«Η χθεσινή γενική αναστολή του δικαιώματος του δημοσίως συνέρχεσθαι επί 4 ημέρες σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας εν όψει της επετείου του Πολυτεχνείου δεν τηρεί τις προδιαγραφές που θέτουν το Σύνταγμα και οι νόμοι», αποφαίνεται με ανακοίνωσή της η Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ).
«Το δημοκρατικό μας Σύνταγμα είναι εγνωσμένα εχθρικό απέναντι σε κάθε ιδέα γενικευμένου σιωπητηρίου και αναστολής της κριτικής έναντι οιασδήποτε εξουσίας, οσοδήποτε αγαθές και αν είναι οι προθέσεις και οι σκοποί μιας πολιτικής», καταλήγει με νόημα η ΕλΕΔΑ στην ανακοίνωσή της.
Η ανακοίνωση
Γενική απαγόρευση συναθροίσεων: Στις εξαιρετικές περιστάσεις είναι εξαιρετικά κρίσιμος ο πυρήνας των ελευθεριών
«Η κατάσταση ανάγκης που έχει δημιουργήσει η πανδημία δικαιολογεί προφανώς σειρά από μέτρα που περιορίζουν την άσκηση των ελευθεριών που εγγυάται στο πρόσωπο της καθεμιάς και καθενός η Ελληνική Δημοκρατία. Για να είναι όμως τα μέτρα αυτά πράγματι δικαιολογημένα δεν αρκεί ούτε να είναι αποτελεσματικά ούτε να τα υποδεικνύει κάποια επιτροπή ειδικών. Γιατί τότε μόνον μπορούν να αξιώνουν την υπακοή μας εάν και εφόσον ανταποκρίνονται ευλαβικά στους όρους που θέτουν το Σύνταγμα και οι νόμοι της Δημοκρατίας μας. Και ανάμεσα στους αδιαπραγμάτευτους αυτούς όρους πρώτος και καλύτερος είναι το να μας αντιμετωπίζουν οι δημόσιες αρχές όλες και όλους μας κατ’ αρχάς ως υπεύθυνους πολίτες και όχι ως εκ προοιμίου άτακτους ανήλικους που χρήζουν κηδεμόνα.
Η χθεσινή γενική αναστολή του δικαιώματος του δημοσίως συνέρχεσθαι επί 4 ημέρες σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας εν όψει της επετείου του Πολυτεχνείου δεν τηρεί τις προδιαγραφές που θέτουν το Σύνταγμα και οι νόμοι: το άρθρο 11 § 2 Σ. επιτρέπει μόνο κατ’ εξαίρεση τέτοια απαγόρευση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης για δύο περιοριστικά απαριθμούμενους και στενά ερμηνευόμενους λόγους: α) το να υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή β) να επαπειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Εν προκειμένω, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι στην έννοια της δημόσιας ασφάλειας εμπεριέχεται και η προστασία της δημόσιας υγείας, πάντως η καθολική απαγόρευση, χωρίς διάκριση, οιασδήποτε συνάθροισης, ακόμα και συμβολικής και ολιγομελούς, με μέριμνα τήρησης των γνωστών μέτρων προφύλαξης, ακόμα δε και εκείνων των φορέων, όπως ιδίως κομμάτων ή συνδικαλιστικών οργανώσεων, που γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να τιμήσουν την επέτειο του Πολυτεχνείου με διαφορετικό από το συνήθη τρόπο, παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας των μέτρων. Περαιτέρω, ακόμα και αν πράγματι η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 επιτρέπει περιορισμούς των ελευθεριών μας για λόγους δημόσιας υγείας, η σχετική διάταξη κάνει με το παραπάνω σαφές ότι οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να αφορούν μόνον ατομικώς συγκεκριμένα πρόσωπα που συνιστούν κίνδυνο και σίγουρα όχι τον καθένα, όπως συμβαίνει με την επίμαχη απόφαση του Αρχηγού ΕΛΑΣ.
Η ΕλΕΔΑ έχει εκφράσει τη θέση ότι οι περιορισμοί των ελευθεριών μας κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν συνταγματικά ανεκτοί στο βαθμό που αξίωναν από τη καθεμιά και τον καθένα να εκπληρώσουμε υπεύθυνα προς τους συμπολίτες μας το χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης, που υπέχουμε απέναντί τους, ενόσω οι δημόσιες αρχές θα διασφάλιζαν την ισότιμη και αποτελεσματική στήριξη της υγειονομικής ασφάλειας και της οικονομικής επιβίωσης όλων. Καμία αξίωση κοινωνικής αλληλεγγύης δεν μπορεί να εκφραστεί με την γενική απαγόρευση δημοσίων συναρθροίσεων πολιτών που επιδιώκουν να διαδηλώσουν έτσι την κοινή πολιτική τους θέση, προεξοφλώντας ότι αυτοί αδυνατούν να αντιληφθούν την ανάγκη να τηρήσουν κατά τη δημόσια συνεύρεσή τους τις ενδεδειγμένες προδιαγραφές υγειονομικής ασφάλειας. Ο έκδηλος αυταρχικός πατερναλισμός της επίμαχης απόφασης σε συνδυασμό με σειρά άλλων συναφών περιστατικών των τελευταίων ημερών, κατ’ εξοχήν δε τις συλλήψεις και την άσκηση ποινικών διώξεων για διέγερση σε απείθεια σε βάρος προσώπων που ανακοίνωναν δημόσια την πρόθεσή τους να συμμετέχουν σε πορεία, ενόσω δεν είχε καν ακόμα δημοσιευθεί η απόφαση παρά μόνον η πρόθεση της Κυβέρνησης για απαγόρευση, δημιουργούν την εντύπωση της εγκαθίδρυσης στη χώρα μας μιας πολιτειακής νοοτροπίας των κυβερνώντων που αφίσταται κατά πολύ των αρχών του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Σύμπτωμα δε αυτής της επικίνδυνης νοοτροπίας είναι ακριβώς και η ετοιμότητα της κυβέρνησης και των φίλα προσκειμένων σε αυτή ΜΜΕ να στιγματίσουν κάθε αντίρρηση στις πολιτικές επιλογές τους ως σκοταδιστικό ανορθολογισμό και λαϊκισμό. Το δημοκρατικό μας Σύνταγμα είναι εγνωσμένα εχθρικό απέναντι σε κάθε ιδέα γενικευμένου σιωπητηρίου και αναστολής της κριτικής έναντι οιασδήποτε εξουσίας, οσοδήποτε αγαθές και αν είναι οι προθέσεις και οι σκοποί μιας πολιτικής.
Και αν είναι αληθές ότι η απλή λογική επιβάλλει την αναγνώριση των εξαιρετικών περιστάσεων και συνεπώς της ανάγκης λήψης εξαιρετικών μέτρων, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι ιδίως σε περιόδους κρίσης είναι ακόμα πιο πολύτιμη η διαφύλαξη του σκληρού πυρήνα του δημοκρατικού κράτους δικαίου, στον οποίον αυτονόητα εντάσσονται οι ελευθερίες έκφρασης και συνάθροισης και οι θεμελιώδεις συνταγματικές εγγυήσεις τους».