Σε νεοσύστατη εταιρεία με «παλιούς» εταίρους η νέα οπτική ταυτότητα του μουσείου.
Η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου (ΕΠΜΑΣ) «άνοιξε» εσπευσµένα για τις τηλεοπτικές κάµερες, τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Λίνα Μενδώνη, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες για την παρουσίαση της µόνιµης έκθεσης των συλλογών της. Από τότε µια σειρά από παρατυπίες και αδιαφανείς διαδικασίες έχουν έρθει στο φως της δηµοσιότητας, αφήνοντας την κυβέρνηση έκθετη για τους χειρισµούς της: η αυθαίρετη και δίχως νόµιµη έγκριση τοποθέτηση της γιγαντιαίων διαστάσεων πινακίδας µε το όνοµα του Ιδρύµατος Σταύρος Νιάρχος στο διατηρητέο κτίριο· το αισθητικό αποτύπωµα του κτιρίου µε άκριτη χρήση υαλοπετασµάτων και µεταλλικών σκελετών· η σκανδαλώδης ανάθεση σε νεοσύστατη εταιρεία (µε «παλιούς» όµως εταίρους) για τη δηµιουργία της νέας οπτικής ταυτότητας της ΕΠΜΑΣ. Επιπροσθέτως, η συγκεκριµένη εταιρεία ανέλαβε πρόσφατα µε απευθείας ανάθεση ύψους 81.954,80 ευρώ (!) από το Ιδρυµα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισµό και τη ∆ηµοκρατία την έκδοση α) 1.800 αντιτύπων καταλόγου και β) 2.500 αντιτύπων ευσύνοπτου οδηγού της επετειακής έκθεσης της Βουλής των Ελλήνων για τη συµπλήρωση των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, όπως και µε απευθείας ανάθεση ύψους 8.928 ευρώ από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης την έκδοση του καταλόγου «∆ηµήτρη Α. Φατούρου. Αντικατοπτρισµοί. Κείµενα για την τέχνη 1960-2010».
Ο άγονος διαγωνισµός και η γόνιµη ανάθεση
Σύµφωνα µε το ρεπορτάζ του designmag.gr και την καταγγελία της Αιµιλίας Κάντα, η οποία εκπροσωπεί την εταιρεία Somethink, στον κλειστό διαγωνισµό που προκηρύχτηκε στις 14 Απριλίου του 2020 από την ΕΠΜΑΣ ανάµεσα σε οκτώ γραφιστικά γραφεία, ενώ αρχικά προκρίθηκε η πρόταση του γραφείου Somethink, στη συνέχεια µια «καλλιτεχνική επιτροπή» απέρριψε τις προτάσεις του γραφείου και κήρυξε άγονο τον διαγωνισµό. Από τα οκτώ γραφεία που επέλεξε η Εθνική Πινακοθήκη για την πρώτη φάση του διαγωνισµού προκειµένου να σχεδιάσουν την οπτική ταυτότητα του χώρου υπέβαλαν φακέλους µόνο τα τρία, εκ των οποίων οι δύο απορρίφθηκαν (ανάµεσά τους και το γραφείο PEAK). Τελικά προκρίθηκε η πρόταση του Somethink µε τη µορφή σύµπραξης. Τελικά τον σχεδιασµό ανέλαβε µε απευθείας ανάθεση ύψους 50.000 ευρώ η νεοσύστατη εταιρεία High Level Design στην οποία συµµετέχουν εταίροι του γραφείου PEAK. Σηµειωτέον ότι η HLD ιδρύθηκε µετά τον διαγωνισµό (30 Σεπτεµβρίου 2020), ενώ η ιστοσελίδα της είναι ανενεργή.
Μια επιτροπή «αξιολόγησης καλλιτεχνικού περιεχοµένου» (και όχι η επιτροπή του διαγωνισµού που προβλέπεται από τον νόµο) κήρυξε άκυρη όλη τη διαδικασία, κάτι που επικυρώθηκε και από το ∆Σ της Εθνικής Πινακοθήκης. Το Documento επικοινώνησε µε την Αιµιλία Κάντα από το γραφείο Somethink για να συζητήσουµε σχετικά. «Η προκήρυξη δεν περιλάµβανε καµία αναφορά σε επιτροπή αξιολόγησης καλλιτεχνικού περιεχοµένου (ούτε διευκρινίζεται ποιο είναι το προς αξιολόγηση “καλλιτεχνικό περιεχόµενο”), ενώ ο ν. 4412/2016, σύµφωνα µε τον οποίο διενεργήθηκε ο διαγωνισµός, δεν προβλέπει τέτοια επιτροπή. Ενηµερωθήκαµε για την ύπαρξή της κατά πρώτον µε την κοινοποίηση της απόφασης του ∆Σ της ΕΠΜΑΣ (δηλαδή στις 8/7/2020). Στη συγκεκριµένη επιτροπή δεν συµµετείχε κάποιος επαγγελµατίας της οπτικής επικοινωνίας. ∆εν γνωρίζουµε από ποιον έχουν επιλεγεί τα πρόσωπα που συµµετείχαν σε αυτή, όµως στην απορριπτική απόφαση του ∆Σ της ΕΠΜΑΣ ενσωµατώνεται το πρακτικό της επιτροπής, στο οποίο γίνεται παραποµπή σε άλλη απόφαση του ∆Σ (προφανώς για τη συγκρότηση της εν λόγω επιτροπής)» λέει χαρακτηριστικά η κ. Κάντα.
Σε σχέση δε µε τα κριτήρια αξιολόγησης προσθέτει: «Η επιτροπή προβαίνει σε υποκειµενικές αξιολογικές κρίσεις για το ύφος ενός µόνο σηµείου των προτάσεων, δηλαδή του λογότυπου, χωρίς όµως να αξιολογεί περαιτέρω τη λειτουργία των προτεινόµενων λογοτύπων και χωρίς να αναφέρει απολύτως τίποτε για το σύνολο των προβλεπόµενων από την προκήρυξη απαιτούµενων έργων. Η προκήρυξη δεν έχει κάποια προδιαγραφή σχετικά µε το ύφος της πρότασης (πέραν συγκεκριµένων οδηγιών για ορισµένα επιµέρους σηµεία) και εποµένως η κρίση αυτή είναι αυθαίρετη και υποκειµενική. Αλλωστε παρά το γεγονός ότι ζητήσαµε επανειληµµένως πριν από την υποβολή των προτάσεών µας σχετικές κατευθύνσεις, δεν µας δόθηκαν ποτέ».
Πολλά ερωτήµατα ζητούν απαντήσεις
Οπως αναφέρει η Αιµιλία Κάντα, δεν υπήρξε καµία ενηµέρωση από κάποιον επίσηµο φορέα: «Λάβαµε αρµοδίως από την ΕΠΜΑΣ την απόφαση του ∆Σ για τη µαταίωση του διαγωνισµού. Παρά την αίτησή µας για χορήγηση όλων των σχετικών εγγράφων, δεν µας δόθηκε κάποιο άλλο πρακτικό αξιολόγησης, διότι, σύµφωνα µε προφορική ενηµέρωση, δεν υπήρχε κάποια περαιτέρω αιτιολογία ή αξιολόγηση. Παρά το γεγονός δε ότι µετά την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης ζητήσαµε ακρόαση από τη διεύθυνση της ΕΠΜΑΣ, το αίτηµά µας δεν έγινε δεκτό».
Τα ζητήµατα διαφάνειας που ανακύπτουν από την απευθείας ανάθεση είναι σηµαντικά. «Η διακήρυξη προβλέπει την υποβολή µιας σειράς δικαιολογητικών για την απόδειξη της εµπειρίας των συµµετεχόντων και για την οικονοµική τους επάρκεια. Το γεγονός ότι επιλέχθηκε µια νεοσύστατη εταιρεία, η οποία προφανώς δεν αποδεικνύει προηγούµενη πείρα/συνεργασίες ούτε τα απαιτούµενα στοιχεία χρηµατοοικονοµικής επάρκειας, έρχεται σε αντίθεση µε τις υψηλές απαιτήσεις του διαγωνισµού. Επιπλέον, επειδή προκύπτει από τα στοιχεία δηµοσιότητας του ΓΕΜΗ ότι η εταιρεία στην οποία ανατέθηκε τελικώς το αντικείµενο του διαγωνισµού αποτελείται εν µέρει από τα ίδια πρόσωπα µε άλλη εταιρεία η οποία συµµετείχε στον διαγωνισµό και απορρίφθηκε για συγκεκριµένη παρατυπία (ανοικτός φάκελος οικονοµικής προσφοράς), προκύπτουν ορισµένα ζητήµατα. Επίσης, δεν έχουµε εντοπίσει στη ∆ιαύγεια την ανάρτηση κάποιας πράξης σχετικής µε την ανάθεση (ή τη δέσµευση πίστωσης κ.λπ.) του συγκεκριµένου αντικειµένου, εποµένως τίθενται ορισµένα ερωτήµατα και σε σχέση µε τον τρόπο ανάθεσης της συγκεκριµένης σύµβασης».