Και να θες δεν μπορείς να ξεχάσεις. Το Βερολίνο σου υπενθυμίζει συνεχώς το παρελθόν του.
Πότε οι πολιτικοί, που εξορκίζουν αδιάκοπα το φάντασμα του ναζισμού° πότε οι αμέτρητες εκπομπές της ραδιοτηλεόρασης που είναι αφιερωμένες στις κατά καιρό τραγικές επετείους° πότε οι αναμνηστικές πλάκες στις προσόψεις των σπιτιών, που ήταν κάποτε άντρα των ναζί, ή κρησφύγετα αντιστασιακών° και πότε τα περίφημα Stolpersteine (κυριολεκτικά: «σκονταφτόπετρες»), μικρές πινακίδες από μπρούντζο διαστάσεων 10χ10 περίπου εκατοστών, που φέρουν τα ονόματα και τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου των Εβραίων της πόλης και, όντας τοποθετημένες στο κράσπεδο των πεζοδρομίων μπροστά στα σπίτια που κατοικούσαν προτού τους στείλουν στο Άουσβιτς, σε καλούν, έστω και για λίγο, να «σκοντάψεις» πάνω τους για να αναπολήσεις την τύχη τους, σε κρατούν σε διαρκή επαγρύπνηση (1).
Το κακό παραγίνεται σε κάθε 9τη Νοεμβρίου, κατά τη λεγόμενη «μοιραία ημέρα» των Γερμανών, που σφράγισε όσο καμιά άλλη την ιστορία τους τον εικοστό αιώνα. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά σημαντικών γεγονότων που αν και έγιναν σε διαφορετικές χρονιές, συνέπεσαν στην ίδια ημερομηνία – με πιο πρόσφατο την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 (2).
Ακόμη λιγότερο μπορούν να λησμονήσουν εκείνοι που έζησαν στο πετσί τους τα δραματικά εκείνα γεγονότα – σε πρώτη γραμμή οι κάτοικοι της πόλης, αλλά και πολλοί περαστικοί, όπως ο υπογράφων. Στη συλλογική μνήμη πρωτεύουν βέβαια τα κορυφαία περιστατικά, στην ατομική όμως πλανώνται και πολλές εικόνες της καθημερινής ζωής, που ξαναζωντανεύουν μόλις δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία.
Ανατολικό Βερολίνο, αρχές Νοεμβρίου 1989, λίγες μέρες πριν την πτώση του τείχους στην οδό Stargarder Strasse, μια από τις κεντρικότερες του προαστίου Prenzlauer Berg. Ένα τηλεοπτικό συνεργείο της ΕΤ 1 παίρνει εικόνες από το δρόμο και τα κτίρια του. Τα μαγαζιά είναι ελάχιστα, και ακόμα λιγότεροι οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στον δρόμο. Το κύριο θέμα του γυρίσματος είναι όμως η ευαγγελική εκκλησία της Γεσθημανής (Gethsemane Kirche), πάνω στο δρόμο και δίπλα στο σταθμό του μετρό Schönhauser Allee, καθώς και ο ρόλος της στην ειρηνική αντίσταση εναντίον του παραπαίοντος καθεστώτος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ώσπου σε μια στιγμή η κάμερα ξεστρατεύει και αφού δείξει, σε μεγάλο πλάνο, ένα κτίριο με γκρεμισμένους σοβάδες, κινείται προς ένα μικρό ζαχαροπλαστείο – όπου και παραμένει καρφωμένη σε αυτό.
Το θέαμα συνοψίζεται σε μια μόνο λέξη: μούχλα. Μούχλα στους τοίχους του μαγαζιού, που τους δίνει πρασινωπή απόχρωση. Και μούχλα στα τείχη της τεράστιας άσπρης τούρτας από αμυγδαλωτό που παριστάνει ένα μεσαιωνικό παλάτι και είναι προφανώς από χρόνια το μοναδικό έκθεμα στη βιτρίνα του. Το παλάτι είναι μισοερρειπωμένο, όχι ξεπίτηδες, επειδή είναι μεσαιωνικό, αλλά επειδή οι ζαχαρένιοι στύλοι του λύγισαν, ή έσπασαν με τον καιρό υπό το βάρος των δεκάδων κιλών αμυγδαλόπιτας.
Μουχλιασμένες, αν και σε μικρότερο βαθμό, είναι οι προσόψεις και των άλλων κτιρίων. Εξαίρεση αποτελεί η εκκλησία της Γεσθημανής. Ο πάστωρ φροντίζει για τον τακτικό καθαρισμό των πανύψηλων τοίχων της, που είναι κτισμένοι με κόκκινα τούβλα. Γενικά, η περιοχή δείχνει παραμελημένη, αλλά όχι εγκαταλειμμένη, πίσω από τις κουρτίνες διαγράφονται πρόσωπα, που παρακολουθούν με περιέργεια το τηλεοπτικό γύρισμα.
Η Ανατολική Γερμανία ήταν η χώρα μιας ιδιαίτερης τρέλας. Ενώ τα σπίτια ήταν κρατικά, το κράτος-μεγαλοιδιοκτήτης δεν είχε «μία» για να τα συντηρήσει – όχι τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία της ύπαρξής του. Οι ένοικοί τους, αντίθετα, που διέθεταν λεφτά και με το παραπάνω (οι μισθοί τους ήταν σαφώς χαμηλότεροι από τους δυτικούς, αρκετά μεγάλοι όμως για να μπορούν να κάνουν αποταμιεύσεις), απέφευγαν την συντήρηση, είτε επειδή, ως μη ιδιοκτήτες, δεν είχαν ατομικό κίνητρο, είτε επειδή το κράτος τους εμπόδιζε παντοειδώς σε αυτό.
Επόμενο έτσι, αμέσως μετά την πτώση του τείχους, οι ίδιοι ένοικοι, που ξανάγιναν κατά μέγα μέρος ιδιοκτήτες των σπιτιών, να επιδοθούν με ζέση στην ανακαίνισή τους – με την ισχυρή χρηματική αρωγή φυσικά του επανενωμένου πλέον και πλούσιου ομοσπονδιακού κράτους.
Σήμερα, όποιος περνά από την Stargarder Strasse, αντικρίζει μια μαγική εικόνα: Από τη μια τα ίδια ακριβώς κτίρια, που στέκονται εκεί και το 89 – μόνο τώρα πιο καθαρά και πιο πολύχρωμα. Και από την άλλη έναν εντελώς αγνώριστο δρόμο, γεμάτο καφενεία, μπαρ, μικρομάγαζα και πελάτες από κάθε γωνιά της γης – ένα cope pasty των κοσμοπολίτικων γειτονιών του Δυτικού Βερολίνου. Το παλιό ζαχαροπλαστείο δεν υπάρχει πια, έκλεισε δυο μήνες μετά την πτώση του τείχους – πολλοί, που το είχαν γνωρίσει, ορκίζονται ότι από τότε τους έχει φύγει κάθε διάθεση να φάνε τούρτα. Στη θέση του βρίσκεται ένα burger-shop με μοντέρνο ντιζάιν, κάτι που χαρακτηρίζει και τα άλλα μαγαζιά του δρόμου. Και μόνο ο φούρνος θυμίζει Ανατολικό Βερολίνο: Άχαρη πρόσοψη, άνοστα ψωμιά και γλυκίσματα.
Άλλες χώρες, άλλες τρέλες. Στο Βουκουρέστι, τα Χριστούγεννα του 1889, το πρώτο που έκαναν οι κάτοικοί του μετά την εκτέλεση του δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου, ήταν να λεηλατήσουν τις κρατικές αποθήκες για τρόφιμα και να στήσουν με αυτά ένα ατέλειωτο τσιμπούσι. Ύστερα από την αναγκαστική δίαιτα, που ήταν κάτω από το όριο διαβίωσης, στην οποία τους είχε υποβάλει η γυναίκα του Τσαουσέσκου Έλεναν, το μόνο που ήθελαν ήταν επιτέλους να φάνε. Η κρατική τηλεόραση έδειχνε ακατάπαυστα οικογένειες να τρώνε – το πολύ φαί είχε γίνει, όχι αδικαιολόγητα, το σήμα κατατεθέν της επανάστασης.
Οι Ανατολικογερμανοί δεν είχαν ανάγκη από τέτοια βουλιμία. Το πρόβλημά τους δεν ήταν τα λίγα, αλλά τα πολλά λεφτά που διέθεταν, επειδή δεν μπορούσαν με αυτά να αγοράσουν ότι ακριβώς ποθούσε η καρδιά τους: εξωτικά φρούτα, όπως μπανάνες και αβοκάντο από τις χώρες του Νότου, αυτοκίνητα και ηλεκτρικές συσκευές από τις χώρες της Δύσης. Ελλείψει συναλλάγματος, η κυβέρνηση της χώρας αδυνατούσε να τα εισάγει. Κι αυτό απέβαινε εις βάρος των καταναλωτών, οι οποίοι, παρόλο που είχαν χρήματα, έπρεπε να στερηθούν τέτοια «λούσα».
Η στέρηση επεκτεινόταν και στα πολιτικά δικαιώματα. Η παραπληροφόρηση οργίαζε. Το ψέμα πήγαινε σύνεφο. Στη μούχλα των τοίχων προστίθετο η σάχλα της προπαγάνδας και των κομματικών λόγων. Η κοινή φόρμουλα τους, σε «ανώτερα» μαθηματικά: Σάχλα, μπούχλα, σαχλαμπούχλα.
Μιας τρέλας μύριες έπονται. Στο περίφημο δοκίμιό του «Προσπάθεια για μια ζωή στην αλήθεια», ο τσέχος συγγραφέας Βάτσλαβ Χάβελ (3) αναφέρεται σε έναν μανάβη την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Πράγα, ο οποίος είχε στήσει πάνω από τα καφάσια με φρούτα και λαχανικά ένα μεγάλο πανό με την επιγραφή: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Ο μανάβης, παρατηρεί ο Χάβελ, έγραφε σίγουρα στα παλαιότερα των υποδημάτων του την ένωση, ή τον διχασμό των προλεταρίων, με το πανό του ήθελε απλώς να δείξει πόσο προσαρμοσμένος ήταν, για λόγους αυτοσυντήρησης, στις παρόλες του τότε καθεστώτος – που τις έκανε και παρόλες των φρουτολαχανικών.
Τέτοια παράνοια ήταν διάχυτη για πολλές δεκαετίες και στην Ανατολική Γερμανία. Πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν για να επιζήσουν, ή νόμιζαν τουλάχιστον, ότι έπρεπε να προσαρμοστούν.
Έφυγε το τείχος, έφυγε και το άγχος προσαρμογής. Την 9η Νοεμβρίου του 1989, πέτυχε η προσπάθεια των Ανατολικογερμανών να ζήσουν στην αλήθεια. Όχι για όλους, και όχι για πάντα. Για ορισμένους, αυτό διάρκεσε ίσως μόνο μια μέρα, για άλλους περισσότερο, μια μερικούς μάλιστα μπορεί και μέχρι σήμερα.
Περπατώντας στην Stargarder Strasse 28 χρόνια αργότερα, ο υπογράφων είχε την εντύπωση, ότι η προσπάθεια συνεχίζεται όχι χωρίς επιτυχία. Απόδειξη, οι καθημερινές εκδηλώσεις στην εκκλησία της Γεσθημανής – κάθε απόγευμα, στις 6, δέηση υπέρ των άδικα καταδικασθέντων ανθρώπων στην Τουρκία, πριν και μετά συναυλίες με μουσική, για παράδειγμα, του Μπέλα Μπάρτοκ, ή γνωστών δημιουργών της τζαζ – που βρίσκει απήχηση και στον δρόμο. Οι περίοικοι έχουν προσαρμοστεί μεν στα σκληρά καπιταλιστικά δεδομένα, κινούνται όμως πολιτικά πιο ελεύθερα από ότι στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Φόβος για την επανεμφάνιση του σουρεαλιστικού ζαχαροπλαστείου πάντως δεν υπάρχει – αυτό αντιβαίνει εξάλλου εντελώς στη λογική του νεοφιλελευθερισμού. Το ίδιο ισχύει και για τη μούχλα, όσο δεν ξεσπάει μια ισχυρή οικονομική κρίση. Απομένει η σάχλα των πολιτικών – για αυτήν δεν υπάρχει δυστυχώς αντίδοτο.
—
(1) Για τα Stolpersteine βλέπε την περιγραφή που κάνει η Άντζη Σαλταμπάση στο βιβλίο της «Μπερλίν», εκδόσεις Πόλις, 2017
(2) Τα τέσσερα σημαντικότερα γεγονότα, που ξετυλίχθηκαν τον περασμένο αιώνα στις 9 Νοεμβρίου στη Γερμανία:
1918. Η νοεμβριανή επανάσταση που προκάλεσε την εκδίωξη από τον θρόνο του κάιζερ Βίλχελμ Β΄ και την ταυτόχρονη συγκρότηση ενός διπλού, ή διαρχικού καθεστώτος: Από τη μια ενός αστικού-δημοκρατικού υπό σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, και από την άλλη ενός σοβιετικού (Räterepublik, Ρεπουμπλίκ των εργατικών συμβουλίων). Το τελευταίο επέζησε μόλις λίγες εβδομάδες και διαλύθηκε στις αρχές Ιανουαρίου του 1919 με τη δολοφονία, από αξιωματικούς του στρατού, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.
1923. Το πραξικόπημα των Χίτλερ-Λούντενντορφ, που απέτυχε, επειδή ο βαυαρός πρωθυπουργός Γκούσταβ Ρίτερ φον Καρ απέσυρε την τελευταία στιγμή (μέσω του ραδιοφώνου) την αρχική υποστήριξή του σε αυτό.
1939. Η νύχτα των κρυστάλλων, ήτοι μαζικά πογκρόμ σε όλη τη Γερμανία, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ναζί δολοφόνησαν δεκάδες Εβραίους, κατέστρεψαν εκατοντάδες μαγαζιά τους και πυρπόλησαν πολλές συναγωγές.
1989. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, που άνοιξε το δρόμο για την επανένωση της Γερμανίας.
(3) Ο Χάβελ ήταν από τους γνωστότερους «αντιφρονούντες» στην Τσεχοσλοβακία τις δεκαετίες του 70 και 80, κι αυτό το πλήρωσε με πολύχρονες φυλακίσεις. Συγχρόνως ήταν και από τις δημοκρατικά αγνότερες μορφές της, κάτι που αποτυπώνεται στο συγγραφικό του έργο και ιδίως στα δοκίμιά του.
Με την εκλογή του σε πρόεδρο της χώρας του (1989-1992) και στη συνέχεια της Τσεχίας (1993-2002) μετακινήθηκε ωστόσο κοινωνικά (όχι πολιτικά!) προς τα δεξιά συμβάλλοντας στην ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ και στην παλινόρθωση του ancien regime των αριστοκρατών στους οποίους επέστρεψε χωρίς αντάλλαγμα τα παλάτια και μέρος από τα τεράστια κτήματά τους.