Ανακριτής-πέλεκυς για αξιωματικούς που έραβαν γαλόνια στο Μάτι

Συγκλονιστικά και ταυτόχρονα ανατριχιαστικά είναι όσα περιγράφει στο τρίτο αίτημά του προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ο ανακριτής που ερευνά την τραγωδία στο Μάτι Θανάσης Μαρνέρης σε σχέση με τις ευθύνες αξιωματικών της πυροσβεστικής και όχι μόνο. Την ώρα που η «πυρκαγιά με την ακραία συμπεριφορά» κατάκαιγε το Μάτι και τις γύρω περιοχές και 102 άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους, οι αρμόδιοι αξιωματικοί της πυροσβεστικής κοιτούσαν την καριέρα τους και τα προσωπικά τους οφέλη. 

Αντί να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να σώσουν ζωές και περιουσίες, αναλώθηκαν στο να «στήνουν παγίδες στους εσωτερικούς τους στην υπηρεσία αντιπάλους» αναφορικά με τη διαδοχή. Η ανέλιξη και η «ευνοϊκή μεταχείριση από τους αρμοδίους» σε συνδυασμό με τα «ωφελήματα» που θα αποκόμιζαν, τα οποία και επήλθαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, είχαν αποτέλεσμα να ολιγωρήσουν στη διαχείριση της πυρκαγιάς.

Η ολιγωρία και το αλαλούμ οδήγησαν στην τραγωδία. Αξιωματικοί προτίμησαν να στέλνουν εναέρια μέσα στην πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει κοντά στις εγκαταστάσεις της Motor Oil και όχι στην Πεντέλη, από όπου και ξεκίνησε η φονική πυρκαγιά. Και αυτό παρότι η φωτιά κοντά στα διυλιστήρια δεν ενέπνεε καμία ανησυχία. Αλλος αξιωματικός δεν πήγε καν στο Μάτι αν και έλαβε εντολή, υψηλόβαθμος αξιωματικός ξεναγούσε νεαρή επισκέπτρια στους χώρους του εθνικού αερολιμένα την ώρα της πυρκαγιάς, ενώ οι ελληνικές αρχές ενημερώθηκαν από αντίστοιχες της Δανίας ότι άνθρωποι βρίσκονταν στο νερό.

Για έντεκα αξιωματικούς της πυροσβεστικής ο ανακριτής Μαρνέρης ζητεί να ασκηθούν συμπληρωματικές ποινικές διώξεις σε βαθμό κακουργήματος. Ωστόσο οι εισαγγελείς απέρριψαν τρία διαδοχικά αιτήματά του.

Κατά τον ανακριτή Αθ. Μαρνέρη οι αξιωματικοί αυτοί προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση στο μέλλον από τους αρμοδίους – και τα κατάφεραν. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επιβράβευσε και αναβάθμισε τους ανώτατους αξιωματικούς όπως φαίνεται από τις ετήσιες κρίσεις στην πυροσβεστική τόσο το 2020 όσο και το 2021. Δηλαδή όλοι τους αντί να κριθούν αρνητικά υπηρεσιακά, πήραν βαθμούς, φτάνοντας ακόμη και στον βαθμό του αρχηγού από όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης.

Γι’ αυτούς που ήδη διώκονταν σε βαθμό πλημμελήματος τώρα ο ανακριτής Μαρνέρης ζητεί να διωχτούν και για κακούργημα. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός αγνόησε ακόμη και τις εκκλήσεις συγγενών θυμάτων της τραγωδίας που ζητούσαν από τον ίδιο προσωπικά να πάρει πίσω τις προαγωγές. Δεν το έκανε όμως. Το ενδιαφέρον του για την τραγωδία στο Μάτι εξαντλήθηκε μόνο στην πολιτική εκμετάλλευση της υπόθεσης.

Η ανακριτική έρευνα εντόπισε κακούργημα

Στις 15 Ιανουαρίου και ενώ είχε προηγηθεί σχετικό αίτημα της Βαρβάρας Βουκάκη-Φύτρου –η οποία έχασε στην τραγωδία στο Μάτι τον σύζυγο και τα δύο της παιδιά– μέσω του δικηγόρου της Βασιλείου Καπερνάρου, ο ανακριτής Μαρνέρης με αίτημά του προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών ζήτησε την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης σε βάρος 14 προσώπων.

Πρόκειται για έντεκα ανώτατους αξιωματικούς της πυροσβεστικής, δύο πρώην στελέχη της πολιτικής προστασίας και μία περιφερειακή σύμβουλο, για τους οποίους ζητούσε να διωχτούν ποινικά για το αδίκημα της θανατηφόρας έκθεσης κατά συρροή καθώς και της έκθεσης που είχε αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη με ενδεχόμενο δόλο, επικαλούμενος νέα στοιχεία που είχαν προκύψει από τη δική του έρευνα και από καταθέσεις εμπλεκομένων.

Στην ουσία ο ανακριτής ζητούσε την αναβάθμιση του κατηγορητηρίου από πλημμέλημα σε κακούργημα, καθώς ήδη είχαν ασκηθεί ποινικές διώξεις στα πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι, αλλά σε βαθμό πλημμελήματος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο ανακριτής ο οποίος ερευνά την υπόθεση «Μάτι» ζητούσε την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για μια σειρά από εμπλεκόμενα πρόσωπα.

Από το περασμένο καλοκαίρι είχε αποστείλει ακόμη δύο παρόμοια αιτήματα προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Κανένα όμως δεν έγινε δεκτό. Τρεις διαφορετικοί εισαγγελείς απέρριψαν τα αιτήματά του. Με το σκεπτικό «ότι δεν εντοπίζονται στοιχεία ικανά και πρόσφορα να θεμελιώσουν την έννοια του ενδεχόμενου δόλου…», όπως αναφέρει στην απάντησή του ο εισαγγελέας Γεώργιος Νούλης. Σύμφωνα με νομικές πηγές, είναι ίσως από τις λίγες φορές που εισαγγελέας απορρίπτει το αίτημα ανακριτή που έχει ερευνήσει σε βάθος μια υπόθεση και επικαλείται νέα στοιχεία. Επίσης η δικογραφία πήγε στον ανακριτή για περαιτέρω ενδελεχή έρευνα, διαφορετικά θα μπορούσε ίσως να πάει απευθείας στο ακροατήριο.

Εστηναν παγίδες για προσωπικό οφέλος

Στις 41 σελίδες του αιτήματος Μαρνέρη περιγράφονται μια σειρά από πράξεις και «παραλείψεις των αρμοδίων κατά τη διαχείριση της κρίσης». Παραλείψεις που κατά τη νομική κρίση του στοιχειοθετούν ενδεχόμενο δόλο. Ο ανακριτής αξιολογώντας όλα τα ευρήματα καταλήγει σε ένα ανατριχιαστικό συμπέρασμα. Την ώρα που η πυρκαγιά μαινόταν στο Μάτι και τις γύρω περιοχές οι ανώτατοι αξιωματικοί της πυροσβεστικής έβαζαν πάνω από όλα το προσωπικό τους συμφέρον. Προτίμησαν δηλαδή είτε να στήνουν «παγίδες» στους «εσωτερικούς τους αντιπάλους στην υπηρεσία» είτε να στείλουν όλα τα εναέρια μέσα κυρίως για την πυρκαγιά στη Motor Oil και όχι στο Μάτι. Με λίγα λόγια, την ύστατη ώρα ανώτατοι αξιωματικοί είχαν στο μυαλό τους πώς θα εξασφαλίσουν «μελλοντικά ωφελήματα» ή «ευνοϊκή μεταχείριση από τους αρμοδίους», όπως αναφέρει ο ανακριτής και όχι να σωθούν οι ζωές και οι περιουσίες των κατοίκων της περιοχής. Ο ανακριτής μάλιστα είναι σαφής: δεν αναφέρεται στους απλούς πυροσβέστες που κυριολεκτικά έδιναν τη μάχη για την κατάσβεση της πυρκαγιάς με κίνδυνο ζωής, αλλά στην τότε «ηγεσία της πυροσβεστικής». Στους ανώτατους αξιωματικούς ο ανακριτής διαπιστώνει την ύπαρξη «κινήτρου» σε όσα συνέβησαν τη μοιραία ημέρα.

«…Η ηγεσία της πυροσβεστικής υπηρεσίας (και όχι οι πυροσβέστες οι οποίοι μάχονταν με τη φωτιά και έθεσαν πράγματι τη ζωή τους σε κίνδυνο για τους οποίους φυσικά και δεν ζητήσαμε την ποινική δίωξη) είχε κίνητρο να αφήσει τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενη τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση των εναέριων μέσων κυρίως για τη Motor Oil και το στήσιμο “παγίδων” στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στην διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε…» επισημαίνεται στο ανακριτικό αίτημα. Ωφελήματα που πράγματι έγιναν αργότερα πράξη, με την προαγωγή τους από την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε υψηλές θέσεις κατά τις ετήσιες κρίσεις στην πυροσβεστική το 2020 και το 2021.

«Ειδικότερα ο Βασίλειος Ματθαιόπουλος έγινε αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος αμέσως μετά την πυρκαγιά στο Μάτι. Ο Στέφανος Κολοκούρης από αντιπύραρχος το 2018 πήρε δύο βαθμούς και έγινε αντιστράτηγος το 2019 και εν συνεχεία αρχηγός του ΠΣ το 2020. Ο Χρήστος Λάμπρος από αντιπύραρχος το 2018 έγινε υποστράτηγος το 2020. Ο Γεώργιος Πορτοζούδης από πύραρχος το 2018 έγινε αρχιπύραρχος το 2020. Ο Χαράλαμπος Χιώνης από αρχιπύραρχος το 2018 έγινε υποστράτηγος το 2020. Ο Δαμιανός Παπαδόπουλος από πύραρχος το 2018 έγινε αρχιπύραρχος το 2020. Ο Ιωάννης Σταμούλης από αρχιπύραρχος το 2018 έγινε υποστράτηγος το 2020. Ο Χρήστος Γκολφίνος αναβαθμίστηκε το 2020 σε διευθυντή Δασοπυρόσβεσης αλλά παρέμεινε αρχιπύραρχος» επισημαίνει ο ανακριτής στο αίτημά του.

Οι αξιωματικοί που «καίει» ο ανακριτής

Κατά τον ανακριτή, για τα συγκεκριμένα πρόσωπα «προκύπτουν χωρίς αμφιβολία επαρκείς ενδείξεις ότι… επέδειξαν αδιαφορία κατά την διαχείριση της κρίσης».

Πιο αναλυτικά, τρεις ανώτατοι αξιωματικοί για τους οποίους ζητά συμπληρωματική ποινική δίωξη είναι ο τότε αρχηγός της πυροσβεστικής Σωτήριος Τερζούδης, ο τότε υπαρχηγός επιχειρήσεων, αρμόδιος για την εποπτεία όλων των συμβάντων ανά τη χώρα και μετέπειτα αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος (ΠΣ) Βασίλειος Ματθαιόπουλος και ο τότε υποστράτηγος και διοικητής του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων (ΕΣΚΕ) Ιωάννης Φωστιέρης. Σύμφωνα με τον ανακριτή, οι τρεις αξιωματικοί «δεν εκμεταλλεύτηκαν τα αεροσκάφη και τις επίγειες δυνάμεις που είχαν στη διάθεσή τους. Αντίθετα μάλιστα χρησιμοποίησαν αεροδρόμια που αποδεδειγμένα ήταν κλειστά και στα οποία τα ελάχιστα αεροσκάφη που διέθεταν προς κατάσβεση της φωτιάς δεν μπορούσαν να προσγειωθούν/απογειωθούν».

Συμπληρωματική ποινική δίωξη ζητείται επίσης και για τον τότε διοικητή των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Νικόλαο Παναγιωτόπουλο, τον τότε διοικητή του Πυροσβεστικού Σταθμού Νέας Μάκρης Δαμιανό Παπαδόπουλο και τον τότε διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής Χαράλαμπο Χιώνη. Οπως αναφέρεται, οι τρεις αξιωματικοί «δεν εισηγήθηκαν την απομάκρυνση/εκκένωση της υπό κρίση περιοχής. Αντίθετα μάλιστα δεν μπορούσαν καν να βρεθούν όταν οι αρμόδιοι της ΕΛΑΣ τους αναζητούσαν». Μάλιστα ο Παπαδόπουλος φέρεται να έφυγε από τον τόπο της πυρκαγιάς, παρότι ήταν επικεφαλής τουλάχιστον από τις 17.15. Προτού φτάσει στο σημείο ο ανώτερός του στις 17.19.

Ακόμη ένα πρόσωπο που καίει ο ανακριτής είναι και ο τότε εναέριος συντονιστής, υποστράτηγος σήμερα στον βαθμό Χρήστος Λάμπρης. Ο συγκεκριμένος φέρεται να «έφυγε αδικαιολόγητα από τον τόπο της πυρκαγιάς, ενώ μπορούσε ακόμη να συντονίζει το μοναδικό εναέριο μέσο που επιχειρούσε στην περιοχή». Πιο αναλυτικά, αν και βρισκόταν σε ελικόπτερο (το «Φλόγα 11» που αναφέρεται στη συνέχεια) και μπορούσε να πραγματοποιήσει ρίψεις για ακόμη 30-40 λεπτά, εντούτοις έφυγε από το σημείο.

Συγκλονιστικά είναι όσα αναφέρει για τον σημερινό αρχηγό του ΠΣ και τότε διοικητή της 1ης ΕΜΑΚ Στέφ. Κολοκούρη. Οπως επισημαίνει, «αν και του δόθηκε σχετικά εντολή περί ώρα 17.00 δεν πήγε ποτέ στο Νταού Πεντέλης». Αντίθετα παρέμεινε με όλες τις δυνάμεις του στην παραλία της Κινέτας, όπου δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για τις ανθρώπινες ζωές, αφού η εκκένωση στην περιοχή είχε ήδη ολοκληρωθεί, μάλιστα χωρίς τη συμμετοχή του ιδίου. Με το να μείνει στην Κινέτα, ο Κολοκούρης κατέστησε «ανενεργό τόσο το έμψυχο υλικό όσο και το διασωστικό εξοπλισμό της ΕΜΑΚ». Επίσης δεν έδωσε ποτέ εντολή στα πληρώματα των σωστικών λέμβων να μεταβούν από την Ελευσίνα στην πληγείσα περιοχή.

Ακόμη ένας αξιωματικός που «καίει» ο ανακριτής είναι ο τότε διοικητής της υπηρεσίας Εναέριων Μέσων της Πυροσβεστικής στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» Γ. Πορτοζούδης. Ο εν λόγω αξιωματικός «δεν έδωσε καμία εντολή απογείωσης στους αρμόδιους πιλότους της υπηρεσίας εναέριων μέσων του Πυροσβεστικού Σώματος». Ο Πορτοζούδης είναι το πρόσωπο που την ώρα της πυρκαγιάς ξεναγούσε στους χώρους του εθνικού αερολιμένα κάποια γυναίκα, ενώ σε φωτογραφίες φαίνεται ότι ήταν αυτός που εμφανίζεται να μεταφέρει με το ελικόπτερο τον Νίκο Χαρδαλιά επί κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Ο σημερινός αρχιπύραρχος Χρ. Γκολφίνος το 2018 ήταν διευθυντής του 199 ΣΕΚΥΠΣ, αρμόδιος για τις κινήσεις των επίγειων οχημάτων. Κατά τον ανακριτή δεν διέθεσε τα επίγεια οχήματα. Ο Ι. Σταμούλης ήταν διοικητής των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών στον Πειραιά. Κατά τον ανακριτή ήταν μεταξύ των αξιωματικών που ευθύνονται για τη μη διάθεση των πλοιάριων προς διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα.

Εκτός από τους αξιωματικούς της πυροσβεστικής ο ανακριτής ζητά την αναβάθμιση του κατηγορητηρίου και για ακόμη δύο πρόσωπα. Τον τότε γενικό γραμματέα Πολιτικής Προστασίας Ιωάννη Καπάκη, επειδή δεν κήρυξε την Αττική σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπως επίσης και για την τότε περιφερειακή σύμβουλο Αττικής – υπεύθυνη για την Πολιτική Προστασία Ιωάννα Τσούπρα, η οποία φέρεται να «μετέβη καθυστερημένα στην περιοχή ήτοι μετά τις 18.00 και δεν έδωσε καμία εντολή για απομάκρυνση πολιτών».

Ευθύνες στην πρόληψη, την εκκένωση και τη διάσωση

Κατά τον ανακριτή, οι παραλείψεις των αρμοδίων έλαβαν χώρα σε τρία στάδια: στην «πρόληψη – κατάσβεση της πυρκαγιάς», την «εκκένωση» και τη «διάσωση». Οπως επισημαίνεται:

• Την ημέρα εκείνη «δεν υπήρχε εναέρια επιτήρηση από το ΓΕΑ μεταξύ του χρονικού διαστήματος 11.00 με 17.00». Παρά το γεγονός ότι οι αρμόδιοι γνώριζαν τις καιρικές συνθήκες στην περιοχή, όσο και το γεγονός ότι η περιοχή του Νταού Πεντέλης και του Νέου Βουτζά είχαν ιστορικό προηγούμενων πυρκαγιών και χαρακτηρίζονταν «περιοχές υψηλής επικινδυνότητας». Σύμφωνα με έκθεση πραγματογνώμονα της πυροσβεστικής, στην περιοχή έπνεαν θυελλώδεις άνεμοι οι οποίοι φέρουν την ονομασία «καταβάτες». Οι άνεμοι αυτοί «θεωρούνται παγκοσμίως ως ο πιο επικίνδυνος παράγοντας για την εξάπλωση της δασικής πυρκαγιάς». Επίσης, «οι ριπές ανέμου που καταγράφηκαν ήταν οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί τους καλοκαιρινούς μήνες» από το 2010.

• Η παράλειψη της μη εναέριας επιτήρησης συνδέεται άμεσα με τη μεγάλη καθυστέρηση στην κινητοποίηση για την έγκαιρη αντιμετώπιση της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης. Εάν υπήρχε εναέρια επιτήρηση, τότε η φωτιά θα είχε εντοπιστεί άμεσα και οι εναέριες μαζί με τις επίγειες δυνάμεις της πυροσβεστικής θα «επιχειρούσαν άμεσα, γρήγορα και αποτελεσματικά». Το παράξενο είναι πως την ημέρα εκείνη υπήρχαν διαθέσιμα αεροσκάφη. Επρόκειτο για δύο αεροσκάφη τύπου Canadair CL 215 και CL 415 με χωρητικότητα νερού έξι τόνων τουλάχιστον, καθώς και αεροσκάφος τύπου PZL χωρητικότητας τουλάχιστον 500 λίτρων νερού, το οποίο βρισκόταν στο αεροδρόμιο της Δεκέλειας.

Προσγειώθηκαν σε λάθος… αεροδρόμιο

Εντυπωσιακά είναι και όσα αναφέρει ο ανακριτής αναφορικά με δύο από τα «καλύτερα» ελικόπτερα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Πρόκειται για τα S-64 N194 και S-64 N218, για τα οποία οι αρμόδιοι δεν φρόντισαν «για τη μεταστάθμευσή τους», με αποτέλεσμα «να μην μπορούν να απογειωθούν την κρίσιμη στιγμή και να επιχειρήσουν τις πρώτες ώρες έναρξης της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης».

Πιο αναλυτικά το S-64 N194 απογειώθηκε από την Ανδραβίδα στις 14.20 προκειμένου να επιχειρήσει στα Μεγάρεια Ορη. Στις 16.23 προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Παρά το γεγονός ότι για το αεροδρόμιο αυτό ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας είχε ενημερώσει το συντονιστικό κέντρο ΕΣΚΕ ότι θα είναι εκτός ενέργειας λόγω ανέμων. Ως αποτέλεσμα, όταν στις 16.50 δόθηκε εντολή να πετάξει το ελικόπτερο δεν κατάφερε να απογειωθεί.

Το ίδιο συνέβη και με το S-64 N218. Το ελικόπτερο απογειώθηκε από το αεροδρόμιο της Πάχης Μεγάρων στις 15.23 και προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας το οποίο από τις 14.27 είχε κλείσει. Κανείς δεν φρόντισε να δοθεί εντολή ώστε να προσγειωθεί είτε στο Τατόι είτε στην Πάχη Μεγάρων είτε στο ελικοδρόμιο της Νέας Μάκρης και στο «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Δεν έδωσαν εντολή για Πεντέλη, ενώ μπορούσαν

Ο ανακριτής διαπιστώνει επίσης μια σειρά από σημεία και τέρατα. Από τις 17.04 μέχρι τις 17.30 στην περιοχή της Πεντέλης, από όπου και ξεκίνησε η πυρκαγιά, επιχειρούσε μόλις ένα ελικόπτερο. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει ο ανακριτής, από τις 16.41 όταν το ΕΣΚΕ ενημερώθηκε από εθελοντές πυροσβέστες και από τον Κρόνο Πεντέλης έως και τις 18.00 θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και άλλα εναέρια μέσα. Ενα από αυτά ήταν και το «Φλόγα 10», ένα ελικόπτερο με κάδο πυρόσβεσης τριών τόνων. Το «Φλόγα 10» επιχειρούσε στην Κινέτα έως και τις 17.20 που προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Πάχης, παρότι «η πυρκαγιά στην περιοχή Καλαμακίου ήταν ελεγχόμενη και η φωτιά έρπουσα σε θάμνους». Οι αρμόδιοι αξιωματικοί δεν του έδωσαν «εντολή εκτροπής» ώστε από τις 16.53 να αρχίσει να επιχειρεί. Το ίδιο συνέβη και με το «Φλόγα 11» το οποίο επίσης επιχειρούσε στην περιοχή της Κινέτας ενώ θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ρίψεις νερού στην Πεντέλη από τις 16.53. Μάλιστα εάν προσγειωνόταν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και ανεφοδιαζόταν θα μπορούσε να επιχειρήσει ακόμη 20-25 λεπτά.

Επίσης αεροσκάφος Canadair CL 215 χωρητικότητας 6 τόνων νερού επιχειρούσε μέχρι τις 17.45 στην Κινέτα. Στις 18.51 συνέχισε με εντολή στην περιοχή Ισθμια – Καλαμάκι. Ωστόσο εκεί από τις 16.46 είχε υπάρξει ενημέρωση ότι η «φωτιά είναι έρπουσα και η κατάσταση ελεγχόμενη».

Επιχειρούσαν στη Motor Oil αντί στο Μάτι

Αξιοσημείωτα είναι επίσης όσα αναφέρει ο ανακριτής αναφορικά με τη Motor Oil. Αξιωματικοί της πυροσβεστικής φρόντισαν ώστε εναέρια μέσα να μεταβούν στις εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου προκειμένου να εξακριβώσουν αν υπάρχει πυρκαγιά ή όχι αντί να δώσουν εντολή να μεταβούν στο Νταού Πεντέλης και να προλάβουν την πυρκαγιά προτού αυτή επεκταθεί. Ωστόσο από τις 16.46 το ελικόπτερο S-64 N189 ενημέρωσε το ΕΣΚΕ ότι η πυρκαγιά κοντά στις εγκαταστάσεις της Motor Oil ήταν «ελεγχόμενη και έρπουσα σε θάμνους». Κανείς όμως δεν έδωσε εντολή να συνεχίσει το συγκεκριμένο ελικόπτερο να επιχειρεί στην Πεντέλη όπου και θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τουλάχιστον δύο ρίψεις νερού.

Εντυπωσιακά είναι και όσα αναφέρονται για το ελικόπτερο S-64 N194. Αυτό που προσγειώθηκε στην Ελευσίνα και όταν έλαβε εντολή να απογειωθεί λόγω των ισχυρών ανέμων δεν μπορούσε. Οπως επισημαίνεται, όταν τελικά στις 17.46 κατάφερε να απογειωθεί και 10 λεπτά μετά είχε φτάσει κοντά στα 17.56, έλαβε εντολή να μεταβεί στα Ισθμια κοντά στις εγκαταστάσεις της Motor Oil. Αν και οι αξιωματικοί γνώριζαν από τις 16:46 ότι δεν συνέτρεχε σοβαρός κίνδυνος.