Ανατομία ενός σκανδάλου με πολιτικές προεκτάσεις

Ανατομία ενός σκανδάλου με πολιτικές προεκτάσεις

Πώς η κυβέρνηση του 2003 πλήρωσε αδρά για το σύστημα ασφαλείας C4I των Ολυμπιακών Αγώνων που δεν λειτούργησε ποτέ. Σκανδαλώδεις διαδικασίες ανάθεσης, υπέρογκο κόστος κι ένα σύστημα που ουσιαστικά ούτε λειτούργησε ούτε παραδόθηκε ποτέ ολόκληρο. 

Το C4I (Command, Control, Communication, Coordination & Integration), το περιβόητο σύστημα ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων, μπορεί να κόστισε περίπου 260 εκατ. ευρώ στο ελληνικό δημόσιο, όμως όχι μόνο δεν λειτούργησε ποτέ, αλλά προκειμένου να επιλεχθεί η αμερικανική κοινοπραξία SAIC στην οποία συμμετείχε και η Siemens –που τελικά ανέλαβε την υλοποίηση του έργου– έλαβαν χώρα σκανδαλώδεις διαδικασίες.

Η υπόθεση της ανάθεσης του έργου ερευνάται πλέον από τον εφέτη – ειδικό ανακριτή Δημ. Ορφανίδη, ενώ ήδη έχει δοθεί εντολή για άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών μεταξύ άλλων των Κώστα Σημίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και Ευάγγελου Μαλέσιου. Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του είναι ενδεικτικά για τις μεθοδεύσεις που ακολουθήθηκαν.

Πώς μπαίνει στο παιχνίδι και η Siemens

Στις 16 Ιουνίου 2002 πραγματοποιείται σύσκεψη όπου υπογράφεται μνημόνιο για το πρόγραμμα ολυμπιακής ασφάλειας. Στη συνάντηση προεδρεύει ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και μετέχουν πολλοί υπουργοί. Εκεί αποφασίστηκε ο διαγωνισμός να γίνει με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης από περιορισμένο κατάλογο εταιρειών και όχι από όσο γινόταν μεγαλύτερο αριθμό προμηθευτών, γεγονός που παραβίασε ευθέως το σχετικό προεδρικό διάταγμα 284/89. Μάλιστα, αποφασίστηκε στον ίδιο διαγωνισμό να συμπεριληφθεί και το τετρακαναλικό σύστημα επικοινωνίας (TETRA) πάλι από περιορισμένο κατάλογο εταιρειών. Η προσθήκη του TETRA ανέβασε κατακόρυφα τον προϋπολογισμό του έργου από περίπου 50 εκατ. σε 211 εκατ. ευρώ.

Ο Γιώργος Τρεπεκλής, ο αντιπρόσωπος της SAIC, είχε καταθέσει ότι η προσθήκη του TETRA στον διαγωνισμό ήταν που έβαλε και τη Siemens στο παιχνίδι: «Η SAIC υποχρεώθηκε να συνεργαστεί με τη Siemens επειδή μπήκε το TETRA στο σύστημα. Δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει το TETRA χωρίς τη Siemens». Αξίζει να σημειωθεί πως το ΥΕΘΑ είχε ήδη δικό του σύστημα C4I το κόστος του οποίου θα μπορούσε να ήταν πολύ χαμηλότερο. Παρά ταύτα, στις 31 Ιουνίου 2002 σε σύσκεψη υπό τον τότε υφυπουργό Δημόσιας Τάξης αποφασίζεται ο προϋπολογισμός του έργου να οριστεί στις 211.287.575 ευρώ. Στην Επιτροπή Σχεδιασμού και Παρακολούθησης του έργου πρόεδρος ήταν ο υφυπουργός Δημόσιας Τάξης Ευάγγελος Μαλέσιος.

Μεθοδεύσεις στην επιτροπή για την ανάθεση

Το ΥΠΕΘΑ απέστειλε στις 6 Σεπτεμβρίου 2002 πρόσκληση υποβολής προσφοράς στις δύο ενδιαφερόμενες εταιρείες: την αμερικανική SAIC και την Thales, την εταιρεία που φέρεται να έδωσε μίζες για να κερδίσει το έργο των φρεγατών τύπου S επί υπουργίας Γιάννου Παπαντωνίου. Οι εταιρείες ανταποκρίνονται και συμμετέχουν στην πρόσκληση σχηματίζοντας κοινοπραξίες: η SAIC με τις εταιρείες Siemens, IBM, Rafael Elbit, Altec, Πουλιάδης και Συνεργάτες, ΔΙΕΚΑΤ και Vodafon και η Thales Raytheon Systems (TRS) με τις εταιρείες Thales, Raytheon, Motorola, Delta Singular, Infoquest, Space Helas, Control Risk, British Aerospace, OTE και Ελληνική Τεχνοδομική – ΑΚΤΩΡ.

Οι ελλείψεις των τεχνικών προσφορών της SAIC ήταν τεράστιες, αφού η αμερικανική εταιρεία είχε δηλώσει ότι υπήρχε μερική ή καθόλου συμβατότητα με τις υποχρεωτικές προδιαγραφές του έργου. Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή Αξιολόγησης κατέληξε στα εξής συμπεράσματα στις 18 Νοεμβρίου 2002: η τεχνική βαθμολογία της TRS υπερτερούσε της SAIC (79,04 έναντι 74,81). Η TRS υπερτερούσε ακόμη και στη βαθμολογία των αντισταθμιστικών οφελών (90,6 έναντι 88,3). Μολονότι λοιπόν, όπως αναφέρεται και στο σχετικό πόρισμα του 2011 της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για την υπόθεση Siemens, η πρόταση της TRS ήταν τεχνικά πολύ ανώτερη και «συμφερότερη για το ελληνικό δημόσιο», ο διαγωνισμός κρίθηκε άκυρος και επέστρεψε στον υπουργό Δημοσίας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη για επανέναρξη της διαδικασίας.

Ενώ λοιπόν έπρεπε να κατακυρωθεί το έργο στην TRS, η Διυπουργική Επιτροπή Συντονισμού Ολυμπιακής Προετοιμασίας υπό τον κ. Μαλέσιο εισηγήθηκε στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Αμυνας (ΚΥΣΕΑ) –αίτημα που έγινε αποδεκτό– την εξής «λύση»: να ζητηθούν βελτιωμένες οικονομικές προσφορές και από τις δύο εταιρείες με την αιτιολογία ότι τα προσφερθέντα τιμήματα είναι αρκετά πάνω από τον προϋπολογισμό. Μολονότι αποτελούσε ορθή απόφαση, η διαγωνιστική διαδικασία για τη λήψη νέων οικονομικών προσφορών θα έπρεπε να ξεκινήσει με την TRS που τερμάτισε πρώτη στη διαγωνιστική διαδικασία.

Στις 19 Δεκεμβρίου 2002 ζητήθηκαν τελικώς έγγραφες οικονομικές προσφορές και από τις δύο εταιρείες. Η SAIC τελικά υποβάλει οικονομική προσφορά αξίας 269.499.996 εκατ. ευρώ, ενώ η TRS 406.809.645 εκατ. ευρώ. Ως αποτέλεσμα, στη νέα Διυπουργική Επιτροπή ο κ. Μαλέσιος ανακοίνωσε ότι η SAIC θα είναι ο ανάδοχος, παρά την επιστολή που είχε αποστείλει η TRS εξηγώντας ότι η προσφορά της ανταγωνίστριας εταιρείας ανταποκρίνεται σε μέρος του έργου και όχι στο σύνολό του.

Αλλαγές της επιτροπής για να περάσει η συμφωνία

Η Διυπουργική Επιτροπή συνεδρίασε και πάλι, όπου με παρέμβαση Μαλέσιου άλλαξαν δύο από τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης –προερχόμενα από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης– με δύο νέα μέλη προερχόμενα από την επιτροπή που παρέλαβε τη μελέτη των τεχνικών προδιαγραφών, γεγονός που αποτέλεσε ευθεία παράβαση του άρθρου 16, παρ. 4 του ΠΔ 284/89. Τελικά η επιτροπή έκρινε ότι οι δύο προσφορές δεν είναι συγκρίσιμες. Ετσι το ΚΥΣΕΑ συνεδριάζει ξανά, ακυρώνει τη διαδικασία και καλεί τις εταιρείες σε απευθείας παράλληλες διαπραγματεύσεις υπό το ΥΠΕΘΑ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η επιτροπή αλλάζει εκ νέου!

Οι νέες οικονομικές προσφορές των εταιρειών είχαν ως εξής: SAIC 376.024.000 εκατ. ευρώ και TRS 398.509.000 εκατ. ευρώ. Κατόπιν σχετικού αιτήματος οι δύο εταιρείες κατέθεσαν τιμήματα και για τα πέντε επιπλέον έτη λειτουργίας του συστήματος TETRA: SAIC 30.496.000 εκατ. ευρώ και TRS 24.303.000 εκατ. ευρώ. Κατόπιν αιτήματος της επιτροπής οι δύο κοινοπραξίες καταθέτουν τις τελικές εκπτώσεις επί των προηγούμενων προσφερόμενων τμημάτων οι οποίες ήταν: SAIC 15,44% και TRS 20,112%. Αναφορικά με τα αντισταθμιστικά ωφελήματα η TRS δήλωσε ότι ισχύουν, ενώ η SAIC ότι δεν προχωράει σε σχετική δέσμευση.

Έτσι, το τίμημα του έργου ήταν 317.965.814 εκατ. ευρώ εκ μέρους της SAIC και 318.361.415 εκατ. ευρώ εκ μέρους της TRS (η SAIC δηλαδή είχε οικονομικότερη προσφορά κατά περίπου 400.000 ευρώ) με αποτέλεσμα το ΚΥΣΕΑ να κρίνει τη SAIC ως προσωρινό ανάδοχο. Και το έπραξε αυτό χωρίς να συνυπολογίσει το μειωμένο κατά 6.642.000 εκατ. ευρώ τίμημα μίσθωσης του συστήματος TETRA από την εταιρεία TRS ούτε τη δέσμευση της TRS αναφορικά με την παροχή αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Η SAIC ύστερα από εκ νέου διαπραγματεύσεις προσφέρει τελικά 254.990.000 εκατ. ευρώ.

Στις 3 Μαΐου 2003 υπογράφεται το εισηγητικό για την κατακύρωση του έργου στη SAIC από τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας Γιάννο Παπαντωνίου κι ενώ η πολιτική θύελλα που είχε ήδη ξεσπάσει λόγω οσμής σκανδάλου στην ανάληψη του έργου εξώθησε σε παραίτηση τον Μαλέσιο. Το εισηγητικό υπογράφτηκε παρότι δεν επιτεύχθηκε συμφωνία για τα αντισταθμιστικά ωφελήματα –γεγονός που ήταν παράνομο–, δεν είχε εκδοθεί πιστοποιητικό διαφάνειας των μελών της νικήτριας κοινοπραξίας, ούτε είχαν δοθεί αναλυτικές τιμές από τη SAIC προκειμένου να αποφύγει δεσμεύσεις σε περίπτωση διαφοροποιήσεων στις ποσότητες. Τελικά στις 19 Μαΐου 2003 υπογράφηκε η σύμβαση μεταξύ του γενικού διευθυντή Εξοπλισμών του ΥΠΕΘΑ Σ. Τραυλού και του αντιπροέδρου της SAIC.

Αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας

Όλα τα ανωτέρω προφανώς ήταν αποφάσεις της τότε πολιτικής ηγεσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2004 όταν και έληγε το περιθώριο που είχε η SAIC βάσει της σύμβασης προκειμένου να παραδώσει τα συστήματα εξακολούθησε να μην κηρύσσεται έκπτωτη. Δηλαδή η σύμβαση ουσιαστικά δεν ήταν πλέον σε ισχύ κι όμως συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΔΑΟΑ και της Επιτροπής Παραλαβής –η σύνθεση της οποίας άλλαξε για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα–, προκειμένου να γίνουν πρόσθετα έργα και τροποποίηση της σύμβασης που ουσιαστικά έχει παύσει.

Η Διεύθυνση Ασφάλειας Ολυμπιακών Αγώνων (ΔΑΟΑ) απέστειλε στις 7 Νοεμβρίου 2005 επιστολή στην Επιτροπή Παραλαβής βάσει της οποίας έπρεπε να συνεχιστούν οι εργασίες της SAIC, αφού δεν είχε παρέλθει ο χρόνος λήξης της σύμβασης, γεγονός που προκαλεί ερωτήματα: αν ισχύει αυτό γιατί γίνονταν παράλληλα διαπραγματεύσεις με τη SAIC για τροποποίηση της σύμβασης η οποία μάλιστα έπρεπε να γίνει με νέα απόφαση του ΚΥΣΕΑ;

Ρητορικά ερωτήματα, αφού οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν. Με διαταγή της ΔΑΟΑ ανασυγκροτήθηκε η Επιτροπή Παραλαβής σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν οι σκόπελοι. Η επιτροπή που δεν συμμορφώθηκε με τις επιταγές της ΔΑΟΑ ζήτησε να σταματήσει κάθε επαφή με τη SAIC σχετικά με τον έλεγχο των αποκατασταθεισών ελλείψεων. Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από πιέσεις της SAIC, η σύμβαση τροποποιείται κατά τις επιθυμίες της κοινοπραξίας. Βάσει της νέας τροποποίησης παραλήφθηκε απλός εξοπλισμός, υλικά και όχι η ηλεκτρονική διεπαφή των υποσυστημάτων. Η τροποποίηση της σύμβασης υπογράφτηκε σε απόρρητη υπουργική απόφαση του υπουργού Δημόσιας Τάξης Βύρωνα Πολύδωρα στις 11 Σεπτεμβρίου 2006.

Στις 26 Ιανουαρίου 2009 σε ευρεία σύσκεψη υπό τον υφυπουργό Δημόσιας Τάξης Χρήστο Μαρκογιαννάκη αποφασίστηκε ότι οι εξηγήσεις της Επιτροπής Ελέγχου Παραλαβής Προμηθειών –μέλη της εξέφρασαν διαφορετικές εισηγήσεις– σχετικά με την παραλαβή του συστήματος C4I δεν έπεισαν. Στις 16 Φεβρουαρίου 2009 ο κ. Μαρκογιαννάκης εξέδωσε απόφαση για οριστική παραλαβή με μειωμένη τιμή. Τελικά, από το 2010 η Δικαιοσύνη ανέλαβε να διαλευκάνει την υπόθεση του C41 παραπέμποντας 18 άτομα σε δίκη. Το ξεπερασμένο πλέον σύστημα C4I βρίσκεται αραχνιασμένο σε κάποια αποθήκη…

Παραβίαση της σύμβασης

Οι σκανδαλώδεις πτυχές της υπόθεσης συνεχίστηκαν και μετά την ανάθεση του έργου. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα σύμβαση, η SAIC όφειλε να παραδώσει τα 30 υποσυστήματα του C4I σε πλήρη λειτουργικότητα «με το κλειδί στο χέρι». Δεν το έπραξε. Από τις πρώτες ήδη δοκιμές διαπιστώθηκε ότι τα υποσυστήματα παρουσίαζαν σοβαρές συμβατικές αποκλίσεις και ελλείψεις. Η σοβαρότερη απόκλιση αφορούσε επτά υποσυστήματα του CDSS, που έτσι όπως ήταν δομημένα, δεν γινόταν ηλεκτρονική διεπαφή του συστήματος παρ ότι κάτι τέτοιο οριζόταν ρητά στη σύμβαση.

Λόγω του γεγονότος αυτού η SAIC έξι μήνες μετά την υπογραφή της σύμβασης έπρεπε να κηρυχθεί έκπτωτη. Αντ’ αυτού η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης ξεκίνησε εκ νέου διαπραγματεύσεις με τη SAIC προκειμένου τα συστήματα αν και μη λειτουργικά να παραληφθούν. Οι διαπραγματεύσεις καρποφόρησαν και η σύμβαση τροποποιήθηκε: άλλαξε ο όρος που έλεγε «παραλαβή όλων των υποσυστημάτων πακέτο, με το κλειδί στο χέρι», με την τροποποίηση «παραλαβή κατά υποσύστημα στην κατάσταση που τώρα βρίσκεται με απομειώσεις». Επρόκειτο με άλλα λόγια για τροποποίηση που εξυπηρετούσε τη SAIC και όχι το δημόσιο συμφέρον και την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Επειδή όμως είχε ιδιαίτερη σημασία να μη δημοσιοποιηθεί ότι υπήρχε πρόβλημα αναφορικά με την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, το ΚΥΣΕΑ αποφάσισε περαιτέρω τροποποιήσεις στη σύμβαση. Ετσι η SAIC όχι μόνο μπήκε παράτυπα σε νέο διαπραγματευτικό κύκλο –για τη βελτίωση των συστημάτων–, αλλά παρέμεινε ιδιοκτήτης και διαχειριστής τους την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Παρά τη συμφωνία μεταξύ ΚΥΣΕΑ και SAIC όμως, η κοινοπραξία δεν τροποποίησε ποτέ τη σύμβαση ούτε πραγματοποίησε βελτιωτικές παρεμβάσεις. Το έργο αξίας πάνω από 250 εκατ. ευρώ ουσιαστικά δεν λειτουργούσε. 

Documento Newsletter