Το έγκλημα των Τεμπών αποτελεί τη μόνη σπίθα πρόκλησης κοινωνικής κίνησης. Η εικόνα του κατάμεστου Συντάγματος, σε συνδυασμό με τη μαζική συμμετοχή στις πανελλαδικές διαδηλώσεις της προηγούμενης Κυριακής, κατέστησε σαφές πως τα Τέμπη είναι ένα ζήτημα που διαπερνά οριζοντίως και καθέτως την ελληνική κοινωνία, με την κατηγορία περί συγκάλυψης του εγκλήματος να είναι κοινός τόπος και πρωταγωνιστής αυτής ο πρωθυπουργός. Εξού και τα άτσαλα αντανακλαστικά του «μετώπου της λογικής», το οποίο προσπάθησε να εντοπίσει ομοιότητες με τους «αγανακτισμένους» και τις «πλατείες της οργής», θέλοντας a priori να δαιμονοποιήσει την αντίδραση από τα «κάτω» προτού αυτή λάβει πιο ξεκάθαρα πολιτικά χαρακτηριστικά.
Αυτό που δεν υπολόγιζαν οι πολιτικοδημοσιογραφικοί εκφραστές του ακραίου κέντρου ήταν η κυβίστηση του πρωθυπουργού και η προθυμία του να «δώσει» τους πάντες για να περισώσει ό,τι μπορεί να περισωθεί από το πολιτικό του κεφάλαιο. Με όσα είπε στην αξιοπρεπέστατη συνέντευξη του Αντώνη Σρόιτερ, ουσιαστικά κατέστησε εαυτόν τουλάχιστον παραπλανημένο. Και λέω «τουλάχιστον» διότι ευλόγως μπορεί να θεωρήσει κάποιος ότι με την ίδια ευκολία που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλεγε ψέματα λίγες μέρες μετά την τραγωδία για το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας, κάνει το ίδιο και τώρα. Ηξερε, σύμφωνα με αυτό το σενάριο, εξαρχής την αλήθεια και δεν τον εξαπάτησαν οι Ιταλοί της Hellenic Train.
Σε κάθε περίπτωση, ο πολιτικός εγκλωβισμός του πρωθυπουργού, ο οποίος είναι προϊόν των συλλαλητηρίων και του επικείμενου πορίσματος του ΕΜΠ, τον ανάγκασε στο να απολέσει αυτοβούλως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που του προσέδιδαν όσοι ψήφισαν ΝΔ. Την αξιοπιστία. Ενας παραπλανημένος πρωθυπουργός σίγουρα δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος. Κι ένας αναξιόπιστος πρωθυπουργός σίγουρα δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.