Η κυβερνητική επιλογή να κρατηθεί ψηλά στραγγαλίζει τα νοικοκυριά, συμπιέζει τον τζίρο των επιχειρήσεων, παράγει νέα χρέη και υπονομεύει τις αναπτυξιακές προοπτικές.
Tην περασμένη εβδομάδα η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε ότι το 2022 έκλεισε με ανάπτυξη 5,9% και με το ΑΕΠ σε όρους όγκου (αφαιρουμένης δηλαδή της επιρροής του πληθωρισμού) στα 192,1 δισ. ευρώ. Η επίδοση είναι υψηλότερη από την πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ανάπτυξη 5,6%, άρα μπορεί να θεωρηθεί καλή. Κρύβει όμως μια αδυναμία της ελληνικής οικονομίας αν ληφθεί υπόψη ότι το 2019 η Ελλάδα είχε ΑΕΠ σε συγκρίσιμους όρους όγκου (αφαιρουμένης δηλαδή της επιρροής του αποπληθωρισμού) 194,2 δισ. ευρώ. Με δυο λόγια, δύο χρόνια μετά το τέλος της πανδημίας η ελληνική οικονομία ακόμη δεν έχει καταφέρει να ανακάμψει στα επίπεδα του 2019.
Βεβαίως, αν δούμε τα ίδια μεγέθη σε τρέχουσες τιμές η εικόνα αλλάζει. Το 2019 η Ελλάδα είχε ακόμη αποπληθωρισμό λόγω των περιοριστικών πολιτικών που ασκήθηκαν επί μια δεκαετία, επομένως το ΑΕΠ του 2019 σε τρέχουσες τιμές ήταν 187,5 δισ. ευρώ. Το ΑΕΠ του 2022 σε τρέχουσες τιμές ήταν λόγω πληθωρισμού 208 δισ. ευρώ.
Επιδιώκοντας την επενδυτική βαθμίδα
Και επειδή η επιλογή της ΝΔ να αφεθεί ανεξέλεγκτος ο πληθωρισμός στην ενέργεια ώστε να διασπείρει υψηλό πληθωρισμό σε όλη την οικονομία μόνο και μόνο για να κάνει το χατίρι ενός ενεργειακού ολιγοπωλίου αποτελούμενου από τέσσερις παραγωγούς δεν βγάζει εύκολα νόημα, αναρωτιέται κανείς αν τελικά το σχέδιο της ΝΔ ήταν να εκθρέψει συνειδητά τον υψηλό πληθωρισμό στη χώρα μας με άλλο σκοπό: να πετύχει την έστω και τεχνητή μείωση της αναλογίας του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Πράγματι το 2022, με το (πληθωρισμένο) ΑΕΠ στα 208 δισ. ευρώ και το δημόσιο χρέος στα 353,43 δισ. ευρώ, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας περιορίζεται στο 177,6%, δίνοντας βάση στον κάθε ξένο αναλυτή ώστε να βγαίνει και να λέει ότι η χώρα μας πέτυχε ένα θαύμα μειώνοντας το δημόσιο χρέος της με τον ταχύτερο ρυθμό στην Ιστορία. Με δεδομένο ότι η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας υπήρξε βασικός προεκλογικός στόχος της ΝΔ και έως τις παραμονές της εθνικής τραγωδίας στα Τέμπη υπήρχαν δημοσιεύματα που επέμεναν ότι δρομολογείται αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από ιδρύματα που έχουν πάρει κρατικές «δουλειές» με καλές προμήθειες από την κυβέρνηση και θέλουν να βοηθήσουν τη Νέα Δημοκρατία να ξαναπάρει τις εκλογές, η συγκεκριμένη υπόθεση είναι πολύ πιθανό να αληθεύει.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η κυβερνητική επιλογή να αφεθεί ανεξέλεγκτος ή ακόμη και να τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός, που διαβρώνει πολύ περισσότερο τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, υπήρξε επιλογή και κοινωνικά άδικη και οικονομικά προβληματική, γιατί στραγγαλίζει τα νοικοκυριά, συμπιέζει τους τζίρους των επιχειρήσεων, παράγει νέα χρέη και τελικά υπονομεύει κάθε αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Μάλιστα αυτό συμβαίνει ιδίως επειδή η ανεξέλεγκτη πληθωριστική έκρηξη σημειώνεται παράλληλα με την αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε μια χώρα με ακόμη ανοιχτό το μεγάλο τραύμα του «κοκκινίσματος» εκατοντάδων χιλιάδων δανείων στα χρόνια της κρίσης χρέους και με ένα τεράστιο ιδιωτικό χρέος ύψους 270 δισ. ευρώ ακόμη σε εκκρεμότητα. Για τον λόγο αυτό τράπεζες και επιχειρήσεις γίνονται ιδιαίτερα επιφυλακτικές στην αύξηση του δανεισμού υπό τις παρούσες συνθήκες, γίνεται ξανά αρνητική η ροή του χρήματος από τις τράπεζες προς την οικονομία και η εξέλιξη αυτή δίνει το τελειωτικό χτύπημα στις αναπτυξιακές προοπτικές.
Μείωση καταθέσεων, αύξηση οφειλών
Η ανησυχητική αυτή εικόνα μάλιστα αρχίζει ήδη να αποτυπώνεται στα οικονομικά στοιχεία και στις έρευνες που δίνουν διάφορες πηγές τις τελευταίες βδομάδες, από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και την ΑΑΔΕ έως την εταιρεία μέτρησης της κατανάλωσης IRI και την ΕΣΕΕ, στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν:
Πρώτον, ότι από τον Ιανουάριο του 2023 υπάρχει μείωση των καταθέσεων των νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Προφανώς τα εισοδήματα των νοικοκυριών δεν αρκούν για να καλύψουν το αυξημένο κόστος ζωής και «τρώνε από τα έτοιμα» αποσύροντας χρήματα από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ενώ οι επιχειρήσεις εξαντλούν ταμειακά διαθέσιμα για να καλύψουν υποχρεώσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 1,4 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο, υποχωρώντας στα 139,8 δισ. ευρώ. Σημειωτέον ότι οι καταθέσεις των επιχειρήσεων άρχισαν να εμφανίζουν ισχυρή πτωτική τάση από τον περασμένο Οκτώβριο, ενώ οι καταθέσεις των νοικοκυριών εμφανίζουν αυξομειώσεις εδώ και ένα τρίμηνο. Δεύτερον, ότι το 2022 έκλεισε με φουσκωμένες κατά 25% τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία έναντι του προηγούμενου έτους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ οι φορολογούμενοι άφησαν απλήρωτους φόρους ύψους 7,29 δισ. ευρώ το 2022 έναντι 5,79 δισ. ευρώ το 2021, δηλαδή 1,5 δισ. ευρώ παραπάνω. Από αυτούς τους οφειλέτες της εφορίας περίπου ένας στους δύο (το 53,4%) χρωστάει ποσά έως 500 ευρώ. Δηλαδή ποσά μικρά, που υποδεικνύουν ότι αυξάνονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που λόγω ακρίβειας και μείωσης τζίρου δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν εγκαίρως στις υποχρεώσεις τους προς την εφορία και όχι ότι αυξάνονται οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Τρίτον, ότι η μείωση της κατανάλωσης στα τρόφιμα και τα άλλα είδη πρώτης ανάγκης λόγω του υψηλού πληθωρισμού αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, για τον Ιανουάριο του 2023 τα στοιχεία της εταιρείας μέτρησης της κατανάλωσης IRI έδειξαν ότι οι πωλήσεις μειώθηκαν κατά 2,5% σε όγκο αλλά αυξήθηκαν κατά 7% σε αξία. Η πτώση της κατανάλωσης συνδέεται με τις νέες αυξήσεις τιμών προϊόντων που σημειώθηκαν στο ράφι με την είσοδο του 2023, με τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις βάσει των στοιχείων της IRI να καταγράφονται στα προϊόντα για το σπίτι με 14,6%, στα προϊόντα προσωπικής υγιεινής και φροντίδας με αύξηση 10,9% και στα τρόφιμα με 8,9% (με τα γαλακτοκομικά να καταγράφουν την υψηλότερη αύξηση 17,8%). Παράλληλα, λόγω και του «καλαθιού» του Αδωνη Γεωργιάδη που περιλαμβάνει πολλά προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, υπήρξε σημαντική μετακίνηση των καταναλωτών που προσπαθώντας να μειώσουν τον λογαριασμό του σουπερμάρκετ στράφηκαν προς τα φτηνότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αυξάνοντας έτσι το μερίδιό τους στο 17,7% του συνόλου, δηλαδή σε επίπεδα που είχαν φτάσει παλιότερα, το 2012, στις μέρες της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Σε εποχή πιστωτικής συρρίκνωσης
Τέταρτον, ότι μπήκαμε ξανά σε εποχή πιστωτικής συρρίκνωσης, με την έννοια ότι οι τράπεζες αρχίζουν να απορροφούν κάθε μήνα από την οικονομία περισσότερο χρήμα από όσο δίνουν λόγω της μείωσης του τραπεζικού δανεισμού. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ οι τράπεζες άρχισαν να περιορίζουν τον δανεισμό προς την οικονομία από το περασμένο καλοκαίρι, με αποτέλεσμα η καθαρή χρηματοδότηση να έχει γίνει αρνητική από τον περασμένο Σεπτέμβριο για τα στεγαστικά δάνεια και από τον περασμένο Οκτώβριο για τις επιχειρήσεις. Η τάση αυτή δεν είναι ακόμη παγιωμένη πλήρως, π.χ. τον Δεκέμβριο του 2022 οι τράπεζες έδωσαν δάνεια και υπήρξε θετική καθαρή ροή χρήματος 2,94 δισ. ευρώ προς την οικονομία. Ομως τον Ιανουάριο η τάση αντιστράφηκε ξανά και η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα έγινε αρνητική κατά 2,021 δισ. ευρώ. Που θα πει ότι οι τράπεζες εισέπραξαν τον Ιανουάριο του ’23 από νοικοκυριά και επιχειρήσεις από δόσεις και εξοφλήσεις δανείων 2 δισ. ευρώ παραπάνω από όσα έδωσαν για νέα δάνεια, συνθήκη η οποία σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό αναμένεται να ασκήσει έντονα υφεσιακή επιρροή στην οικονομία.
Διεύρυνση των ανισοτήτων δείχνει η έκθεση της ΕΣΕΕ
Πέμπτον, την ισχυρή αβεβαιότητα και τον προβληματισμό που επέδειξε ο εμπορικός κόσμος για τους τρόπους με τους οποίους ο υψηλός πληθωρισμός αυξάνει τις ανισότητες ανάμεσα στους κλάδους και στα μεγέθη των επιχειρήσεων και καταγράφηκε στην ετήσια έκθεση της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ). Επιβεβαιώνοντας τη μεγάλη ανάκαμψη του τζίρου των εμπορικών επιχειρήσεων στα 155 δισ. ευρώ με αύξηση κατά 12,7% έναντι του 2021, η έκθεση της ΕΣΕΕ διευκρίνισε ότι αυτά τα μεγέθη αποτελούν κατά βάση απόρροια του πληθωρισμού, όπως δείχνει το γεγονός ότι η μεγάλη ανάπτυξη κατευθύνθηκε στους κλάδους «καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων» (αύξηση 29,3%) που είχε τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις.
Ενώ παράλληλα ανέδειξε τη διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στους «μεγάλους» και τους «μικρούς» του κλάδου, τονίζοντας ότι ενώ από τη μια οι εμπορικές ΑΕ και ΕΠΕ πέτυχαν αύξηση καθαρών κερδών κατά 69,4% το 2023, από την άλλη μεριά οι μικρομεσαίοι του κλάδου τελούν υπό τριπλή παγίδα ευθέως συναρτώμενη με τον υψηλό πληθωρισμό, που αποτελείται από τις μειωμένες πωλήσεις λόγω της υποχώρησης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, το αυξημένο λειτουργικό κόστος πρωτίστως λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας και το εύθραυστο τού χρέους, που γίνεται εύκολα επισφαλές σε συγκυρίες μεγάλης αύξησης επιτοκίων όπως η τρέχουσα.
Επηρέασε την κατανάλωση η φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας από το 2008 έως το 2021
Εχει γραφτεί πολλές φορές ότι η Ελλάδα εισήλθε στην εποχή των πληθωριστικών πιέσεων με μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της ήδη φτωχό λόγω της πολύχρονης οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat το 2021 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (PPS) διαμορφώθηκε στο 64,6% του μέσου όρου της ΕΕ των 27, στην προτελευταία θέση πριν από τη Βουλγαρία (55%).
Η τάση αυτή επιβεβαιώθηκε ξανά από την ετήσια έκθεση της ΕΣΕΕ, που επιχειρώντας να εξηγήσει πώς ο υψηλός πληθωρισμός επηρεάζει δυσμενώς τον κλάδο του εμπορίου έκανε αναφορά στην ευρεία φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας ανάμεσα στο 2008 και το 2021 και περιέγραψε τους μετασχηματισμούς που η ιστορική αυτή αλλαγή προκάλεσε στην καταναλωτική δαπάνη. Συγκεκριμένα, στην έκθεση της ΕΣΕΕ αναφέρεται πως ανάμεσα στο 2008 και το 2021 η κατανομή του αριθμού των νοικοκυριών ανά εισοδηματική κατηγορία μεταβλήθηκε δραστικά, με μείωση των πλούσιων νοικοκυριών (με εισόδημα 2.801-3.500 και 3.501 και άνω) από το 35% του συνόλου το 2008 στο 18,5% το 2021 και με αύξηση των μεσαίων και των φτωχών. Αποτέλεσμα αυτής της μεταβολής υπήρξε μια σημαντική πτώση της τάξης του 32,9% ή κατά ένα τρίτο στη συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών από το 2008 έως το 2021, που ήρθε ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων κρίσεων – χρέους και πανδημίας. Κατά την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια το 2019 τα φτωχά νοικοκυριά, με εισόδημα μέχρι 750 ευρώ και από 751 έως 1.100 ευρώ, είχαν τη μεγαλύτερη αύξηση της κατανάλωσης, τονίζει η ΕΣΕΕ. Αντίθετα, μετά το τέλος της πανδημίας, το 2021, την κατανάλωσή τους αύξησαν κυρίως τα πλουσιότερα νοικοκυριά των εισοδηματικών κατηγοριών από 3.501 ευρώ και άνω, από 1.101 έως 1.450 ευρώ και από 1.801 έως 2.200 ευρώ.
Ολες αυτές οι εξελίξεις, καταλήγει η ΕΣΕΕ, έφεραν αλλαγές στη δομή της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, με αύξηση της δαπάνης για τρόφιμα και μη οινοπνευματώδη ποτά από 16,4% το 2008 σε 22% το 2021, με σταθερά πτωτική τροχιά της δαπάνης για οικιακές συσκευές και δραματική πτώση της δαπάνης για ένδυση και υπόδηση κατά 60% και κατά 56% αντίστοιχα από το 2008 έως το 2021 – αλλαγές χαρακτηριστικές μιας εκπτώχευσης της κοινωνίας, θα προσθέταμε.