Προβληματισμός για τα όρια της εξουσίας των εταιρειών του ίντερνετ στη διαμόρφωση περιεχομένου για τους χρήστες
Μετά την εισβολή οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το Twitter, το Facebook και το YouTube αρχικά ανέστειλαν και έπειτα απέκλεισαν εντελώς τη δυνατότητα ανάρτησης περιεχομένου στους λογαριασμούς του προέδρου. Σε μια επεξηγηματική ανάρτηση το Twitter επικαλέστηκε την εισβολή και την αποτροπή περαιτέρω εντάσεων και πρόκλησης βίας από τις εμπρηστικές αναρτήσεις του Τραμπ. Πολλοί συνηγόρησαν υπέρ αυτής της κίνησης, ενώ συγχρόνως πολλοί οπαδοί του Τραμπ εξέφρασαν την αγανάκτησή τους. Ο αποκλεισμός αυτός προκαλεί γενικότερους προβληματισμούς για το πόσο μακριά μπορούν να πάνε οι εταιρείες το δικαίωμά τους να διαμορφώνουν το περιεχόμενο που βλέπουν οι χρήστες στις πλατφόρμες τους.
Η κίνηση αυτή αποτέλεσε έναυσμα για τον αποκλεισμό και άλλων φωνών που διέδιδαν ψεύδη ή μετέρχονταν ρητορική μίσους. Το Facebook έχει κατεβάσει μια σειρά από λογαριασμούς κυβερνητικών στελεχών της Ουγκάντας, τα οποία είχαν σκοπό να χειραγωγήσουν τη δημόσια συζήτηση λίγο πριν από τις εκλογές στη χώρα. Εκπρόσωπος επικοινωνίας της εταιρείας δήλωσε ότι αφαιρέθηκαν λογαριασμοί και σελίδες που ενεπλάκησαν σε συντονισμένη μη αυθεντική συμπεριφορά, που πρακτικά σημαίνει ότι χρησιμοποιούσαν ψεύτικα ή πλαστά προφίλ για να διαχειρίζονται σελίδες, να σχολιάζουν αναρτήσεις άλλων χρηστών και να κοινοποιούν συγκεκριμένες αναρτήσεις για να φαίνονται πιο δημοφιλείς απ’ ό,τι είναι.
Η ανάρτηση Πεκίνου για στειρώσεις γυναικών
Σε μια κίνηση που μπορεί να προκαλέσει επιπλέον τριβές στις ήδη τεταμένες διπλωματικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας προχώρησε το Twitter κλειδώνοντας τον λογαριασμό της κινεζικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον. Αιτία αυτής της ενέργειας ήταν μια ανάρτηση που υπερασπιζόταν την πολιτική του Πεκίνου στην περιοχή Σιντζιάνγκ, όπου επικριτές της Κίνας ισχυρίζονται ότι το καθεστώς έχει προχωρήσει σε επιλεκτικές στειρώσεις γυναικών της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων. Συγκεκριμένα, η ανάρτηση ανέφερε πως οι γυναίκες αυτές έπαψαν να είναι «μηχανές παραγωγής μωρών». Το Twitter έκρυψε την ανάρτηση καθώς το περιεχόμενό της παραβίαζε τους όρους χρήσης περί απανθρωποποίησης και κλείδωσε τον λογαριασμό μέχρι ο χρήστης να τη διαγράψει.
Αλλη μια περίπτωση αποκλεισμού που έκανε αίσθηση ήταν εκείνη της Ρεπουμπλικανής βουλευτή Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, η οποία έγινε ευρύτερα γνωστή από τις εξωφρενικές αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαδίδοντας ρατσιστικές απόψεις καθώς και την περίφημη ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας QAnon, που θέλει τον Τραμπ να μάχεται μια σκιώδη ομάδα του βαθέος κράτους που ελέγχει μεταξύ άλλων και ένα κύκλωμα παιδεραστών που έχουν σχέση με τους Δημοκρατικούς… Μετά την απαγόρευση η συγκεκριμένη πολιτικός με ανακοίνωσή της καταφέρθηκε εναντίον της πλατφόρμας που την έκανε διάσημη λέγοντας ότι «φιμώνει συντηρητικές φωνές»!
Θερμοκήπιο ακραίων απόψεων
Επικριτικές φωνές αμφισβητούν τα κίνητρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που απέκλεισαν τους λογαριασμούς του Τραμπ. Εδώ και καιρό κοινωνικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ανοχή κυρίως του Facebook σε ρητορική μίσους και διασπορά ψευδών ειδήσεων. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα λεγόμενα Περήφανα Αγόρια, ακραιφνείς υποστηρικτές του Τραμπ, είχαν για καιρό σελίδες μέσα από τις οποίες ανδρώθηκαν και πλήθυναν τον αριθμό τους.
Ακόμη και για την επίθεση στο Καπιτώλιο υπήρχαν προειδοποιητικά σημάδια, με πληθώρα αναρτήσεων να κάνουν λόγο για εισβολή, εκτοξεύοντας αόριστες απειλές κατά των «κλεφτών των εκλογών» και της «προδοσίας», ρωτώντας τους «πατριώτες» αν είναι «έτοιμοι να πεθάνουν για την πατρίδα». Η διευθύντρια τεχνολογίας της Facebook Σέριλ Σάντμπεργκ υπερασπίστηκε την εταιρεία λέγοντας ότι πρόλαβε την παραπληροφόρηση για τις εκλογές και την ώθηση σε βία, ρίχνοντας το φταίξιμο σε μικρότερες πλατφόρμες που «δεν έχουν τις δικές μας (σ.σ.: του Facebook) δυνατότητες να σταματούν το μίσος».
Οχι και τόσο σπάνια τακτική
Ο αποκλεισμός λογαριασμών σε χρήστες που αναρτούν ακατάλληλο περιεχόμενο δεν είναι τόσο σπάνιο φαινόμενο όσο φανταζόμαστε. Οι διαδικτυακές πλατφόρμες ασκούν με εκπληκτική συχνότητα το δικαίωμά τους να αφαιρούν περιεχόμενο που θεωρούν τουλάχιστον αμφισβητήσιμο. Το Twitter έχει αποκλείσει 70.000 λογαριασμούς που είχαν σχέση με τη θεωρία QAnon, ενώ έχει κατεβάσει πάνω από ένα εκατομμύριο λογαριασμούς που είχαν σχέση με τρομοκρατικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου και του Ισλαμικού Κράτους. Απαγορεύσεις γίνονται όμως και για πιο καθημερινούς λόγους: π.χ. η πλατφόρμα αξιολόγησης επιχειρήσεων Yelp αποκλείει όσους επιχειρηματίες αναρτούν ψεύτικες αξιολογήσεις για τις επιχειρήσεις τους. Το Airbnb απέκλεισε σχεδόν ένα εκατομμύριο χρήστες που αρνήθηκαν να συμφωνήσουν να μην περιλαμβάνεται η διάκριση με βάση τη φυλή στους όρους συμφωνίας, ενώ η Uber διαγράφει όσους οδηγούς δεν διατηρούν υψηλά στάνταρ και επιβάτες που δεν φορούν μάσκα. Πίσω από τις κινήσεις αυτές βρίσκεται και οικονομική λογική: όλες οι πλατφόρμες μετέχουν στη διαφημιστική αγορά και, για να το θέσουμε ωμά, αν δεν κρατήσουν «καθαρό» το μαγαζί τους, οι πελάτες θα φύγουν.
«Χρήζουν άμεσου δημοκρατικού ελέγχου»
Ο Τιερί Μπρετόν, ο Γάλλος επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της Κομισιόν, σε άρθρο γνώμης που έγραψε στην εφημερίδα «Figaro» έφτασε στο σημείο να αποκαλέσει την επίθεση στο Καπιτώλιο «11η Σεπτεμβρίου των κοινωνικών δικτύων», προσθέτοντας: «Οπως ακριβώς η 11η Σεπτεμβρίου μας έδωσε ένα μάθημα για να στραφούμε στην παγκόσμια ασφάλεια, έτσι και το περιστατικό αυτό, 20 χρόνια αργότερα, μας έκανε να καταλάβουμε τον ρόλο που έχουν οι ψηφιακές πλατφόρμες στη δημοκρατία μας».
Επαναδιατυπώνοντας την πεποίθησή του ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες χρήζουν άμεσου δημοκρατικού ελέγχου ο επίτροπος υπογράμμισε ότι «το γεγονός ότι ο εκτελεστικός διευθυντής μιας εταιρείας έχει τη δυνατότητα να σιγάσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ είναι κάτι παραπάνω από προκλητικό» και συμπλήρωσε: «Εάν κάποιος εξακολουθεί να έχει αμφιβολία ότι οι online πλατφόρμες συνιστούν συστημικό κίνδυνο για τις κοινωνίες και τις δημοκρατίες μας, τα τελευταία γεγονότα στις ΗΠΑ δίδουν την απάντηση».
Στην Ευρωπαϊκή Ενωση πάντως η σχετική συζήτηση έχει ανοίξει από καιρό σε συνδυασμό με την προσπάθεια να αποφευχθούν μονοπωλιακές καταστάσεις και να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση των καταναλωτών σε ευρύ φάσμα ασφαλών προϊόντων και υπηρεσιών στο διαδίκτυο με κανόνες όπως αυτοί που ισχύουν και εκτός διαδικτύου.