Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 νέοι άρχισαν να φεύγουν απ’ όλα τα μέρη του κόσμου (κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά) και να έρχονται στις βραχώδεις σπηλιές στα Μάταλα –κάποτε αρχαίο νεκροταφείο και πολύ αργότερα αποικία λεπρών– για να αναπνεύσουν τον πολυπόθητο αέρα της ελευθερίας.
Επιμέλεια: Αφροδίτη Ερμίδη
Στην Αμερική οι δύο Κένεντι ήταν νεκροί, στο Βιετνάμ ο πόλεμος μαινόταν, στο Παρίσι οι φοιτητές ζούσαν την ουτοπία στους δρόμους και στα εργοστάσια οι εργάτες έπαιρναν τον έλεγχο της παραγωγής, στην Πράγα οι εξεγερμένοι ήθελαν να σταματήσουν τα σοβιετικά τανκς με λουλούδια. Όμως τα λουλούδια –όπως και τα παιδιά των λουλουδιών– ανθίζουν όχι όταν αντιπαρατίθενται με οπλισμένες κάννες, αλλά κάτω από τον αποκαλυπτικό ήλιο της Μεσογείου.
Το μακρύ ζεϊμπέκικο του Ζαν
Ήμουν στα Μάταλα το 1964. Θυμάμαι έναν Κρητικό ψαρά, πραγματικά σοφό άντρα, που δούλευε μόνο για τις ανάγκες του, τίποτε παραπάνω, τον Μανώλη· ζούσε στις σπηλιές και εκεί είχε κοτέτσι με κότες. Ζούσε με μια Αμερικανίδα που την φώναζαν «Πεταλούδα».Εκεί γνώρισα ένα κορίτσι από την Αγγλία. Το όνομά της ήταν Τζάνετ, αλλά τη φώναζαν Ιωάννα. Και εμένα Ιωάννη. Παντρευτήκαμε τον ίδιο χρόνο στο Παρίσι. Ένα βράδυ, πολύ μεθυσμένος, χόρεψα ζεϊμπέκικο για πρώτη φορά και αυτή ήταν η αρχή από πολλές νύχτες χορού, πιοτού και μουσικής. Τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό και το νερό ερχόταν με μια αντλία βενζίνης που δούλευε όλη ημέρα. Νερό πίναμε μόνο μέρα παρά μέρα και αυτό ζεστό από ένα δοχείο (ίσως γι’ αυτό πίναμε τόσο πολύ κρασί). Πλενόμασταν χωρίς σαπούνι, ουσιαστικά το μπάνιο μας ήταν μόνο στη θάλασσα.
Σιγά σιγά το πάρτι που έκανα κάθε βράδυ έγινε διάσημο και άρχισαν να έρχονται άνθρωποι και από το Ηράκλειο. Το κρασί και τα φρούτα ήταν πολύ φτηνά κι έτσι μαζευόμασταν και τα μοιραζόμασταν. Πηγαίναμε συνέχεια σε ένα καφενείο ο ιδιοκτήτης του οποίου όταν φεύγαμε τον Οκτώβριο έβαλε τα κλάματα από χαρά, γιατί ήταν πια εξουθενωμένος και ήθελε να ξεκουραστεί! Οπως κι εγώ άλλωστε ύστερα από έναν μήνα καθημερινού μεθυσιού. Τα αυγά και οι ντομάτες με πολύ ελαιόλαδο ήταν σχεδόν το μοναδικό φαγητό που είχαμε διαθέσιμο. Στην ταβέρνα πληρώναμε μια στο τόσο. Μου πήρε πολύ καιρό να ξεφύγω από τα Μάταλα. Γύρισα πολλές φορές αλλά, μολονότι το τοπίο ήταν το ίδιο, η μαγεία είχε χαθεί. Υπήρχαν πολλοί τουρίστες. Ακόμη και οι ντόπιοι είχαν εκδιωχθεί από εκεί. Τελευταία φορά πήγα το 1980, χωρισμένος από την Τζάνετ, με άλλη κοπέλα. Θυμάμαι ένα όμορφο πρωινό τον Μανώλη τον ψαρά στο πιο ψηλό σημείο των σπηλιών έπαιζε ένα είδος μουσικής εκπυρσοκροτώντας το όπλο του και ένας άλλος στην παραλία απαντούσε χτυπώντας μια κονσέρβα. Αυτό που μου έμαθαν οι Κρητικοί ήταν να ζω με ψυχική διάθεση αληθινού, αυθεντικού ανθρώπου, περήφανου, ειλικρινούς, γενναιόδωρου, δυνατού και βέβαια με γερή δόση τρέλας· πράγμα φυσιολογικό όταν κάποιος ζει μέσα σε τέτοια συνεχή ομορφιά, λουσμένη από το ελληνικό φως που μοιάζει ανεπηρέαστο από τον πολιτισμό.
Ζαν, 1964-65
Matala dreamin’
Μια φίλη μού βρήκε μια καλή σπηλιά που βρεχόταν από τη θάλασσα – δεν θυμάμαι εάν έμενα με κάποιον άλλον ή όχι. Ηταν πολύ καθαρά. Καθαρίζαμε τη σπηλιά και τη διακοσμούσαμε με πέτρες και κοχύλια. Ψάχναμε για φύλλα ή άχυρα για να κάνουμε πιο μαλακή την επιφάνεια όπου κοιμόμασταν. Κάποιες φορές πηγαίναμε σε άλλες σπηλιές για να μοιραστούμε το φαγητό μας ή για να καπνίσουμε. Υπήρχε πολύ χόρτο για να αγοράσεις, αλλά δεν ξέρω αν κυκλοφορούσαν βαριά ναρκωτικά. Θυμάμαι που πήγαινα στη μοναδική ταβέρνα στην περιοχή, τη «Γοργόνα», για να αγοράσω ρυζόγαλο όταν είχα καπνίσει. Ήταν τόσο ωραίο! Τα Μάταλα ήταν ένα χωνευτήρι ιδεών, ταλέντου, τραγουδιστών, μουσικών και ποιητών. Όλοι ονειρευόμασταν την ουτοπία. Οι ντόπιοι –με εξαίρεση τον ιδιοκτήτη της «Γοργόνας» που ξεπουλούσε– νόμιζαν ότι ήμαστε τρελοί. Είμαι πολύ ευχαριστημένη που το έζησα όλο αυτό και γνώρισα τόσο τρελούς και απίθανους ανθρώπους.
Μπάρμπαρα, 1968
Αέρας ελευθερίας
Η ζωή μου στα Μάταλα εκείνη την εποχή ήταν η πιο υπέροχη περίοδος της ζωής μου. Ήταν η πρώτη δόση ελευθερίας που γεύτηκα. Είχα μεγαλώσει στον Καναδά, ήμουν η μεγαλύτερη κόρη Ευρωπαίων μεταναστών από την Αυστρία και την Ουγγαρία. Η ηθική της εργασίας ήταν πολύ δυνατή στην οικογένειά μου. Δούλευα με τον πατέρα μου τα καλοκαίρια και τα Σαββατοκύριακα από τότε που ήμουν 12 χρόνων. Οι γονείς μου ήταν πολύ αυστηροί και κατασταλτικοί απέναντί μου· σχεδίαζα και μεθόδευα πέντε χρόνια πώς να ξεφύγω από τον έλεγχό τους.Με το που έφτασα στην Ελλάδα αισθάνθηκα ότι βρέθηκα σε ένα μέρος όπου ένιωσα αμέσως σαν στο σπίτι μου – τουλάχιστον σαν στο σπίτι που ονειρευόμουν να έχω. Τότε ο κόσμος στην Ελλάδα ήταν (και παραμένει) τόσο φιλόξενος, ειδικά οι Κρητικοί. Εχω ζήσει σε διάφορα μέρη της Μεσογείου και της Ευρώπης και ταξίδεψα σε άλλα μέρη του κόσμου, αλλά σε κανένα άλλο δεν έζησα την ειλικρινή φιλοξενία και την καλοσύνη όπως στην Κρήτη και ιδιαίτερα στα Μάταλα.
Θυμηθείτε επίσης ότι ο άντρας με τον οποίο ζούσα σύντομα θα εργαζόταν για έναν Κρητικό αγρότη. Ο Αρτ ήταν ο μόνος αλλοδαπός στα Μάταλα που εργαζόταν σε Κρητικό. Ετσι δεν ήμασταν μόνο κάποιοι από τους χίπηδες, αλλά μάλλον ένα πιο μόνιμο και αναπόσπαστο κομμάτι του χωριού. Ο Αρτ έζησε εκεί έντεκα μήνες και εγώ συνολικά οκτώ μήνες, οπότε δεν ήμασταν μόνο προσωρινοί επισκέπτες.Για μένα το Μάταλα είναι από τα πιο σημαντικά μέρη του πλανήτη. Νομίζω ότι το ίδιο συμβαίνει με όσους έχουν ζήσει έστω για λίγο εκεί. Τα Μάταλα είναι πολύ περισσότερα πράγματα από αμμουδιά και ομπρέλες στην παραλία.
Έβελιν, 1970
Έξι μήνες στις σπηλιές
Εζησα έξι μήνες στις σπηλιές. Αυτό που θυμάμαι είναι οι Ελληνες στρατιώτες που τους έστελναν κάθε βράδυ στις σπηλιές για να μας διώξουν και τελικά κάθονταν και έπιναν τσιγάρα μαζί μας! Οι ψαράδες μάς έμαθαν να διατηρούμε τα ψάρια που μας έδιναν με το να τα τρίβουμε με αλάτι. Οι γυναίκες του χωριού μάς έφερναν ντομάτες και αγγούρια. Θυμάμαι συχνά αυτή την περίοδο. Ηταν από τις καλύτερες της ζωής μου. Εμαθα να ζω με πολύ λίγα.
Τζούντιθ, 60s
Ταξιδεύοντας με LSD
Ως χίπηδες δεν χρησιμοποιούσαμε αντηλιακό, αφήναμε τη φύση να δράσει ελεύθερα πάνω μας. Μια ημέρα, ύστερα από δέκα ώρες στην Κόκκινη Παραλία και έπειτα από ένα δυνατό ταξίδι με LSD, κάηκα τόσο πολύ που τόνοι από γιαούρτι στο σώμα μου δεν με βοήθησαν καθόλου. Την επόμενη ημέρα πήγα στις Μοίρες για να δει γιατρός το έγκαυμά μου. Όταν γύρισα πίσω, ο δρόμος για τα Μάταλα ήταν κλειστός από στρατιώτες. Τα σακίδιά μας ήταν πεταμένα έξω από το χωριό. Δεν μπορούσαμε πια να δούμε τους Έλληνες φίλους και γείτονές μας. Οι σπηλιές γέμισαν από στρατιώτες που τις χρησιμοποιούσαν σαν τουαλέτες. Έπειτα από καιρό είδα άρθρα σε εφημερίδες που παρουσίαζαν το πόσο βρόμικοι ήταν οι χίπηδες.
Άνι, 1970
Από τα κιμπούτς στην Κρήτη
Μάιος 1971. Έφτασα με οτοστόπ από τη Βρετανία στο Ισραήλ, όπου δούλεψα σε ένα κιμπούτς. Στη συνέχεια πήγα στην Αθήνα – ήταν τόσο χάλια μέρος που αμέσως έφυγα με το πρώτο πλοίο που βρήκα και πήγαινε στα Χανιά. Ύστερα από μια νύχτα στην παραλία πήγα στο Ηράκλειο· εκεί μου είπαν ότι να πάω στα Μάταλα. Έπειτα από επίπονο ταξίδι σε χωματόδρομο, έφτασα στα Μάταλα όπου βρήκα περίπου 30 χίπηδες στην παραλία που έλεγαν ιστορίες για τους εκατοντάδες χίπηδες που ζούσαν στις σπηλιές τον προηγούμενο χρόνο μέχρις που η αστυνομία τους έδιωξε.
Πέρασα 2 εβδομάδες στον παράδεισο. Τα πολυτελή σάντουιτς της «Μαμάς» ήταν αξέχαστα. Μια εβδομάδα μετά την άφιξή μου ένας μεγαλόσωμος γενειοφόρος Αμερικανός έφτασε σε ένα VW βανάκι με ένα «χαρέμι» γυναίκες. Κολυμπούσαμε, κάναμε καταδύσεις, παίζαμε μουσική, χαλαρώναμε και… ήταν παράδεισος. Οι γονείς μου πήγαν στην Κρήτη 4 χρόνια αργότερα. Τους είπα να επισκεφτούν τα Μάταλα για να δουν πώς ήταν – μαντέψτε, ο γενειοφόρος Αμερικανός ήταν ακόμη εκεί! Ήρθα στην Κρήτη πριν από 4 χρόνια για πρώτη φορά από τότε και πήγα στα Μάταλα. Λένε ποτέ μη γυρίζεις πίσω και έχουν δίκιο. Προσπάθησα να βρω ανθρώπους να μιλήσουμε για τις μέρες των χίπηδων, μα τον μόνο που βρήκα ήταν έναν πωλητή μπιχλιμπιδιών. Τουλάχιστον οι σπηλιές και η παραλία είναι ακόμη ίδιες.
Κρις, 1971
INFO
To υλικό προέρχεται από τον ιστότοπο www.matala.nl. Ευχαριστούμε τον Elzo Smid και τον Arn Strohmeyer για τη συνδρομή τους.