Το νέο μυθιστόρημα του Γκρεγκ Όλσεν με τίτλο «Αν το πεις» (If you tell) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell σε μετάφραση του Νεκτάριου Καλαϊτζή στις 19 Μαρτίου.
Κάποιες φορές η πραγματικότητα ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο αριστοτέχνης του «True crime» στις ΗΠΑ, δηλαδή των βιβλίων που εξιστορούν πραγματικά εγκλήματα που συγκλόνισαν την Αμερική και όχι μόνο. Ο βραβευμένος Γκρεγκ Όλσεν έχει γράψει μέχρι σήμερα περισσότερα από τριάντα βιβλία και καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του έχει επιδείξει την εξαιρετική ικανότητά του να δημιουργεί γλαφυρές και συναρπαστικές αφηγήσεις που εμβαθύνουν στη ζωή και τον ψυχισμό ανθρώπων παγιδευμένων σε ακραίες συνθήκες και περιστάσεις. Έργα του έχουν κατακτήσει την πρώτη θέση στις λίστες των μπεστ σέλερ των New York Times, Amazon Charts, Wall Street Journal, Washington Post και USA Today.
Το «Αν το πεις» είναι μια σκληρή ιστορία επιβίωσης, «ένα συνταρακτικό αριστούργημα για την αδελφική αγάπη και για όσα μπορεί να καταφέρει το θάρρος και η δύναμη της ψυχής» (People Magazine). Ο Όλσεν «αφηγείται την απίστευτη κακοποίηση και τους βασανισμούς που υπέστησαν οι τρεις αδελφές Νίκι, Σάμι και Τόρι Νότεκ από την ίδια τους τη μητέρα, τη Σέλι» (BuzzFeed) και τον αγώνα που έκαναν για να ξεφύγουν από το αρρωστημένο οικογενειακό τους περιβάλλον και μια ζωή εγκλωβισμένη σε ψέματα, εκφοβισμό, εξαναγκασμούς και φόνους…
Μπορεί να έχει περάσει περισσότερο από μια δεκαετία, αλλά όταν οι αδελφές Νότεκ ακούν τη λέξη μαμά νιώθουν να τους ξεσκίζει τα σωθικά σαν τα νύχια του αετού, ξυπνώντας μνήμες που έχουν ορκιστεί να τις κρατήσουν μυστικές από τα παιδικά τους χρόνια. Μέχρι σήμερα.
Χρόνια ολόκληρα, πίσω από τις κλειστές πόρτες του αγροτόσπιτού τους στο Ρέιμοντ της Πολιτείας της Ουάσινγκτον, η σαδίστρια μητέρα τους Σέλι τις κακοποιούσε υποβάλλοντάς τες σε αφάνταστους εξευτελισμούς και σε σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια. Όμως μέσα σ’ όλα αυτά, η Νίκι, η Σάμι και η Τόρι κατόρθωσαν να σφυρηλατήσουν έναν ακαταμάχητο δεσμό που τις έκανε λιγότερο ευάλωτες απ’ ό,τι φανταζόταν η μητέρα τους. Ενώ τρίτα πρόσωπα παγιδεύονταν στον σατανικό και διεστραμμένο ιστό της Σέλι, οι τρεις αδελφές βρήκαν τη δύναμη και το θάρρος να γλιτώσουν από έναν εφιάλτη που έπαιρνε ολοένα μεγαλύτερες διαστάσεις, καταλήγοντας σε πολλούς φόνους.
Οδυνηρό και σπαρακτικό, το «Αν το πεις» είναι μια ιστορία επιβίωσης από το απόλυτο κακό και ένας ύμνος στον αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη που έκαναν η Νίκι, η Σάμι και η Τόρι, ρισκάροντας την ίδια τους τη ζωή. Αδελφές για πάντα, ποτέ πια θύματα, βρήκαν ένα φως μες στο σκοτάδι, που τις έκανε τις δυνατές γυναίκες που είναι σήμερα, κατακτώντας το δικαίωμα να παίρνουν και να δίνουν αγάπη, και να προχωρούν στη ζωή τους.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Τρεις αδελφές.
Μεγάλες γυναίκες σήμερα.
Ζουν και οι τρεις στη Βορειοδυτική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η μεγαλύτερη, η Νίκι, μένει στα εύπορα προάστια του Σιάτλ, σε μια πανάκριβη μονοκατοικία με γυαλιστερά ξύλινα πατώματα και εκλεκτά έπιπλα. Είναι λίγο πάνω από τα σαράντα, παντρεμένη, με ένα σπίτι γεμάτο όμορφα παιδιά. Η γωνιά με τις οικογενειακές φωτογραφίες στο καθιστικό διηγείται την καλή ζωή που έχουν χτίσει αυτή και ο σύζυγός της, με μια επιτυχημένη επιχείρηση και μια ηθική πυξίδα που τους έχει κρατήσει πάντα σταθερά στραμμένους προς τη σωστή κατεύθυνση.
Αρκεί η αναφορά μιας μόνο λέξης για να την ξαναγυρίσει πίσω στο αδιανόητο.
«Μαμά».
Κάποιες φορές κυριολεκτικά τρέμει όταν την ακούει, μια ενστικτώδης αντίδραση σε μια λέξη που την ξεγδέρνει σαν τα νύχια ενός αετού, ξεσκίζοντάς της το πετσί ώσπου να τρέξει αίμα.
Βλέποντάς την κανένας δε θα υποπτευόταν τι έχει περάσει και από τι έχει επιβιώσει. Και πέρα από τη στενή οικογένειά της κανένας πραγματικά δεν το ξέρει. Δεν είναι μια μάσκα που τη φοράει για να κρύψει το παρελθόν, αλλά μια αθέατη μαρτυρία θάρρους.
Όσα συνέβησαν στη Νίκι την έκαναν πιο δυνατή. Την έκαναν την απίστευτη γυναίκα που είναι σήμερα.
Η μεσαία κόρη, η Σάμι, τελικά επέστρεψε να ζήσει στη γενέτειρά της, στην ίδια εκείνη μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη της Πολιτείας της Ουάσινγκτον όπου συνέβησαν όλα. Μόλις μπήκε στα σαράντα και διδάσκει σε ένα δημοτικό σχολείο της περιοχής. Έχει κατσαρά μαλλιά και μεταδοτικό χιούμορ. Το χιούμορ είναι η πανοπλία της. Ανέκαθεν ήταν. Όπως τα παιδιά της μεγαλύτερης αδελφής της, έτσι και τα παιδιά της Σάμι είναι ό,τι θα ονειρευόταν κάθε μητέρα για τα βλαστάρια της. Έξυπνα. Γεμάτα ζωή. Χορτασμένα αγάπη.
Όταν η Σάμι ανοίγει το ντους το πρωί, πριν ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο και φύγει για τη δουλειά, δεν περιμένει ούτε στιγμή να ζεσταθεί το νερό. Χώνεται αμέσως μέσα αφήνοντας το παγωμένο νερό να μουδιάσει το κορμί της. Όπως τη Νίκι, έτσι και τη Σάμι τη στοιχειώνουν όσα συνέβησαν στο παρελθόν. Πράγματα που δεν μπορεί να τ’ αποτινάξει.
Πράγματα που δεν μπορεί να ξεχάσει.
Η μικρότερη, όπως και οι μεγαλύτερες αδελφές της, είναι μια κούκλα. Η Τόρι είναι μόλις τριάντα χρονών. Είναι ξανθιά, επαναστάτρια και πανέξυπνη. Μένει πιο μακριά, στο Κεντρικό Όρεγκον, αλλά είναι πολύ δεμένη με τις αδελφές της. Οι δοκιμασίες που αντιμετώπισαν και το κουράγιο τους έχουν σφυρηλατήσει έναν ισχυρό, αδιάρρηκτο δεσμό ανάμεσά τους. Αυτή η νεαρή γυναίκα έχει κατορθώσει να χτίσει μια καταπληκτική ζωή και σήμερα εργάζεται ως διαχειρίστρια μέσων κοινωνικής δικτύωσης για έναν από τους σημαντικότερους παίκτες στον κλάδο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Όσα γράφει εκεί, επαγγελματικά αλλά και για την προσωπική ζωή της, πάντα προκαλούν ένα χαμόγελο ή και σε κάνουν να λυθείς στα γέλια.
Έφτασε εκεί που έφτασε ασφαλώς χάρη στις δικές της ικανότητες, λέει όμως ότι δε θα μπορούσε να τα είχε καταφέρει χωρίς τις αδελφές της.
Όποτε είναι στο διάδρομο με τα καθαριστικά σπιτιού του σουπερμάρκετ και τα μάτια της πέφτουν στο ράφι με τις χλωρίνες, αποστρέφει το βλέμμα. Σχεδόν μορφάζει. Δεν αντέχει να τις βλέπει. Και σίγουρα δεν αντέχει να μυρίσει χλωρίνη. Όπως και για τις αδελφές της, τα μικρά πράγματα –η κολλητική ταινία, τα αναλγητικά χάπια, ο ήχος του χορτοκοπτικού– είναι εκείνα που τη στέλνουν πίσω σε μια εποχή και ένα μέρος όπου η μητέρα τους έκανε πράγματα που και οι τρεις τους ορκίστηκαν να τα κρατήσουν για πάντα μυστικά.
Το ότι υπέμειναν τη μητέρα τους ήταν αυτό που τις ένωσε. Και ενώ έχουν γεννηθεί από τρεις διαφορετικούς πατεράδες, ένιωθαν πάντα εκατό τοις εκατό αδελφές. Ποτέ ετεροθαλείς. Ο αδελφικός δεσμός τους ήταν το μόνο στο οποίο μπορούσαν να βασίζονται οι αδελφές Νότεκ και, ουσιαστικά, το μόνο που δεν μπόρεσε να τους στερήσει η μητέρα τους.
Ήταν αυτό που τους έδωσε τη δύναμη να επιβιώσουν.
Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο
Η Μ Η Τ Ε ΡΑ
Σ Ε Λ Ι
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1
Κάποιες μικρές πόλεις είναι χτισμένες πάνω σε ματωμένη γη και προδοσία. Το Μπατλ Γκράουντ* της Πολιτείας της Ουάσινγκτον, περίπου είκοσι χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Βανκούβερ, κοντά στα σύνορα με την Πολιτεία του Όρεγκον, είναι ένα τέτοιο μέρος. Η κωμόπολη έχει πάρει το όνομά της από μια αδιέξοδη αναμέτρηση ανάμεσα στη φυλή των Ινδιάνων Κλίκιτατ και στο στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Ινδιάνοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τους στρατώνες των λευκών, όπου τους είχαν φυλακίσει, αλλά ενώ γίνονταν διαπραγματεύσεις συνθηκολόγησης αντήχησε μια τουφεκιά, που σκότωσε τον Άμτακ, τον αρχηγό των Κλίκιτατ.
Είναι πολύ ταιριαστό η γενέθλια πόλη της Μισέλ «Σέλι» Λιν Γουάτσον, μετέπειτα Ριβάρντο, μετέπειτα Λονγκ και τέλος Νότεκ να έχει μείνει γνωστή για μια σημαντική σύγκρουση και μια ψεύτικη υπόσχεση.
Όπως αποδείχτηκε, έτσι έζησε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της και η Σέλι.
Για εκείνους που έζησαν εκεί τη δεκαετία του 1950, το Μπατλ Γκράουντ ήταν η επιτομή της αμερικανικής επαρχίας με καλά σχολεία, γείτονες που νοιάζονταν ο ένας τον άλλο και έναν όμιλο μπόουλινγκ που κανονιοβολούσε τις κορύνες ανελλιπώς τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββάτου. Οι μπαμπάδες εργάζονταν σκληρά για να μπορέσουν να αγοράσουν το καινούργιο αυτοκίνητο και μια όμορφη μονοκατοικία. Οι περισσότερες μαμάδες έμεναν στο σπίτι για να φροντίζουν τα παιδιά τους, και κάποιες φορές αργότερα επανεντάσσονταν στο εργατικό δυναμικό ή παρακολουθούσαν μα θήματα στο Κολέγιο Κλαρκ για να συνεχίσουν όνειρα που είχαν ανατραπεί από τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής και το γάμο.
Αν το Μπατλ Γκράουντ είχε κάποια σημαντική προσωπικότητα, αυτή ήταν ο πατέρας της Σέλι.
Με ύψος ένα κι ογδόντα οχτώ και φαρδιούς ώμους, ο Λες Γουάτσον, πρώην αστέρας του στίβου και του φούτμπολ στο Λύκειο του Μπατλ Γκράουντ, ήταν διάσημος σε όλη την πόλη. Τον ήξεραν και οι πέτρες. Ήταν έξυπνος, γοητευτικός, γαλίφης και μάστορας στην αερολογία. Και όμορφος. Όλα τα κορίτσια στην πόλη τον θεωρούσαν κελεπούρι. Όχι μόνο αυτός και η μητέρα του είχαν και διηύθυναν δύο οίκους ευγηρίας, αλλά ο Λες είχε επίσης το Tiger Bowl, μια αίθουσα μπόουλινγκ με δέκα διαδρόμους, που μάλιστα διέθετε και μια καντίνα με δώδεκα καθίσματα.
Εκεί εργαζόταν η Λάρα Στόλινγκς το 1958. Είχε μόλις αποφοιτήσει από το Λύκειο του Φορτ Βανκούβερ και πουλούσε χάμπουργκερ για να μαζέψει χρήματα για το κολέγιο. Τα σγουρά μαλλιά της Λάρα ήταν ξανθά, πιασμένα σε μια αλογοουρά που κουνιόταν πέρα- δώθε καθώς έπαιρνε τις παραγγελίες. Με τα λαμπερά γαλάζια μάτια της ήταν αναμφισβήτητα κούκλα. Ήταν επίσης έξυπνη. Αργότερα θα έλεγε ότι το είχε σκυλομετανιώσει και ότι ο εγκέφαλός της δε λειτουργούσε κανονικά, όταν συμφώνησε να τα φτιάξει και τελικά να παντρευτεί τον Λες Γουάτσον.
Ο Λες ήταν επίσης δέκα χρόνια μεγαλύτερος, παρόλο που είχε πει ψέματα στην έφηβη μνηστή του ότι την περνούσε μόνο τέσσερα χρόνια.
«Παρασύρθηκα από τα δήθεν προσόντα του», είπε χρόνια αργότερα η Λάρα θρηνώντας για την επιλογή που είχε κάνει. «Την πάτησα σαν τυφλή. Απλώς δεν ήταν καλή περίπτωση».
Η απότομη προσγείωση της Λάρα στην πραγματικότητα συνέβη μια μέρα αφότου μάζεψε τα μαλλιά της σ’ ένα γαλλικό σινιόν –σαν την Τίπι Χέντρεν στην κλασική ταινία του Χίτσκοκ Τα Πουλιά– και παντρεύτηκε τον Λες με πολιτικό γάμο το 1960 στο Βανκούβερ, τη γενέτειρά της. Μόνο η οικογένεια της Λάρα ήταν παρούσα, παρόλο που οι γονείς της δεν ενέκριναν το γάμο. Ο Λες είχε καλό λόγο να μην καλέσει τη δική του.
Ήξερε τι θα ακολουθούσε.
Όταν νωρίς το επόμενο πρωί χτύπησε το τηλέφωνο, το απάντησε η Λάρα. Ήταν η πρώτη σύζυγος του Λες, που τηλεφωνούσε από την Καλιφόρνια.
«Πότε θα ’ρθετε να πάρετε αυτά τα σκατόπαιδα;» τσίριξε θυμωμένα η Σάρον Τοντ Γουάτσον.
Η Λάρα δεν κατάλαβε για ποιο πράγμα μιλούσε. «Τι πράγμα;»
Ο Λες ποτέ δεν της είχε αναφέρει ότι είχε υποσχεθεί να μεγαλώσει αυτός τα παιδιά που είχε αποκτήσει με τη Σάρον: τη Σέλι, τον Τσακ και τον Πολ Γουάτσον. Η αποσιώπηση αυτής της μικρής λεπτομέρειας ήταν χαρακτηριστική του τρόπου που λειτουργούσε ο Λες, παρόλο που η Λάρα κατάλαβε ότι αυτό ήταν κάτι που ποτέ δε θα μπορούσε να το διορθώσει –και ότι οι ανησυχίες των γονιών της είχαν αποδειχτεί δικαιολογημένες.
Έπειτα από εκείνο το πολύ πρωινό τηλεφώνημα, ο Λες είπε στη Λάρα ότι η πρώην σύζυγός του, η Σάρον, δεν μπορούσε να μεγαλώσει τα παιδιά· ήταν αλκοολική και έπασχε από κατάθλιψη. Η Λάρα πήρε μια βαθιά ανάσα και συμφώνησε. Και, αλήθεια, τι μπορούσε να κάνει έτσι κι αλλιώς γι’ αυτό το θέμα; Ήταν τα παιδιά του άντρα της και ήξερε ότι θα έπρεπε να σφίξει τα δόντια και να τα δεχτεί.
Η θυσία που της ζήτησε ο Λες αποδείχτηκε πολύ μεγάλη. Η Σέλι ήταν έξι χρονών και ο Τσακ μόλις τριών όταν τα έφεραν να ζήσουν μαζί τους. Η Λάρα επωμίστηκε το ρόλο της θετής μητέρας για τα δύο παιδιά –η Σάρον κράτησε κοντά της τον μικρότερο γιο της, τον Πολ, που τότε ήταν ακόμα μωρό. Η Σέλι ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι με μεγάλα μάτια και πυκνά σγουρά κοκκινοκάστανα μαλλιά. Η Λάρα πρόσεξε ωστόσο μια παράξενη δυναμική ανάμεσα σε αυτήν και στον αδελφό της. Ο Τσακ δεν έλεγε ποτέ κουβέντα. Εκείνος που μιλούσε πάντα και για τους δυο ήταν η Σέλι. Φαινόταν να ελέγχει το αγόρι.
Και καθώς η Σέλι άρχισε να νιώθει πιο άνετα με το νέο της περιβάλλον, συχνά εξέφραζε παράπονα ή έλεγε σκληρά λόγια.
«Κάθε μέρα μου έλεγε ότι με μισούσε», θα θυμόταν αργότερα η Λάρα. «Δεν αστειεύομαι. Ειλικρινά, κάθε μέρα».
Αφού παράτησε τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της στη Λάρα και στον Λες, το φθινόπωρο του 1960, η Σάρον Γουάτσον επέστρεψε στην Αλαμίντα της Καλιφόρνιας. Μόλις έφυγε, ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Δεν τηλεφώνησε ποτέ ούτε έστελνε κάρτες στα γενέθλια της Σέλι και του Τσακ. Ούτε ευχές τα Χριστούγεννα. Δεν υπήρχαν και πολλές δικαιολογίες γι’ αυτή τη «δε σας είδα, δε σας ξέρω» προσέγγιση στην ανατροφή των παιδιών της, μόλο που η Λάρα αργότερα αναρωτήθηκε αν η πορεία αυτή ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη από πολύ πριν η μητέρα της Σέλι παντρευτεί και χωρίσει τον Λες Γουάτσον.
«Η Σάρον προερχόταν από μια πολύ δυσλειτουργική οικογένεια», διηγήθηκε η Λάρα, αφού είχε ρωτήσει και μάθει για την πρώτη σύζυγο του Λες. «Η μητέρα της είχε παντρευτεί συνολικά εφτά φορές και η Σάρον ήταν μοναχοπαίδι. Αν έχω καταλάβει καλά, η μητέρα της περίμενε δίδυμα, αλλά το άλλο μωρό πέθανε στη γέννα. Δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει ή όχι, αλλά είναι μια από τις ιστορίες που μου έχουν διηγηθεί».
Άσχετα από το τι την είχε οδηγήσει σ’ εκείνο το σημείο, ήταν γνωστό ότι, ενώ η Σάρον είχε σοβαρό πρόβλημα με το αλκοόλ, υπήρχαν κι άλλα που δεν την άφηναν να συνέλθει και τη βύθιζαν στην κατρακύλα. Είχε παγιδευτεί σε έναν επικίνδυνο τρόπο ζωής. Συγγενείς είκαζαν ότι μπορεί μέχρι και να είχε γίνει πόρνη.
Τελικά, την άνοιξη του 1967, οι Γουάτσον έλαβαν ένα τηλεφώνημα από το γραφείο του σερίφη της Κομητείας Λος Άντζελες. Ένας ντετέκτιβ του Ανθρωποκτονιών είπε ότι η Σάρον είχε δολοφονηθεί σ’ ένα δωμάτιο κάποιου ελεεινού μοτέλ και ότι ο ιατροδικαστής χρειαζόταν κάποιον να αναγνωρίσει το πτώμα της –και να πάρει τον μικρό γιο της, τον Πολ.
Ο Λες δεν ήθελε να πάει να πάρει το γιο του, για τον οποίο ήξερε ότι είχε εκδηλώσει πολλά προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά η Λάρα επέμενε. Έτσι ήταν το σωστό. Απρόθυμα, έκαναν το ταξίδι μέχρι την Καλιφόρνια για να τον πάρουν και να αναγνωρίσουν το πτώμα της Σάρον.
Ο Λες ανέφερε στη Λάρα ό,τι είχε μάθει από την αστυνομία και τον ιατροδικαστή.
«Ζούσε με έναν Αυτόχθονα Αμερικανό, αλλά ήταν άστεγοι», της είπε. «Αλκοολικοί και οι δυο. Σύχναζαν στην πιο άθλια φτωχογειτονιά της πόλης. Κάποιος την ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου».
Αργότερα, όταν η τέφρα της Σάρον στάλθηκε στην Πολιτεία της Ουάσινγκτον, η μητέρα της αρνήθηκε να την παραλάβει. Ούτε οργάνωσε κανείς κάποια επιμνημόσυνη τελετή γι’ αυτήν. Ήταν τραγικό, αλλά ταίριαζε με την ιστορία της ζωής της. Στις σελίδες ενός κουρελιασμένου παλιού οικογενειακού άλμπουμ υπάρχουν μόνο ελάχιστες φωτογραφίες της Σάρον και σχεδόν σε καμιά δε χαμογελάει. Η μόνιμη παραίτησή της, απαθανατισμένη για πάντα σε άσπρο-μαύρο.
Όταν είπαν στη δεκατριάχρονη Σέλι τι συνέβη στη μητέρα της, εκείνη δε φάνηκε να ενδιαφέρεται καθόλου. Σχεδόν δεν αντέδρασε. Η Λάρα το θεώρησε παράξενο αυτό. Ήταν σαν να μην υπήρχε κανένας αληθινός δεσμός ανάμεσα στη Σέλι και στη Σάρον.
«Δε ρώτησε ούτε μια φορά για τη μητέρα της», θα θυμόταν αργότερα η Λάρα.
Info
Αν το Πεις (If you Tell) του Γκρεγκ Όλσεν σε μετάφραση του Νεκτάριου Καλαϊτζή
Εκδόσεις: Bell
Σελίδες: 448
Τιμή: € 16,60 €
Κυκλοφορεί στις 19 Mαρτίου