Μια ανάλυση για το βιβλίο του Ανδρέα Στεργίου «Η ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο. Αντίσταση στο μέλλον»
* Ο Λάμπρος Φλιτούρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Το να επιχειρήσει κάποιος να μιλήσει για τις ελληνοτουρκικές διαφορές ενείχε πάντα έναν εύλογο βαθμό δυσκολίας. Το εγχείρημα απαιτεί γνώσεις ιστορίας, διεθνών σχέσεων, διεθνούς δικαίου, γεωπολιτικής και κυρίως ψυχραιμία. Για δεκαετίες η δημοσιοποίηση απόψεων για το ζήτημα υπαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από την επικράτηση στον δημόσιο λόγο της άποψης ότι για τα «εθνικά ζητήματα» οι επιστημονικές απόψεις δεν μπορούν να απέχουν από τη διαχαραγμένη επίσημη εθνική γραμμή. Είναι εντυπωσιακό ότι η υποχρέωση αυτή των επιστημόνων υφίσταται ακόμη και σε χρονικές περιόδους στις οποίες δεν υπάρχει καν μια επίσημη εθνική γραμμή! Οταν ο επιστήμονας τελικά καταφέρνει να δημοσιοποιήσει τα πορίσματα της έρευνάς του βρίσκεται απέναντι στην ευπρόσδεκτη κριτική ειδικών, αλλά κυρίως απέναντι σε μη επαΐοντες δημοσιολογούντες που αντιμετωπίζουν τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα ως πεδίο ύπαρξης της μίας και αδιαπραγμάτευτης αλήθειας, της δικής τους. Εχει αποδειχθεί ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι απλή υπόθεση αντιπαράθεσης του καλού με το κακό, πολλώ δε μάλλον όταν το πεδίο αντιπαράθεσης, το Αιγαίο, διαμορφώνει καταλυτικά τα κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά πλαίσια της συνύπαρξης των δύο λαών. Η ελληνοτουρκική συμβίωση χαρακτηρίζεται εμφανώς από διαρκή δυσπιστία, εχθρότητα και την ανάδειξη εθνικών στερεοτύπων ως βασικών κανόνων άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Η κυριαρχία στον δημόσιο λόγο ενός υπερευαίσθητου εθνικιστικού κλίματος υποχρεώνει συχνά σε αναδίπλωση την επιστημονική έρευνα ώστε να… μην προκαλέσει το κοινό αίσθημα.
Μέσα σε οχτώ πυκνογραμμένα και τεκμηριωμένα κεφάλαια ο καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ανδρέας Στεργίου θέτει με τόλμη το ζήτημα σε μια βάση που ξεφεύγει από τις εθνοκεντρικές προσεγγίσεις και αναλύει τη διένεξη στο Αιγαίο ως πρόβλημα που μπορεί να μετατραπεί σε λύση των πολυποίκιλων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι δυο λαοί.
Ξεκινώντας από μια απαραίτητη ανάλυση των διεθνών συνθηκών και της διεθνούς νομολογίας, ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι τα επίδικα για τα οποία διαφωνούν κατά καιρούς τα δύο μέρη (υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα ζώνη, ΑΟΖ, FIR, στρατιωτικοποίηση των νησιών κ.ά.) είναι υπαρκτά μόνο αν και τα δύο μέρη τα αποδέχονται ως τέτοια. Πώς να συζητήσεις για κάτι που ένα από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη δεν αναγνωρίζει ως διαφιλονικούμενο; Η ιστορικά μοναδική αυτή παραδοξότητα παρουσιάζεται με τρόπο εύληπτο και τεκμηριωμένο. Στη συνέχεια επιχειρείται η επανεξέταση βασικών παραμέτρων που διαμόρφωσαν τις ελληνοτουρκικές διαφορές, όπως το κυπριακό, οι πολιτειακές αλλαγές στην Ελλάδα (1974) και την Τουρκία (1980 και 1983), η αλλαγή των ισορροπιών κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, η ανάδειξη του Ερντογάν στην εξουσία κ.ά. Ο Στεργίου θεωρεί –και ορθώς– ότι η διαμάχη έχει λάβει τη μορφή «παγιωμένης μη-σύγκρουσης», με περιστασιακές εκρήξεις που έφεραν τις δύο χώρες αρκετές φορές κοντά σε θερμά επεισόδια (1976, 1987, 1996, 2020). Η μελέτη θέτει ερωτήματα που υπό διαφορετικές/φυσιολογικές συνθήκες δεν θα αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης. Θα ήταν δυνατόν να πειστούν οι λαοί ότι η συζήτηση οφείλει να μετεξελιχθεί σε διαπραγμάτευση ώστε να έχει νόημα η όλη διαδικασία; Αλλά αν η Ελλάδα προσέλθει στη συζήτηση αποδεχόμενη ως μοναδικό θέμα την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, η Τουρκία θα το δεχτεί; Και αν η Τουρκία συζητάει μόνο για θέματα που έχουν απορριφθεί από την Αθήνα (γκρίζες ζώνες, αποστρατιωτικοποίηση νησιών Αιγαίου, FIR Αθηνών) ή θέματα που αμφισβητούν την ισχύ της Συνθήκης της Λωζάννης, είναι δυνατόν η όποια ελληνική κυβέρνηση να αποδεχτεί τον διάλογο χωρίς να καταρρεύσει την επομένη κατηγορούμενη για εθνική μειοδοσία;
Το γεγονός ότι η Ελλάδα και η Τουρκία είναι υποχρεωμένες να συνυπάρχουν στην εύφλεκτη ανατολική Μεσόγειο αποτελεί σημαντικό στοιχείο της προσέγγισης του Στεργίου. Η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών την περίοδο 2019-20 αναλύεται με ενάργεια και ξεκαθαρίζει το ζήτημα των διακρατικών αξόνων συνεργασίας που σχηματίστηκαν στην περιοχή (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ – Αίγυπτος, τουρκολιβυκό μνημόνιο). Η συσσώρευση έντασης και αντικρουόμενων συμφερόντων σε μια στενή ζώνη της Μεσογείου μοιάζει και είναι εκρηκτική. Η ανάγνωση του θέματος οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών που προτείνεται μας οδηγεί να καταλάβουμε την επικινδυνότητα των αρνητικών συνεπειών του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Καινοτομώντας ο Στεργίου θέτει το ζήτημα της διένεξης στο πλαίσιο μιας «πράσινης» γεωπολιτικής προοπτικής και προτείνει τη συνεργασία στο Αιγαίο ως ευκαιρία επίλυσης της διένεξης και όχι ως κατάρα. Σε δυο χώρες που υποφέρουν εξίσου από τη σεισμική δραστηριότητα λαμβάνουν χώρα ανησυχητικές κλιματολογικές αλλαγές, εκδηλώνονται σε ετήσια βάση πρωτοφανείς δασικές πυρκαγιές, ακραίοι καύσωνες και πλημμύρες με ανθρώπινα θύματα, καταστροφές στις υποδομές και μεγάλο αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Ενώ η Μεσόγειος αναγνωρίζεται ως μια από τις περιοχές που θα επηρεαστούν περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, Αθήνα και Αγκυρα ερίζουν για την πρωτοκαθεδρία στις γεωτρήσεις. Ο ανταγωνισμός για την εξασφάλιση ελέγχου των ορυκτών καυσίμων και η επέκταση των ΑΟΖ είναι κατά τον συγγραφέα παρωχημένες πρακτικές. Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω για την ηπιότητα του χαρακτηρισμού. Είναι μια πρακτική περιβαλλοντικά εγκληματική. Τεκμηριώνοντας όλες τις οικολογικές απειλές, άμεσες και έμμεσες, ορατές και μη, που προκαλεί ο ενεργειακός ανταγωνισμός, ο συγγραφέας προτείνει να εγκαταλειφθούν οι παραδοσιακές πολιτικές λογικές και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Οι απειλές για τη βιοποικιλότητα, οι προκλήσεις της κλιματικής ασφάλειας και η περιβαλλοντική υποβάθμιση μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με κοινές διασυνοριακές ενέργειες. Κι αυτό πρέπει να γίνει σήμερα, προτού να είναι αργά και για τους δύο λαούς.
INFO
Το βιβλίο «Η ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο. Αντίσταση στο μέλλον» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική (μτφ. Γ. Χρηστίδης, πρόλογος Π. Τσάκωνας)