και την καριέρα του, αλλά και το συγκλονιστικό τέλος του

Συνέντευξη – ντοκιμαντέρ είναι αυτή που μου έδωσε η Άννα Φωτοπούλου, η πρωτότοκη κόρη του τεράστιου ηθοποιού Μίμη Φωτόπουλου, που μπορεί να έχει φύγει από τη ζωή εδώ και 36 χρόνια, εξακολουθεί όμως να μπαίνει στα σπίτια όλων των Ελλήνων με τις ταινίες του παλιού λαϊκού κινηματογράφου. Αφορμή για τη συνάντηση με την Φωτοπούλου δεν ήταν απλά ένα μοίρασμα μνημών, αλλά μία επικείμενη έκθεση με τα εικαστικά έργα του πατέρα της που θα εγκαινιάσει το νέο Πνευματικό Κέντρο του δήμου Αμαρουσίου. «Τίποτα δεν είναι ακόμη σίγουρο», μου είπε σε κάποια στιγμή, αφού η έκθεση έχει αναβληθεί στο κοντινό παρελθόν. Προτού σας αφήσω με την αφήγηση της, όπου αντλούμε πολλά στοιχεία για τον καλλιτέχνη, τον άνθρωπο και τον ιδεαλιστή Μίμη Φωτόπουλο, εύχομαι να γίνει η έκθεση αυτή εκ μέρους του δήμου, εφόσον στο Μαρούσι ο ίδιος έζησε όλη του τη ζωή.

Από που να πιάσει το νήμα κανείς, κυρία Φωτοπούλου; Δεν είστε απλά η κόρη του Μίμη Φωτόπουλου, αλλά παντρευτήκατε τον Αχιλλέα Θεοφίλου, η μητέρα σας είχε κάνει ένα πρώτο γάμο με τον πατέρα του Θάνου Μικρούτσικου, συγγενείς σας στενοί είναι ο Πέτρος Καπουράλης και ο Φώτος Λαμπρινός – μια ολόκληρη ιστορία είστε.

Η ζωή τα φέρνει έτσι. Κινούμαστε σ’ ένα τέτοιο κύκλο. Ο πατέρας μου, ας πούμε, είχε γνωρίσει και τα δύο παιδιά του πρώτου άνδρα της μητέρας μου, τον Θάνο και τον Ανδρέα, είχαμε σχέσεις κοινωνικές. Όλοι συνδεόμαστε μ’ ένα τρόπο, όπως κι εγώ έχω καλές σχέσεις με τη Χαρούλα Αλεξίου, αλλά και με την τωρινή γυναίκα του Αχιλλέα. Δεν είχαμε και τίποτα να χωρίσουμε, έτσι δεν είναι;

Θέλω να μου πείτε ποια είναι η πρώτη μνήμη που έχετε από τον Μίμη Φωτόπουλο.

Σ’ αυτό το σπίτι που καθόμαστε τώρα, στο Μαρούσι, έζησε και ο Φωτόπουλος. Μονοκατοικία που δόθηκε αντιπαροχή και τώρα στην πολυκατοικία ζούμε όλοι μαζί: Εγώ με τα παιδιά μου, η αδερφή μου δίπλα με τα παιδιά της, όλοι είμαστε στον τρίτο όροφο. Το ήθελε αυτό ο μπαμπάς, του άρεσε η οικογένεια ενωμένη. Πριν «πιαστεί» ως ηθοποιός ερχόμασταν τα καλοκαίρια στο Μαρούσι. Εγώ ήρθα μηνών εδώ και τον θυμάμαι που γυρνούσε τα βράδια. Είχα το συνήθειο να μην κοιμάμαι κι έλεγε στη μάνα μου: «Άσ’ την, μην της λες να πάει να κοιμηθεί, να δούμε πότε θα το κάνει». Μ’ άρεσε να τον βλέπω να επιστρέφει και να είναι πάντα με φίλους, σαν τον μπατζανάκη του, τον συγγραφέα Σωτήρη Πατατζή, που επίσης έμενε στο διπλανό διαμέρισμα. Αυτή είναι η πρώτη μνήμη.

Συνειδητοποιούσατε ως παιδούλα ότι είχατε έναν διάσημο δημοφιλή μπαμπά;

Για μας ήταν σαν να έκανε μια οποιαδήποτε δουλειά. Ήταν κι η ζωή μας έτσι, απλή, κάτι που οφείλουμε στους γονείς μας. Δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε βεντετισμούς ή να πιστέψουμε ότι διαφέρουμε απ’ τους άλλους. Δεν υπήρχε, άλλωστε, εκείνα τα χρόνια όλη αυτή η σημερινή υπερπληροφόρηση. Στο σχολείο μπορεί να λέγανε «Είναι η κόρη του Φωτόπουλου», αλλά αυτό τελείωνε την ίδια μέρα. Δεν λέγαμε ποιος είχε περάσει απ’ το σπίτι μας την προηγούμενη, δεν κοκορευόμασταν. Ακόμη παρέα κάνουμε με τα παιδιά της γειτονιάς, όσα είναι ακόμη εν ζωή.

Τάβλι με τον μπατζανάκη του, τον συγγραφέα Σωτήρη Πατατζή

Και ποιοι περνούσαν συχνά από το σπίτι σας;

Ο πατέρας μου έκανε παρέα με τους συγγραφείς περισσότερο. Με τον σκηνοθέτη Γιώργο Τζαβέλλα και τη Μίλια, τη γυναίκα του, που ήταν μια κούκλα. Με τον Νίκο Τσιφόρο και τον Πολύβιο Βασιλειάδη, που καθόταν απ’ έξω γιατί είχαμε ένα σκυλί και δεν έμπαινε με τίποτα μέσα. Με την Ελένη Χατζηαργύρη. Με τον Τάκη Χορν, που ερχόταν συχνά εδώ όταν χώρισε με τη Λαμπέτη. Είχε φτιαχτεί κοντά μας και το στούντιο «Άλφα», οπότε οι ηθοποιοί στα διαλείμματα πήγαιναν στο σπίτι του Φωτόπουλου για να φάνε και να πιούν κάτι.

Ένα κοινοβιακό κλίμα, λοιπόν.

Πολύ κοινοβιακό, θα έλεγα. Του άρεσε πολύ να κοιμίζει ανθρώπους στο σπίτι μας. Είχε γυρίσει ένα βράδυ από παράσταση μαζί με τη μητέρα μας, που τον συνόδευε καμιά φορά. Άνοιξαν την πόρτα και βρήκαν να κοιμούνται κάποιοι. Πήγαν σιγά – σιγά και τον έναν τον γνώρισαν, ήταν ο νονός της μάνας μου απ’ την Πάτρα, ο οποίος είχε φέρει άλλες δύο γυναίκες. Το πρωί ο Μίμης ξύπνησε και έλεγε: «Μα θα σκάσω! Ποιες ήταν αυτές οι δύο κυρίες που κοιμόντουσαν στο σπίτι;»

Μιλήστε μου λίγο για τους παππούδες σας, τους γονείς του Μίμη Φωτόπουλου.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Ζάτουνα Αρκαδίας. Ο παππούς μου είχε κλέψει τη γιαγιά μου απ’ το Αίγιο και πήγαν στη Ζάτουνα. Έκαναν τρία παιδιά: Πρώτα τον Άγγελο, μετά μία κόρη, που τους πέθανε, και μετά τον πατέρα μου. Πριν σαραντίσει ο μπαμπάς, έχασε τον πατέρα του από φυματίωση. Η μάνα του πήρε τα παιδιά και κατέβηκε στην Αθήνα που είχε άλλες τρεις αδερφές. Ήταν όλες τους μοδίστρες. Μιλάω για το 1915, αφού ο πατέρας μου ήταν γεννημένος το ’13. Έμεναν στη Νεάπολη στα Εξάρχεια. Εκεί μεγάλωσε ο πατέρας μου, εκεί παντρεύτηκε τη μάνα μου, εκεί ανδρώθηκε κι από κει ξεκίνησε το θέατρο.

Δελτίο ταυτότητας του Μίμη Φωτόπουλου από το 1945

Ήταν από μικρός φιλότεχνος;

Μαζί με τον αδερφό του, διάβαζαν πολύ. Όταν στα Δεκεμβριανά οι Άγγλοι έριξαν όλμο στο σπίτι του, κάηκαν γύρω στα 2.000 βιβλία. Ήταν ένα πολύ ασθενικό παιδί, γιατί κόντεψε να πεθάνει από δάγκειο πυρετό. Σώθηκε ως εκ θαύματος στην εφηβεία του. Η γιαγιά μου φοβόταν μην πάθει φυματίωση μετά απ’ ότι πέρασε και πήρε τα παιδιά και πήγαν στη Φτέρη, μια εξοχή στο Αίγιο. Εκεί στα 17 – 18 του, ο πατέρας μου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Το 1940 εξέδωσε τα «Μπουλούκια», την πρώτη ποιητική συλλογή του, η οποία περιείχε ερωτικά, πολιτικά και κοινωνικά ποιήματα μαζί με τις εμπειρίες του από το θέατρο. Έβγαινε ένας πεσιμισμός καρυωτακικού τύπου στα ποιήματα του, θα λέγαμε σήμερα. Είχε το κόμπλεξ της ορφάνιας, μην έχοντας γνωρίσει πατέρα κι εκεί οφειλόταν – σύμφωνα με τον ίδιο – η μελαγχολία του. Με τον Πέτρο Καπουράλη, τον πρώτο του ξάδερφο, κάνανε στενή παρέα, επειδή κι εκείνος είχε χάσει τον πατέρα του όταν ήταν μωρό αβάπτιστο. Αδέρφια ήταν στην ουσία ο Μίμης με τον Πέτρο.

Εν ώρα δημιουργίας κολάζ με τα γραμματόσημα του

Στο θέατρο πως μπήκε ο Μίμης Φωτόπουλος;

Είχε περάσει στη Φιλοσοφική και είδε μια αγγελία για όσους ενδιαφέρονταν να δώσουν εξετάσεις στο Εθνικό. Δεν ήξερε, όπως έλεγε, τι του ήρθε να πάει να δώσει εξετάσεις! Πήρε απ’ το περίπτερο τον «Προμηθέα Δεσμώτη», διάβασε, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Εθνικό. Μιλάμε για το 1931, στα 18 του. Κάθισε δυο χρόνια στη δραματική, όπου ένας καθηγητής του τού είπε: «Εσύ θα γίνεις κωμικός με τη μούρη σαν τρίφτη που έχεις» (γέλια). Ο Μίμης έλεγε: «Εγώ κωμικός;», αφού ονειρευόταν να παίξει ρόλους ζεν πρεμιέ. Το ΄33 ξεκίνησε τα μπουλούκια, τουρνέ στην επαρχία, μπήκε στο επάγγελμα με τρομερές δυσκολίες και αφραγκίες. Του στέλνανε λεφτά οι δικοί του να επιστρέψει απ’ τις τουρνέ.

Δεν έβγαζε δηλαδή χρήματα.

Αστειεύεστε; Οι άνθρωποι στην επαρχία δίνανε αυγά, ψωμί και κότες αντί για εισιτήριο. Μεγάλη ταλαιπωρία, ούτε για τα εισιτήρια για να γυρίσει δεν είχε! Έρχεται η Κατοχή και ως γνωστόν το θέατρο άνθισε. Μας έλεγε η μάνα μου πως έδιναν μια χρυσή λίρα για να πάνε να δουν την Καίτη Ντιριντάουα. Ο Μίμης παίζει στην αρχή με διάφορους θιάσους ώσπου μπαίνει στους Ηνωμένους Καλλιτέχνες, τον θίασο των κομμουνιστών. Ανέβαζαν έργα κλασικού ρεπερτορίου. Στον ίδιο θίασο ήταν ο πατέρας του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, η Ντιριντάουα φυσικά, ο Δήμος Σταρένιος κ.α. Πολιτική συνείδηση είχε αποκτήσει από πριν, αφού στην Κατοχή είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ. Το 1939 συναντήθηκε με τον Κάρολο Κουν με τον οποίο πήγαν τουρνέ στη Θεσσαλονίκη. Στο θίασο ήταν ακόμη ο Διαμαντόπουλος και ο Καλλέργης. Ανέβασαν την «Αγριοπάπια» του Ίψεν. Λίγο αργότερα, που μπήκε στους Ηνωμένους Καλλιτέχνες, έκαναν και αντιστασιακή δράση πέρα απ’ το θέατρο. Κυνηγημένοι ήταν όλοι. Το ΄45 ξαναπάει στον Κουν και κάνουν την «Αντιγόνη» του Ανούιγ με τη Λαμπέτη. Εκεί τον είδε η Μαρίκα Κοτοπούλη και την άλλη χρονιά τον πήρε στο θίασο της. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και έγιναν πολύ φίλοι. Το ΄48 κάνει την πρώτη του ταινία, το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» του Σακελλάριου.

Ήταν ήδη παντρεμένος με τη μητέρα σας;

Παντρεύτηκαν το 1946. Τη γνώρισε τη μάνα μου όταν έπαιζε στου Κουν. Η μάνα μου και η Καίτη Ντιριντάουα ήταν μαζί στην Αντίσταση, κολλητές φίλες. Στο σπίτι της Ντιριντάουα ο Μίμης γνώρισε τη Μαργαρίτα ένα μεσημέρι και παντρεύτηκαν ύστερα από τρεις μήνες, παραμονή Πρωτοχρονιάς του ΄46. Έπεσε μεγάλος έρως!

Ισχύει ότι για την παρθενική του εμφάνιση στο σινεμά, το ΚΚΕ τον διέγραψε;

Έτσι ακριβώς έγινε. Εμείς το μάθαμε πολύ αργότερα, γιατί δεν μιλούσε για πράγματα που τον είχαν πληγώσει. Άμα κάναμε καμιά κουβέντα, μας έλεγε: «Τελείωσε η συζήτηση, τέλος». Διαγράφηκε, γιατί έπαιξε τον ινστρούκτορα και σατίριζε το κόμμα.

Η πλέον ξεκαρδιστική σκηνή με τον Φωτόπουλο και τον Λογοθετίδη στο τρελοκομείο μέσα.

Ναι, ακριβώς. Ποτέ δεν ξανάγινε μέλος του ΚΚΕ, αν και παρέμεινε μια ζωή ψηφοφόρος του. Αυτός ΚΚΕ, εγώ και η μάνα μου ΚΚΕ Εσωτερικού, είχαμε άγριους τσακωμούς. Η μάνα μου ήταν με το’να πόδι στο ΚΚΕ και με τ’ άλλο στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Η αδερφή μου, π.χ., ήταν οργανωμένη στον Ρήγα Φεραίο. Σε καθημερινή βάση είχαμε πολιτική συζήτηση στο σπίτι. Με τον Πατατζή τα λέγανε, αριστερός κι αυτός, αλλά τσακωμένος με το ΚΚΕ και μ’ όλα τα παρακλάδια του. Καταρχάς ήταν πολύ πολιτικοποιημένη η μάνα μας, η πρώτη αριστερή δημοτική σύμβουλος του Αμαρουσίου με την τότε ΕΔΑ. Τη δεύτερη χρονιά που εκλέχθηκε, έγινε το πραξικόπημα του ’67, την πιάσανε και τη στείλανε στη Γυάρο. Ήξεραν πως οργάνωνε δράσεις στο Μαρούσι και μοίραζε κόκκινα γαρίφαλα στις γυναίκες.

Μπορεί τον Μίμη να τον διέγραψε το ΚΚΕ, αλλά από το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και μετά, ξεκίνησε η μεγάλη καριέρα του.

Απ’ το 50 ξεκίνησε να κάνει τις ταινίες του, τον «Πύργο των Ιπποτών», το «Έλα στο θείο», τον «Γρουσούζη» με τον Ορέστη Μακρή και τη Δάφνη Σκούρα. Ακόμη δεν είχε γίνει πρωταγωνιστής. Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία είναι το «Σοφεράκι» του Τζαβέλλα, όπου ο Φίνος του κάνει αποκλειστικό συμβόλαιο για εφτά ταινίες. Ήταν ο πρώτος ηθοποιός που υπέγραψε συμβόλαιο, άρα το ξεκίνημα του πατέρα μου, ως πρωταγωνιστής, σηματοδότησε αυτό που θα ορίζαμε ως επαγγελματισμό στον κινηματογράφο. Μετά έκανε τις «Λατέρνες» με τον Σακελλάριο, «Τα κίτρινα γάντια», αλλά ταυτόχρονα συνεργάστηκαν στο θέατρο με τον Ηλιόπουλο, έγιναν συνθιασάρχες. Έπαιζαν μαζί, έκαναν τουρνέ, ήταν πολύ καλοί φίλοι και συνεργάτες.

Μου είπατε για την εξορία της μαμάς, αλλά και ο μπαμπάς είχε κάνει εξορία.

Τον έπιασαν στο Κολωνάκι παραμονή Πρωτοχρονιάς του ΄45. Είχε πάει σ’ ένα καφέ που μαζεύονταν οι καλλιτέχνες για να βρει δουλειά. Τον κατέδωσε ένας ταξιθέτης – έτσι λένε – μαζί με άλλους συναδέλφους του. Τον πήραν οι Άγγλοι, τον βάλανε σ’ ένα πλοίο και τον στείλανε στο Ελ Ντάμπα, στην Αίγυπτο, χωρίς καν να ειδοποιήσουν τους δικούς του. Έφυγε απλά απ’ το σπίτι του μια μέρα και δεν ξαναγύρισε. Στο στρατόπεδο του Ελ Ντάμπα έμεινε για λίγο, για τρεις μήνες, μαζί με άλλους 4.000 κομμουνιστές. Τους άφησαν το καλοκαίρι οι Εγγλέζοι, αλλά εδώ ο αδερφός του έψαχνε όλα τα νοσοκομεία και μετά τα νεκροταφεία.

Σας μιλούσε γι’ αυτό το διάστημα της εξορίας του;

Όχι, δεν μίλαγε για τέτοια θέματα. Κι άμα εμείς τον ρωτούσαμε, απαντούσε: «Διαβάστε τα βιβλία μου ή τα ποιήματα μου». Ήταν πολύ ήρεμος άνθρωπος, ήθελε την ησυχία του.

Σαν πατέρας ήταν αυστηρός;

Όχι, καθόλου. Η μάνα μου τα κανόνιζε όλα. Μπορεί να είχαμε μητριαρχία, αλλά πατριαρχία δεν υπήρχε καθόλου. Δούλευε πολλές ώρες, 16 ώρες την ημέρα τη δεκαετία του 1950. Εγώ είμαι γεννημένη το 1948 και η αδερφή μου το ’54. Λέγεται μάλιστα πως όταν πήρε τα πρώτα του λεφτά απ’ το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», ήρθε και τα πέταξε για γούρι στο μωρουδιακό κρεβάτι μου. Σκεφτείτε ότι η μάνα μου παντρεύτηκε τον πατέρα μου μαζί με όλο του το σόι, γι’ αυτό κι εμείς έτσι μεγαλώσαμε. Μάλλον καλά περνάγανε, κανείς δεν παραπονιόταν. Κι αν εμείς θέλαμε να βγούμε έξω τα βράδια κι η μάνα μου τα έβρισκε δύσκολα, μας έλεγε: «Πήγαινε στον πατέρα σου να σου δώσει άδεια». Τότε μόνο αναλάμβανε ο πατέρας μου. Γύρναγε κι έλεγε στη μάνα μου: «Τι μου τις στέλνεις εμένα; Δεν συνεννοηθήκατε;» (γέλια). Το μόνο που ήθελε ήταν να έχουμε μία επιτήρηση χωρίς αυστηρότητα. Να μην είμαστε ξέφραγο αμπέλι. Είχε κάποιες αξιακές αρχές που δεν ήθελε να τις ξεπερνάμε. Και δεν υπήρχε λόγος να το κάνουμε, οπότε δεν ερχόμασταν σε ρήξη. Μόνο με τη μάνα μου εγώ τσακωνόμουν στην εφηβεία, αλλά μαζί του ποτέ.

Είχε χιούμορ μες το σπίτι, έκανε πλάκες;

Όχι πολύ. Μόνο όταν ήταν με τους φίλους του και ένιωθε άνετα. Εμάς δεν μας άφηνε να καθόμαστε μαζί με τους συγγραφείς και ηθοποιούς φίλους του. Μας απαγόρευε, τώρα που τα θυμάμαι, να έχουμε σχέση με το θέατρο. Δεν υπήρχε αυτό το να πηγαίνουμε στα καμαρίνια, όχι για να μη γλυκαθούμε απ’ το θέατρο, αλλά για να μην ενοχλούμε. Τα κορόιδευε αυτά με τα παιδιά τους που τα έτρεχαν στα καμαρίνια. Μπορεί να έλεγαν και διάφορα σόκιν μεταξύ τους, που δεν ήθελε εμείς να τα ακούμε. Γενικά τα κουτσομπολιά δεν τα ήθελε καθόλου.

Πηγαίνατε οικογενειακώς στις πρεμιέρες των ταινιών του;

Όχι, πολλές ταινίες δεν τις είχαμε δει καν. Πολύ μετά τις είδαμε στην τηλεόραση που παίζονταν. Μπορεί να έλεγε στη μάνα μου: «Μην τις πας σ’ αυτή την ταινία, δεν είναι καλή» κλπ. Σε μία τελευταία ραδιοφωνική του συνέντευξη, γύρω στο ’84, είπε πως μόνο 4 – 5 ταινίες του τού άρεσαν. Οι δύο «Λατέρνες», η «Κάλπικη λίρα», οι «Γερμανοί ξανάρχονται», το «Σοφεράκι». Αγαπούσε πολύ το έργο «Ο Φανούρης και το σόι του», γιατί γενικά αγαπούσε τις ηθογραφίες και τους Έλληνες συγγραφείς. Συναισθηματικά τον έπιανε πολύ αυτό το έργο, το έπαιζε συνέχεια σε τουρνέ, είχε κάνει μεγάλη επιτυχία στη Θεσσαλονίκη. Η μάνα μου μας έπαιρνε κι εμάς μαζί με αφορμή τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης εν είδει διακοπών. Αναγκαστικά πηγαίναμε στο θέατρο και τον βλέπαμε.

Το έργο, βέβαια, που λάτρεψε από το θέατρο και που ταυτίστηκε μαζί του ήταν το «Δον Καμίλο» του φίλου του, του Πατατζή. Έλεγε, θυμάμαι, πως ο μεγαλύτερος κομμουνιστής ήταν ο Χριστός. Είχε θρησκευτικές πεποιθήσεις;

Όχι, ήταν άθεος. Η μάνα μου, παρότι σκληροπυρηνική κομμουνίστρια, δεν ήταν άθεη. Και το κεράκι της άναβε, και την προσευχή της έκανε, καθαρά εθιμοτυπικά. Ο πατέρας μου ήταν τελείως άθεος, το έλεγε κιόλας.

Το έλεγε τότε που ήταν ταμπού στην Ελλάδα.

Γιατί, σήμερα δεν είναι ταμπού; Βλέπω τι γίνεται πάλι με τις εκκλησίες και νομίζω ότι γυρνάμε 50 χρόνια πίσω…

Σωστό. Ας πάμε πάλι στο «Δον Καμίλο».

Ο πατέρας μου είχε πάρει το θέατρο «Άλφα» που μετονομάστηκε σε θέατρο «Φωτοπούλου». Ανέβασε τον «Έκτο αμερικανικό στόλο» με την πρωτοεμφανιζόμενη Ξένια Καλογεροπούλου, την Πόπη Λάζου και τη Ζωή Φυτούση, που μετά έγινε και ταινία, το «Καλωσήρθε το δολάριο». Αμέσως μετά ανέβασε το «Δον Καμίλο», 1959 – 60. Είχε προηγηθεί βέβαια «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ», η πρώτη μεγάλη του θεατρική επιτυχία. Παιζόταν για δυο χρόνια στο θέατρο «Μπουρνέλη». Οι κριτικές έλεγαν πως ξέφυγε από τον χαρακτήρα του μάγκα και έδειξε το ταλέντο του. Το «Δον Καμίλο» το ανέβαζε συνέχεια, ακόμα και μες τη χούντα. Τελευταία φορά που το έπαιξε ήταν στο θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης για τα πενήντα χρόνια του στο θέατρο.

Τι του άρεσε τόσο πολύ στο έργο αυτό;

Σαν να είχε ταυτιστεί με τον παπά, αλλά ένα κίνητρο ήταν σίγουρα η μόνιμη επιτυχία, ειδικά όταν είσαι θιασάρχης και σ’ ενδιαφέρει το ταμείο. Ο Πατατζής έλεγε πως το έγραψε για να χτυπήσει τον φανατισμό των ανθρώπων, όχι μόνο τον θρησκευτικό. Γενικά, όμως, ο Μίμης είχε ανεβάσει και άλλα έργα του Πατατζή.

Ήταν άνθρωπος των εντάσεων;

Όχι, δεν θα το έλεγα. Λίγο με τα πολιτικά αγρίευε. Ενώ με τον Πατατζή ήταν στο ίδιο κόμμα, υποτίθεται, είχαν διαφωνίες, όπως και με τον Πέτρο Καπουράλη, επειδή ήταν Πασοκτζής. Απέφευγε τους καυγάδες κι εμείς όποτε φωνάζαμε με τη μάνα μου, μας σφύραγε για να σταματήσουμε. Ήσυχος άνθρωπος με έναν συγκεκριμένο κώδικα αξιών. Διάβαζε μονίμως πάρα πολύ και παρακολουθούσε το μοντέρνο θέατρο. Κάθε Δευτέρα στο ρεπό του έπαιρνε τη μάνα μας και πήγαιναν σινεμά, επειδή όμως ήταν πολύ σεμνός, περίμενε να σβήσουν τα φώτα, φόραγε το καπέλο του και μετά έμπαιναν μέσα για να μην τον αναγνωρίσουν.

Ερχόταν αντιμέτωπος με εκδηλώσεις λατρείας απ’ τον κόσμο;

Φοβερές! Μια φορά μπήκε στη Λάρισα μ’ ένα Ωστενάκι, το πρώτο αυτοκίνητο που είχε πάρει. Εκείνη την περίοδο αλληλογραφούσαν ακόμη με τη μάνα μου. Της έγραφε: «Θρίαμβος από δουλειά»! Στέλνει ένα άλλο γράμμα στη μάνα μου ο Ηλιόπουλος που της έλεγε: «Επειδή δεν θα σ’ το πει ποτέ, να ξέρεις ότι μπήκε στη Λάρισα και του σήκωσαν το αμάξι στα χέρια». Έχουμε κρατήσει και πολλά γράμματα θαυμαστών του.

Αν και φιλάσθενος ως παιδί, είχε καλή υγεία κατά τη διάρκεια της ζωής του;

Τον πρόσεχε πολύ η μάνα μου, δεν θυμάμαι να είχε αρρωστήσει. Του έκαναν καλό και τα ταξίδια που κάνανε. Μια χρονιά πήραν τον Πατατζή μαζί τους και γύρισαν όλη την Ευρώπη. Το αεροπλάνο δεν το ήθελε καθόλου. Μία φορά μπήκε αναγκαστικά από Κύπρο προς Αίγυπτο για τουρνέ. Δεν υπήρχε άλλο μέσο. Κάποτε είχαν πάει με την Κοτοπούλη για παράσταση στην Κωνσταντινούπολη. Στο γυρισμό έπιασε μια κακοκαιρία που δεν υπήρχε πιλότος για να τους πάρει. Ξαφνικά μες το βράδυ τους ειδοποιούν πως ένας θαρραλέος πιλότος θα τους μετέφερε στην Αθήνα. Γύρισαν μαλλιοκούβαρα, τη δε Κοτοπούλη με φορείο τη βγάλανε! Από τότε δεν ήθελε με τίποτα τα αεροπλάνα.

Και στην Αμερική πως πήγαινε;

Με το πλοίο! Έντεκα μέρες να πάει και άλλες τόσες να γυρίσει. Μια χρονιά γύρισε δύο ταινίες μέσα στο πλοίο, το «Ένα καράβι Παπαδόπουλοι» και το «Πλοίο της χαράς». Ήταν μαζί με τον Ορέστη Λάσκο και τη Μπεάτα Ασημακοπούλου. Με τον Λάσκο, επίσης, έκαναν στενή παρέα. Ερχόταν εδώ και μας απήγγειλε ποιήματα με τη βροντερή φωνή του! Να φανταστείτε, στο παλιό μας σπίτι, μονοκατοικία, είχαν γυριστεί τουλάχιστον πέντε – έξι ταινίες, στις οποίες δεν έπαιζε ο πατέρας μου. Θυμάμαι μία, τη «Ζήλεια», με τον Γιώργο Φούντα και την Έλλη Φωτίου, όπου ήθελαν το τζάκι μας. Έδινε το σπίτι για γυρίσματα. Του λέγανε «Βρε Μίμη, θα μας δώσεις το σπίτι σου γιατί δεν έχουμε λεφτά να νοικιάσουμε στούντιο;» Και το έδινε!

Είχε έντονο μέσα του το συναίσθημα της αλληλεγγύης.

Πάρα πολύ, χειρότερη όμως ήταν η μάνα μου! Μας έπαιρνε τα ρούχα και τα έδινε χωρίς να μας ρωτήσει. Μια φορά είχε πάρει ο πατέρας μου ένα ημίπαλτο. Την ίδια περίοδο η μάνα μου είχε φτιάξει ένα σχολείο, το γ’ δημοτικό, μαζί με τον Λουκή Ακρίτα, τον πατέρα της Έλενας. Ήταν υπουργός Παιδείας και πήγαινε η μάνα μου κάθε μέρα. Της έλεγε ο Λουκής: «Καλά, βρε Μαργαρίτα, δεν είναι ανάγκη να κουβαλιέσαι απ’ το Μαρούσι, θα το κάνουμε το σχολείο». Τέλος πάντων, επειδή εμείς είχαμε μεγαλώσει και η μάνα μας έπρεπε να έχει ένα μικρό παιδί υπό την προστασία της, υιοθέτησε ένα εν είδει «πνευματικής υιοθεσίας» που γινόταν τότε. Του πλήρωνε τα πάντα για τη μόρφωση του. Σ’ αυτό το παιδί, λοιπόν, που δεν είχε παλτό, έδωσε το παλτό του μπαμπά μου. Λέει ο Μίμης: «Που είναι το παλτό μου;»…«Ποιο παλτό σου;»…«Αυτό που είχα πάρει τελευταία»…«Αχ, το έδωσα και μην πεις κουβέντα γιατί το παιδί δεν είχε τίποτα να φορέσει»! Που να έλεγε κουβέντα ο άλλος; (γέλια) Μια άλλη φορά που ο πατέρας μου μας είχε πάρει χρυσαφικά για Πρωτοχρονιά, φιλοξενούσαμε στο σπίτι δυο ανιψιές της μάνας μου. Του λέει του Μίμη: «Έχουμε τώρα εδώ τα κορίτσια και ξέρεις από τι φτωχό σπίτι είναι. Αντί να δώσεις τα χρυσαφικά στις κόρες σου, δεν τα δίνεις στα κορίτσια αυτά;» Έτσι έγινε! Εμάς πάλι μας άρεσε όλο αυτό, δεν θυμώναμε, μεγαλώναμε σ’ ένα περιβάλλον αλληλέγγυο.

Είχε σε κάποιο φαΐ προτίμηση ο Μίμης Φωτόπουλος;

Μαγείρευε κάθε μέρα η μάνα μου και του άρεσαν οι κεφτέδες με πουρέ. Ήταν λιγόφαγος, έτρωγε σαν σπουργίτι όταν είχε διπλή παράσταση. Το βράδυ, όταν τέλειωνε, πήγαιναν έξω με τις παρέες του, στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου έτρωγε κανονικά. Δεν έπινε καθόλου, ούτε καν κρασί. Ασκητικά ζούσε, αλλά κάπνιζε μια ζωή Άσο σκέτο. Όχι πολύ, δέκα τσιγάρα τη μέρα. Από τότε που τον θυμάμαι, Άσο σκέτο κάπνιζε, τόσο σταθερός ήταν και σ’ αυτό.

Είχε και ένα άλλο χαρακτηριστικό, από νέος έμοιαζε ωριμότερος φατσικά.

Μα εγώ δεν τον θυμάμαι νέο τον πατέρα μου! Το παρατσούκλι του στο θέατρο ήταν «Γέρος», επειδή είχε βαριά φωνή. Και «Μουγκό» τον έλεγαν, επειδή δεν μίλαγε πολύ, σαν τον Κώστα Χατζηχρήστο που σε τρέλαινε.

Αυτός ο άνθρωπος ο αριστερός, ο ιδεολόγος, πως έβλεπε τις ταινίες του ΝΕΚ, τον Αγγελόπουλο;

Τον «Θίασο» τον είχε δει και του άρεσε πολύ. Το ΄84, ας πούμε, που είχε βγει το «Ταξίδι στα Κύθηρα», εκείνος είχε πάθει το πρώτο καρδιακό και δεν έβγαινε έξω πια. Είχε αδυνατίσει πολύ, γιατί πίστευε ότι τον πείραζε το φαγητό. Πήρε τη σύνταξη και δεν συμπλήρωσε χρόνο, να φανταστείτε. Γενικά, όμως, δεν είχε παρωπίδες, τις παλιές ταινίες του Κούνδουρου και του Κακογιάννη τις σεβόταν πολύ. Τρελαινόταν για τις ιταλικές κωμωδίες του Τζέρμι, τόσο, που είχε έναν δάσκαλο για να μάθει ιταλικά. Ήθελε να πήγαινε στην Ιταλία με τη μάνα μου ένα φεγγάρι. Κάτι που δεν το ξέρει πολύς κόσμος είναι ότι μάθαινε εσπεράντο, μια γλώσσα που λέγανε ότι θα επικρατήσει παγκοσμίως. Ήταν απ’ τα ιδρυτικά μέλη των εσπεραντιστών.

Πότε ξεκίνησε η ενασχόληση του με τα κολάζ γραμματοσήμων;

Ήταν συλλέκτης γραμματοσήμων, όχι φανατικός, ενώ έπαιρνε και στην «ABC» μαθήματα ζωγραφικής.  Γενικώς ήθελε πάντα κάτι να κάνει εκτός από αθλητισμό που δεν το’χε καθόλου. Του λέγαμε να βγει μια βόλτα και απαντούσε πως η γιαγιά του πέθανε 100 ετών και ήταν μονίμως στο κρεβάτι (γέλια). Γίνεται, λοιπόν, το πραξικόπημα του ’67 και ένα μήνα μετά πιάνουν τη μάνα μας. Την πήγαν στη Γιάρο κι εκείνος φρίκαρε! Μας έκοψαν για έξι μήνες το τηλέφωνο και έχασε πολλές δουλειές. Πέρναγε αναγκαστικά πολλές ώρες στο σπίτι του. Κάθε πρωί έβγαινε η αδερφή μου να πάει σχολείο και χαιρετιόταν με τους ασφαλίτες απ’ έξω. Είχε γυρίσει κι η μάνα μας απ’ την εξορία και μια μέρα που έβρεχε, της κάνουμε: «Βρε μαμά, βρέχει κι ο άνθρωπος έξω έχει γίνει μούσκεμα». Απαντούσε εκείνη: «Σιγά μην τον λυπηθούμε τον χαφιέ»…Το διάστημα του εγκλεισμού του στο σπίτι, ο πατέρας μου ασχολήθηκε και με εμάς, φώναξε μάλιστα και τον Πατατζή με τη γυναίκα του να μείνουν στο σπίτι μαζί μας όσο έλειπε η μάνα μας. Έβλεπε τα πολλά γραμματόσημα και λυπόταν να τα πετάξει. Πώς του ήρθε η σκέψη και άρχισε να ζωγραφίζει περιγράμματα και να κολλάει τα γραμματόσημα από πάνω, ολόκληρα ή κομμένα. Έκανε την πρώτη του έκθεση το 1969 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση κι έτσι ξεκίνησε η όλη ιστορία. Μέχρι που πέθανε, ασχολιόταν με τα κολάζ. Πούλαγαν τα έργα του και ακόμη μας τα ζητάνε.

Σαν οικογένεια δεν σας είχε λείψει τίποτα, να υποθέσω.

Ο πατέρας μου εργαζόταν σκληρά, ενώ η μάνα μας εργαζόταν εθελοντικά ως δημοτική σύμβουλος. Είχαμε ανέσεις, αλλά όχι υπερβολές. Δεν αγοράζαμε ρούχα μάρκες, ζούσαμε σαν μια κανονική μεσοαστική οικογένεια.

Έλεγε συχνά όχι σε δουλειές που του πρότειναν;

Του έφερναν συχνά σενάρια και κυρίως θεατρικά. Έρχονταν οι συγγραφείς στο γραφείο του και του τα διάβαζαν. Η αδερφή μου θυμάται που καθόταν κάτω στο χαλί και άκουγε ολόκληρα θεατρικά έργα χωρίς να βγάλει κιχ, διότι αν έβγαζε, θα έφευγε την ίδια στιγμή. Μετά, όταν εγώ γνώρισα τον πρώτο μου άνδρα, τον Αχιλλέα Θεοφίλου, σε πολύ μικρή ηλικία, η αδερφή μου πήγαινε ακόμη στο δημοτικό. Ήμουν 17 χρονών, παντρευτήκαμε στα 20 και στα 21 έκανα τον γιο μου. Ο Θεοφίλου ήταν τότε δημοσιογράφος στην «Αθλητική Ηχώ». Φύγαμε για το Παρίσι, όπου πέσαμε στα γεγονότα του Μάη του ’68. Ήμουν έγκυος και γύρισα το καλοκαίρι, με ακολούθησε ο Αχιλλέας, ξανάφυγε και αυτή η δουλειά γινόταν. Δεν είχε σχέση με τη δισκογραφία, το ’69 μπήκε στη ΜΙΝΟΣ όταν γεννήθηκε ο γιος μας. Τον Αχιλλέα τον ήξερε ο πατέρας μου επειδή μεγάλωσε κι αυτός εδώ απέναντι μας. Ήταν ο παιδικός μου έρωτας, που λέμε. Χώρισα στα 23 μου, αλλά μέχρι σήμερα έχουμε άριστες σχέσεις. Απ’ ότι ξέρω, ο πατέρας μου βοήθησε τον Θεοφίλου να μπει στη δισκογραφία. Είχε μάθει απ’ τον φίλο του τον ζωγράφο Βελούδιο, που έκανε τα εξώφυλλα της ΜΙΝΟΣ, ότι χρειάζονταν κάποιον για μια θέση στην εταιρεία. Του είπε ο Βελούδιος πως είχαν περάσει 70 άτομα για τη θέση αυτή και ο Μάτσας τους είχε διώξει όλους. Ο Μίμης πήγε και βρήκε τον Μάτσα, αλλά αν δεν ήταν καλός ο Αχιλλέας, δεν θα τον κρατούσαν.

Η σχέση του πατέρα σας με τη μουσική ποια ήταν;

Λάτρευε τα αρχοντορεμπέτικα, Σουγιούλ, Χιώτη, Γούναρη. Ρεμπέτικα βαριά δεν ακούγαμε καθόλου στο σπίτι, δεν τα μπορούσε η μάνα μου. Εμείς το ρεμπέτικο το μάθαμε πολύ αργότερα και το λατρέψαμε. Του Μίμη του άρεσε πολύ και η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, που το τραγουδούσε. Όταν μετά μπήκε ο Αχιλλέας στη ΜΙΝΟΣ και το σπίτι μας γέμισε δίσκους, άκουγε και τους νεότερους συνθέτες, τον Κουγιουμτζή, τον Καλδάρα κ.α. Τον θυμάμαι να μας λέει: «Βρε κορίτσια, λείπει η μουσική απ’ το σπίτι» και πήγε και αγόρασε κασέτες μέσα σε φάκελο με Μπετόβεν και Τσαϊκόφσκι. Εννοείται πως του άρεσε πολύ η μουσική του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, είχαμε λιώσει το δίσκο με την «Οδό Ονείρων». Και τα αντάρτικα, επίσης. Ακόμη βρίσκω κασέτες της μάνας μου που πάνω γράφουν «Αντάρτικα». Τη χάσαμε το 2005 στα 84 της, έζησε άλλα 20 χρόνια μετά τον πατέρα μου.  Όλες οι αδερφές της είχαν πεθάνει 95 και 100 ετών, αν δεν την έβρισκε ο καρκίνος, ακόμη θα ζούσε! Της είχε κοστίσει πολύ ο θάνατος του Μίμη, αν και τα βαθύτερα εσώψυχα της, δεν τα εξέφραζε. Τα κρατούσε μέσα της τα προσωπικά της.

Με πολιτικούς είχε σχέσεις ο Φωτόπουλος;

Ήταν ευγενικός όταν πήγαιναν να τον χαιρετίσουν σε κάποια πρεμιέρα και μάλλον αμήχανος. Κρατούσε απόσταση. Τους δεξιούς σίγουρα δεν τους «πήγαινε». Η μάνα μας είχε σχέσεις καλές με τον Λουκή και τη Σύλβα Ακρίτα, όπως και με τον Κακλαμάνη, όταν είχε πρωτοβγεί στο πλευρό του Παπανδρέου. Πρωταπριλιά του ΄67 η μάνα μου είχε κάνει μια φάρσα στη Σύλβα Ακρίτα, που ήταν σπίτι με τον κοινό τους φίλο, τον Γαρδέλη, δήμαρχο Αμαρουσίου. «Έγινε πραξικόπημα» τους είπε, δικαιώνοντας τον πατέρα μου που έλεγε πως η πραγματική κωμικός ήταν η μάνα μας. Κλείνει το τηλέφωνο ο Γαρδέλης και κάνει στη Σύλβα: «Η Μαργαρίτα ήταν! Έγινε πραξικόπημα»! Η δε Σύλβα νόμιζε πως ήταν η Μαργαρίτα Παπανδρέου και χλώμιασαν οι άνθρωποι. Όταν τους ξαναπήρε αμέσως μετά η μάνα μου για να τους πει ότι έκανε πλάκα, της λέει η Σύλβα: «Τι αστείο ήταν αυτό, βρε Μαργαρίτα; Κοντέψαμε να πάθουμε συγκοπή»! Και ύστερα από 20 μέρες έγινε πραγματικά το πραξικόπημα!

Αυτό που καταλαβαίνω, έχοντας σας απέναντι μου, είναι πως όλη σας τη ζωή την περάσατε κοντά στον πατέρα σας.

Όλη μας τη ζωή, έτσι είναι. Μοιραστήκαμε όλοι μαζί τον πόνο της απώλειας του. Τα τελευταία χρόνια έπαιξε σε επιθεωρήσεις με τον Λαζόπουλο. Τους θεωρούσε έξυπνους συγγραφείς αυτόν και τον Ξανθούλη. «Βλάχο – μεγάλο ταλέντο» τον έλεγαν τον Λαζόπουλο μαζί με τον Λειβαδά και τη Σμαρούλα Γιούλη. Εκεί γνώρισε τον Κιμούλη και τον Βαλαβανίδη, όλα αυτά τα παιδιά, που κάνανε στενή παρέα. Την Ασπασία Κράλη, τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου, τον Νίκο Καλογερόπουλο, τον Θέμη Μάνεση. Δίδασκε και για 25 ολόκληρα χρόνια στη σχολή Θεοδοσιάδη.

Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη είχαν ποτέ σχέσεις;

Είχαν παίξει μαζί στο «Ποντικάκι», την πρώτη ταινία της. Δεν είχαν ποτέ σχέσεις. Μία φορά μόνο ακούμε εμείς ότι θα ερχόταν στο σπίτι μας η Βουγιουκλάκη, τότε που ήταν ζευγάρι με τον Πλωρίτη, αρχές του ’60. Κάτι θέλανε να κουβεντιάσουν στη μεγάλη ωραία βεράντα που είχαμε. Ίσως ήταν κι ο Πατατζής σε εκείνο το ραντεβού. Ο πατέρας μου αγρίεψε: «Κανονίστε να έρθει εδώ η Βουγιουκλάκη και να την κοιτάτε σαν αξιοπερίεργο! Καθίστε καλά!» Εγώ που ήμουν 12 χρονών και ήθελα να τη δω από κοντά, πήγα πίσω απ’ τα λουλούδια και τη θυμάμαι μ΄ ένα άσπρο μαντό να μου φαίνεται πολύ αδύνατη. Η αδερφή μου, επειδή μας είχε πει και η μάνα μας να μην την κοιτάμε, είχε κολλήσει με τον Πλωρίτη (γέλια). Νέος, φαλακρός με κάτι υπέροχα μάτια. Ήταν ωραίος άνδρας ο Πλωρίτης. Χαιρετίσαμε, λοιπόν, και φύγαμε. Με την Καρέζη είχαν πιο στενές σχέσεις, αφού μετά την επιτυχία των «Λατέρνων», την πήραν στο θίασο με τον Ηλιόπουλο. Ο Καζάκος επίσης ήταν εξ αγχιστείας συγγενής μας, αφού η Λέλα, η αδερφή του, παντρεύτηκε πρώτο μας ξάδερφο και μένουν εδώ δίπλα.

Σπάνιο πορτρέτο από την εξορία του στο Ελ Ντάμπα

Σας ρώτησα στην αρχή ποια ήταν η πρώτη μνήμη από τον πατέρα σας. Τώρα θέλω να μου πείτε την τελευταία.

Είχε να κάνει ένα διαφημιστικό. Το προηγούμενο βράδυ, 28η Οκτωβρίου, ήμασταν όλοι μαζεμένοι και βλέπαμε κάτι επετειακές ταινίες στην τηλεόραση, με τις οποίες γελούσαμε. Τίποτα δεν προϊδέαζε για το τέλος με τόσα γέλια που κάναμε. Το πρωί που ξύπνησε για να πάει στη δουλειά του, ζήτησε απ’ τη μάνα μου μια γραβάτα. Τον είδε που βγήκε απ’ το μπάνιο και πήγαινε για να ντυθεί. Τον βρήκε ντυμένο πάνω στο κρεβάτι σαν να κοιμόταν. Δεν έδειχνε σαν να ζαλίστηκε και να έπεσε. «Μίμη, τι έπαθες;» τον ρωτάει. Καμία απάντηση. Άρχισε να τον ταρακουνάει! Ειδοποιηθήκαμε όλοι ότι κάτι έπαθε ο παππούς! Ήρθε ο γιατρός και του έκανε μια ένεση στην καρδιά, αδρεναλίνης προφανώς, ήδη όμως είχε «φύγει»…Είχε κιτρινίσει…Καλέσαμε και το 166, αλλά το έδιωξε ο γιατρός του, δεν χρειαζόταν πια κανένα νοσοκομείο. Και κάτω να τον περιμένουν οι συνάδελφοί του που θα πήγαιναν για το διαφημιστικό, η Καφαντάρη και ο Μαυρομάτης. Πήγε κάτω κάποιος από μας και τους είπε: «Ο Μίμης πέθανε»…Τρελάθηκαν! Όλα έγιναν στις 8.20 το πρωί, αλλά εκείνοι ειδοποίησαν αμέσως το ΣΕΗ. Στις 9 άρχισαν να το λένε τα ραδιόφωνα: «Πέθανε ο Μίμης Φωτόπουλος»! Στο μεταξύ, γύρω στις 8, τον είχε δει μια γειτόνισσα που είχε βγει στο μπαλκόνι και χαιρετήθηκαν. Ακούει αυτή μία ώρα μετά ότι πέθανε ο Φωτόπουλος και σκέφτηκε ότι λένε ανακρίβειες και θα τρελαθεί η γυναίκα του άμα το πάρει είδηση. Σας λέω τώρα τι σημαίνει ανακοπή, οξύ έμφραγμα…Και μήπως νομίζετε ότι το συνειδητοποιείς εύκολα; Όταν χάνεις έτσι ξαφνικά τον άλλον, είναι τεράστιο σοκ. Ο Μίμης δεν ήταν πολύ μεγάλος, 73 ετών πέθανε…

Τελειώνοντας αυτή τη μεγάλη συνέντευξη, νιώθετε ένα βάρος, μια ευθύνη, ως κληρονόμοι του Μίμη Φωτόπουλου;

Εγώ όχι τόσο. Η αδερφή μου, ναι, σε ορισμένα πράγματα. Δεν θέλει να εκτίθεται. Ακόμη όμως αναρωτιόμαστε αυτό πως θα φαινόταν στον μπαμπά κλπ. Και τις δυο μας αγαπούσε, αν και η αδερφή μου λέει ότι είχε σε μένα αδυναμία, επειδή ήμουν το πρώτο παιδί στο Φωτοπουλαίικο. Είχα και το όνομα της μάνας του, που της είχε τρομερή αγάπη. Κι αυτή απ’ την ίδια αιτία έφυγε, από ανακοπή. Δεν είχε πάει καν στην κηδεία της, δεν άντεχε να δει τη μάνα του νεκρή. Το βράδυ έπαιξε στο θέατρο και του έκαναν ένεση στο καμαρίνι για να μπορέσει ν’ αντέξει και να μην σωριαστεί. Του είχε στοιχίσει πολύ. Ούτε ποτέ πήγε στο νεκροταφείο. Θυμάμαι πως όταν του είπαν για τον ξαφνικό θάνατο της μάνας του, το 1955, έσκισε όλες τις κουρτίνες απ’ την υπερένταση. Ήταν κι η γιαγιά μου πολύ προχωρημένος άνθρωπος. Μοδίστρα, ήθελε να σπουδάσει τους δυο γιους της αντί να τους στείλει στη δουλειά.

Αν ζούσε, λοιπόν, σήμερα ο Μίμης Φωτόπουλος, πως θα έκρινε την πολιτική κατάσταση;

Θα ένιωθε αηδία, μια λέξη που τη χρησιμοποιούσε! «Αηδία» για την πολιτική κατάντια! Είχε φάει μούντζες η τηλεόραση, δεν φαντάζεστε! Και μεγάλη απογοήτευση θα ένιωθε, που θα την έβγαζε σε κάνα ποίημα ή στα κολάζ του. Το πολύ – πολύ να έβριζε και να εκτονωνόταν.

Στα αριστερά ο Μίμης Φωτόπουλος με τη μητέρα του Άννα και τον μεγάλο αδερφό του Άγγελο