Η μελέτη Λύτρα παρουσιάζει μια θνησιμότητα διασωληνωμένων ασθενών Covid-19 εκτός ΜΕΘ που αγγίζει το απόλυτο. Η μελέτη δέχτηκε κριτική επειδή τα αποτελέσματά της έχουν αναμφίβολα κοινωνικές προεκτάσεις. Και δημιουργεί ερωτήματα. Είναι πράγματι η θνησιμότητα διασωληνωμένων ασθενών Covid-19 εκτός ΜΕΘ τόση και γιατί;
Για τους εντατικολόγους, αλλά και για πολλούς άλλους ιατρούς και επιστήμονες διεθνώς είναι εύλογη η απάντηση. H αντιμετώπιση της βαριάς νόσου απαιτεί περιβάλλον εντατικής φροντίδας. Απαιτεί εξειδικευμένο, έμπειρο και επαρκές προσωπικό και ανάλογο εξοπλισμό. Αυτά δεν μπορεί να διατεθούν σε ένα απλό τμήμα νοσοκομείου ή στο σπίτι. Όταν η ιατρική φροντίδα δεν βρίσκεται στο απαιτούμενο επίπεδο μοιραία θα επιβαρυνθεί σημαντικά και αρνητικά η έκβαση όχι μόνο στην Covid-19, αλλά και σε κάθε σοβαρή κλινική κατάσταση.
Η υψηλή θνησιμότητα των διασωληνωμένων ασθενών εκτός ΜΕΘ έχει υπογραμμιστεί σε πολλές μελέτες και όχι μόνο στη μελέτη Λύτρα και δυστυχώς είναι αναμενόμενη. Είναι λυπηρό και ακαδημαϊκά ανέντιμο να απαξιώνονται μια μελέτη και ο συγγραφέας της αν το αποτέλεσμα της ίδιας της μελέτης δεν είναι αυτό που θέλουμε. Η δε κριτική σε ένα επιστημονικό κείμενο είναι αυτονόητη, αλλά οφείλει να είναι επίσης τεκμηριωμένη, αν θέλουμε η συζήτηση να έχει ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά και να είναι παραγωγική.
Θα μπορούσε άραγε να ισχύει ότι οι ασθενείς Covid-19 που νοσηλεύτηκαν διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ ήταν οι πιο βαριά νοσούντες; Ή να ήταν ανεμβολίαστοι; Οχι. Σε κανένα νοσοκομείο στην Ελλάδα δεν υπήρξε αλγόριθμος επιλογής διασωληνωμένων στη ΜΕΘ ή εκτός ΜΕΘ βάσει της βαρύτητας νόσου ή της εμβολιαστικής κάλυψης.
Προκύπτει όμως κι ένα άλλο ερώτημα. Η θνησιμότητα στις ΜΕΘ Covid-19 είναι υψηλότερη σε σχέση με ό,τι αναφέρεται π.χ. πανευρωπαϊκά; Πιθανότατα ναι. Αν θέλει κάποιος να προσεγγίσει σοβαρά αυτό το ερώτημα, μπορεί να δει δύο στοιχεία: α) αν τα περιστατικά μέσα στις ελληνικές ΜΕΘ αφορούν τους πιο βαριά πάσχοντες σε σχέση με αυτά των ευρωπαϊκών (η ανεπάρκεια κλινών εύκολα οδηγεί επαγωγικά στο να νοσηλεύονται τα πιο βαριά περιστατικά) και β) τη σχέση νοσηλευτών/ασθενών στη μέση ελληνική και σε μια ευρωπαϊκή ΜΕΘ που πετυχαίνει καλούς δείκτες έκβασης. Αυτά απαντούν ικανοποιητικά στο ερώτημα.
Η πανδημία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Θα ήταν καλό να δούμε προσεκτικά τα διαθέσιμα δεδομένα και να προβληματιστούμε από ό,τι είδαμε ήδη μπροστά μας για να διαμορφώσουμε ένα καλύτερο σχέδιο για το μέλλον. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε επαρκή αριθμό άρτια εξοπλισμένων ΜΕΘ. Βέβαια αυτό προϋποθέτει να προχωρήσουμε χωρίς να κρύβουμε ή να αρνούμαστε τα αυτονόητα.
Ο Δημοσθένης Μακρής είναι Καθηγητής Εντατικής Θεραπείας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας