Μια συζήτηση με τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Εκατό χρόνια κλείνουν φέτος από την ίδρυση της σχολής Μπαουχάους και ακόμη και σήμερα υπάρχει ένας ανοιχτός ζωντανός διάλογος σχετικά με το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα που, παρά τον βραχύ του βίο, επηρέασε γενιές και γενιές σκέψης και δημιουργίας. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε έχει προγραμματιστεί στις 14 Νοεμβρίου ομιλία του Παναγιώτη Τουρνικιώτη, καθηγητή της Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής και διευθυντή του Εργαστηρίου Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Λίγες ημέρες πριν από την ομιλία του είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε σχετικά με τον μύθο και την πραγματικότητα του Μπαουχάους στην Ελλάδα.
Ο κρίσιμος ρόλος του Γιάννη Δεσποτόπουλου
Λίγες και έμμεσες ήταν οι επιρροές του Μπαουχάους στην ελληνική πραγματικότητα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Για πρώτη φορά η σχολή αναφέρεται στον εγχώριο Τύπο σε δημοσίευμα που αφορά τον περιορισμό των ελευθεριών στη Γερμανία τα χρόνια του ναζισμού. «Η πρώτη ουσιαστική ενημέρωση που έχουμε για το Μπαουχάους έρχεται μέσα από τα βιβλία του που φτάνουν στη βιβλιοθήκη του Πολυτεχνείου περίπου το 1930. Πρόκειται για σχεδόν τις μισές από τις εκδόσεις του Μπαουχάους που είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε στη γερμανική γλώσσα. Ομως αν και την εποχή εκείνη υπήρχαν κάποιοι σπουδαστές που διάβαζαν γερμανικά, οι περισσότεροι γνώριζαν γαλλικά» λέει ο κ. Τουρνικιώτης. Τον καιρό που εξελίσσεται το Μπαουχάους έχει πολύ μικρό απόηχο στην Ελλάδα. Ο αντίκτυπός του έρχεται κυρίως μαζί με τη φήμη του μέσα από τη διασπορά των δασκάλων του στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη.
Στην ουσία το πνεύμα του καλλιτεχνικού αυτού ρεύματος ήρθε στην Ελλάδα μέσω του Γιάννη Δεσποτόπουλου ο οποίος βρέθηκε στη Γερμανία με στόχο να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Αν και πέρασε από τη σχολή του Μπαουχάους, παρέμεινε εκεί λιγότερο από έναν χρόνο γιατί ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, κάτι που δεν θα μπορούσε να επιτύχει εκεί καθώς η σχολή δεν απένειμε διπλώματα. Στην αρχή του πολέμου ο Δεσποτόπουλος εκλέχτηκε καθηγητής στο Πολυτεχνείο, όπου δίδαξε μέχρι το 1947 και επηρέασε με το πνεύμα του Μπαουχάους την ελληνική αρχιτεκτονική σχολή. «Μια πολύ σημαντικότερη επιρροή ήρθε μεταπολεμικά, κυρίως στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60, όταν αφενός το Μπαουχάους είχε αναγνωριστεί και αφετέρου έφτασαν στην Ελλάδα για διάφορους λόγους άνθρωποι που σχετίζονταν με αυτό. Ο ιδρυτής του Βάλτερ Γκρόπιους σχεδίασε την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, ένα κτίριο που μορφολογικά δεν θυμίζει Μπαουχάους».
Την ίδια εποχή ο Τζέιμς Σπάγερ, μαθητής του Μις φαν ντερ Ρόε, ήταν προσκεκλημένος διδάσκων στην Αρχιτεκτονική Σχολή, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια επηρεάζοντας πολύ τους νέους σπουδαστές του. «Και πάλι όμως πρόκειται για έμμεση επιρροή. Νομίζω ότι εκεί που πραγματικά αναδείχτηκε το Μπαουχάους ως επιρροή ήταν όταν επέστρεψε ο Δεσποτόπουλος και ανέλαβε να διδάξει στη δεκαετία του ’60 και οι μαθητές του ο Τάσος Μπίρης, ο Καλυβίτης, ο Λεονάρδος, ο Λιακατάς, η Μιλένα Παναγιωτοπούλου ανακάλυψαν εκ νέου αυτό το ρεύμα και το χρησιμοποίησαν ως μεθοδολογία στη διδασκαλία των νέων αρχιτεκτόνων». Ηταν πλέον η εποχή της διοργάνωσης των μεγάλων εκθέσεων που το αφορούσαν, υπήρξαν αρκετά δημοσιεύματα στον Τύπο και άρχισε να δημιουργείται σχετική βιβλιογραφία.
Η στήριξη της βιομηχανικής παραγωγής
Οι δάσκαλοι του Μπαουχάους υπήρξαν πάρα πολύ σημαντικοί αλλά ετερόκλητοι, γι’ αυτό και πολλοί από αυτούς έφυγαν από τη σχολή. Αλλαξαν οι διευθυντές και μαζί άλλαξε και το ίδιο το ρεύμα. Υπήρξε άραγε ποτέ ενιαίος χαρακτήρας; «Η ενότητα του Μπαουχάους αποτελεί περισσότερο μια δική μας φαντασίωση η οποία ήρθε αναδρομικά μέσα στην ιστοριογραφία, παρά κάτι που θα έλεγε κανείς ότι χαρακτήριζε το ίδιο. Παρά ταύτα υπήρχε μια κεντρική ιδέα που αφορούσε την πολιτική, κοινωνική και συνεργατική αντίληψη. Το Μπαουχάους ενδιαφέρεται για τους πολλούς, για τους φτωχούς, ενδιαφέρεται όμως και για τους βιομήχανους» τονίζει ο κ. Τουρνικιώτης. Στόχος ήταν η στήριξη της βιομηχανικής παραγωγής ώστε φτηνά και ποιοτικά προϊόντα να φτάσουν στα χέρια των περισσοτέρων. «Είναι πολύ ωραίο ως ιδέα ωστόσο σαν σχήμα δεν συνέβη ποτέ, διότι τα αντικείμενα που παράχθηκαν βιομηχανικά ή σχεδόν βιομηχανικά –είτε ήταν καρέκλες είτε τσαγιέρες– ήταν πάντα πολύ ακριβότερα από τα φτηνά προϊόντα της καθημερινής ζωής».
Στο πεδίο της αρχιτεκτονικής την περίοδο της Βαϊμάρης ξεκίνησε μια προσπάθεια τυποποίησης και προκατασκευής. Υλοποιήθηκε πειραματικά μέσα από έναν μεγάλο πρότυπο οικισμό του οποίου ο απόηχος έφτασε μέχρι την Ελλάδα. «Το 1924-25 στη Μακεδονία κατασκευάστηκαν 10.000 προσφυγικές κατοικίες από την επιτροπή αποκατάστασης προσφύγων. Επικεφαλής ήταν ο αρχιτέκτονας Φρεντ Φόρμπατ, μέλος της ομάδας του Γκρόπιους στο Μπαουχάους της Βαϊμάρης. Ο Φόρμπατ επέστρεψε στην Ελλάδα το 1933 για να συμβάλει στην οργάνωση του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής». Για τη διεξαγωγή της διοργάνωσης στην Αθήνα αλληλογραφούσε στενά με τον Γκρόπιους, ωστόσο ούτε ο Φόρμπατ ούτε ο Γκρόπιους παρευρέθηκαν στο συνέδριο γιατί το καλοκαίρι του ’33 κυνηγήθηκαν από τους ναζί. «Δεν μπορούσαν να σταθούν ούτε στη Γερμανία ούτε στη Σοβιετική Ενωση και με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να διαφύγουν. Ο Γκρόπιους έφτασε στο Λονδίνο, ο Φόρμπατ διέφυγε στην Ουγγαρία απ’ όπου καταγόταν και κατέληξε στη Σουηδία. Ηταν κρίσιμη η κατάσταση – τη στιγμή που το Μπαουχάους ανθούσε έγινε ταυτόχρονα θύμα διώξεων».
Οι επιρροές στην εγχώρια αρχιτεκτονική
Σχετικά με τη συζήτηση που υπάρχει για το Μπαουχάους στην ελληνική αρχιτεκτονική ο Παν. Τουρνικιώτης λέει: «Δύσκολα θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε γιατί δεν ήταν αρχιτεκτονικό στιλ, ήταν περισσότερο μια εξελιγμένη σχολή διακοσμητικών τεχνών και εσωτερικού χώρου που αναφέρεται στον οικιακό χώρο και αφορά αντικείμενα, χαλιά, έπιπλα, κουζινικά, το τραπέζι του φαγητού, τον φωτισμό. Μέσα σε αυτές τις τέχνες συγκαταλέγονταν η ζωγραφική, ο κινηματογράφος, η φωτογραφία – η αρχιτεκτονική θα ερχόταν τελευταία, μέσα από τη δραστηριότητα των δασκάλων που ήταν αρχιτέκτονες όπως ο Γκρόπιους και ο Μις φαν ντερ Ρόε. Στη νεότερη ελληνική αρχιτεκτονική δεν μπορούμε να περιγράψουμε στιλ Μπαουχάους που να παραπέμπει σε αυτό αλλά μια αρχιτεκτονική που παραπέμπει γενικότερα στο πνεύμα της εποχής του».
Πού μπορεί κανείς να βρει σήμερα στη χώρα μας χαρακτηριστικά του; «Θα ήταν ενδιαφέρον να ψάξει μήπως κάθεται σε μια σωληνωτή καρέκλα που έχει σχεδιάσει ένας μαθητής ή δάσκαλος του Μπαουχάους, ίσως να έχει κάποιο οικογενειακό σερβίτσιο Rosenthal. Υπήρξε σημαντικό κομμάτι της οικιακής κουλτούρας, έγινε κτήμα μιας εποχής ακόμη κι όταν δεν γνωρίζαμε ότι είχε σχέση με το Μπαουχάους». Ο κ. Τουρνικιώτης πιστεύει ότι αν προσπαθήσουμε να εντάξουμε συγκεκριμένα κτίρια στο Μπαουχάους κινδυνεύουμε με παρερμηνείες. «Είναι πολύ εύκολο να χαρακτηρίζουμε Μπαουχάους τις μισές πολυκατοικίες της Αθήνας. Μέσα στη χρονιά που πέρασε υπήρχε ένα κυνήγι θησαυρού στην πόλη στο οποίο επιδόθηκαν ομάδες νέων αναζήτησαν τέτοια κτίρια. Βρήκαν λοιπόν πολυκατοικίες τις οποίες ονόμασαν Μπαουχάους. Μια από αυτές ήταν η πολυκατοικία του Πολύβιου Μιχαηλίδη και του Θουκυδίδη Βαλεντή στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Ζαΐμη. Αυτή όμως είναι πολυκατοικία που έχουν δημιουργήσει δύο απόφοιτοι του Πολυτεχνείου, εκ των οποίων ο πρώτος δούλεψε πριν στο γραφείο του Λε Κορμπιζιέ στο Παρίσι. Ετσι προβάλλουμε πάνω σε κάποια κτίρια την πρόθεσή μας να τα ονομάσουμε Μπαουχάους ενώ αυτή η σχέση δεν τεκμηριώνεται».
Υπάρχει Μπαουχάους στην Αθήνα;
Σε βιβλία και δημοσιεύματα βρίσκουμε αναφορές για δημόσια κτίρια τα οποία έχουν χτιστεί στο πνεύμα του Μπαουχάους. Σύμφωνα με τον κ. Τουρνικιώτη, η αμερικανική πρεσβεία αν και χτίστηκε σε σχέδια του Βάλτερ Γκρόπιους δεν αποπνέει Μπαουχάους. «Και για το Ωδείο Αθηνών που σχεδίασε ο Δεσποτόπουλος πάρα πολύ δύσκολα θα λέγαμε κάτι τέτοιο. Πιο εύκολα θα συνδέαμε το Μπαουχάους με το σανατόριο “Σωτηρία” και το αντίστοιχο που σχεδίασε στην Τρίπολη».
Αρκετές αναφορές όμως υπάρχουν και για το Πολεμικό Μουσείο. «Το κτίριο του Μπαουχάους στο Ντεσάου αποτελεί πρότυπο γιατί ακολουθεί ένα διάγραμμα κινήσεων και λειτουργιών το οποίο δίνει μορφή και όγκο στο κτίριο. Αρα το κτίριο δεν έχει καμιά άλλη κανονικότητα από εκείνη που έχουν οι κινήσεις και οι χώροι τους οποίους θέλει ο άνθρωπος για να λειτουργήσει. Το Πολεμικό Μουσείο είναι ένας κύβος, μια στιβαρή μνημειακή μορφή που επιβάλλεται στον χώρο. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο θα λέγαμε ότι είναι ένα κτίριο αντι-Μπαουχάους».
Συχνά διαβάζουμε ότι σχετίζεται με το ρεύμα και η Εθνική Πινακοθήκη, των Φατούρου, Μυλωνά, Μουτσόπουλου και Αντωνακάκη. «Είναι έργο ανθρώπων των οποίων οι επιρροές προέρχονται πολύ περισσότερο από τη Γαλλία παρά από τη Γερμανία. Υπάρχουν μπολιάσματα αλλά βλέποντάς το δύσκολα θα μιλούσαμε για αρχιτεκτονική που παραπέμπει στο Μπαουχάους».
Σχετικά με τις προσφυγικές πολυκατοικίες της Αλεξάνδρας ο κ. Τουρνικιώτης λέει: «Εχουν χαρακτηριστική τυπολογία της κοινωνικής ή εργατικής κατοικίας στη Γερμανία των χρόνων του Μπαουχάους και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πολύ κοντά σε αυτό. Ομως θα πρέπει να ξέρουμε ότι ο Κίμων Λάσκαρις που έχει κάνει τις περισσότερες σπούδασε στο Παρίσι. Μπορούμε να μιλήσουμε δηλαδή για το πνεύμα μιας εποχής που συναρμόζεται με το πνεύμα του Μπαουχάους παρά για μια στενή επιρροή».
Η διάλεξη του Παναγιώτη Τουρνικιώτη «Το Bauhaus στην Ελλάδα: Ο μύθος και η πραγματικότητα» θα γίνει στον Πύργο Βιβλίων ΕΒΕ του ΚΠΙΣΝ στις 14/11 (19.00). Είσοδος ελεύθερη