Δεκαοχτώ δισεκατομμυριούχοι και άλλοι περίπου 250 εκατομμυριούχοι στις ΗΠΑ έλαβαν επίδομα ενίσχυσης εν μέσω πανδημίας για να ελαφρυνθούν από τις οικονομικές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης! Ο ειδησεογραφικός ιστότοπος ProPublica, έχοντας στη διάθεσή του το αρχείο της Φορολογικής Υπηρεσίας (IRS), αποκάλυψε πληθώρα από υπερπλούσιους δικαιούχους, στους οποίους δίνεται νομότυπα η δυνατότητα να δηλώνουν εισοδήματα δυσανάλογα μικρότερα από τον πραγματικό τους πλούτο, φανερώνοντας τη θεσμοθετημένη αδικία του φορολογικού συστήματος των ΗΠΑ.
Η επιλεξιμότητα των δικαιούχων
Τον Μάρτιο του 2020, καθώς το πρώτο κύμα κρουσμάτων κορωνοϊού έκλεινε την οικονομία των ΗΠΑ, το Κογκρέσο ενέκρινε πακέτο βοήθειας 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που αποκαλέστηκε νόμος CARES. Το κεντρικό στοιχείο του ήταν μια έκτακτη πληρωμή σε περισσότερα από 150 εκατομμύρια αμερικανικά νοικοκυριά που χρειάζονταν βοήθεια.
Το Κογκρέσο χρησιμοποίησε ένα απλό κριτήριο για να καθορίσει ποιος ήταν κατάλληλος για βοήθεια: η βοήθεια $1.200 που προβλεπόταν, προοριζόταν σε μεμονωμένους φορολογούμενους που είχαν δηλώσει ετήσιο εισόδημα $75.000 ή λιγότερα στην προηγούμενη φορολογική τους δήλωση. Τα παντρεμένα ζευγάρια έπαιρναν 2.400 δολάρια αν είχαν αναφέρει εισοδήματα λιγότερα από 150.000 δολάρια.
Επιδοματίες δισεκατομμυριούχοι
Πολλοί ήταν οι υπερπλούσιοι που έλαβαν το επίδομα. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο Άιρα Ρένερτ, με περιουσία που εκτιμάται στα 3,7 δισ δολάρια σύμφωνα με το Forbes. Ο Ρένερτ, που είναι επιχειρηματίας που έκανε την περιουσία του με επιθετικές εξαγορές και πωλήσεις εταιρειών τη δεκαετία του ’80 και του ’90, πήρε μια επιταγή 2.400 δολαρίων από την κυβέρνηση. Έτερες περιπτώσεις είναι ο γνωστός επενδυτής κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) Τζορτζ Σόρος, με περιουσία 8,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ο γιος του, Ρόμπερτ, με περιουσία εκατοντάδες εκατομμύρια οι οποίοι πήραν τις επιταγές του επιδόματος – τις οποίες επέστρεψαν σύμφωνα με τους εκπροσώπους τους.
Οι ελιγμοί για λιγότερους φόρους
Οι υπερπλούσιοι έχουν πολλά περιθώρια για ελιγμούς από την πληρωμή φόρων που αναλογούν στο πραγματικό τους εισόδημα. Πολλοί μπορούν να αξιοποιήσουν τις επιχειρήσεις που κατέχουν. Μέσω αυτών, μπορούν να εξαφανίσουν όλο το εισόδημά τους, ακόμη και για τα επόμενα χρόνια, σε αντίθεση με άλλες εκπτώσεις φόρου, όπως οι φιλανθρωπικές χορηγίες. Ορισμένοι τομείς, όπως η αγορά ακινήτων, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, είναι γνωστές πηγές φορολογικών ελαφρύνσεων που μπορούν να προκαλέσουν ζημίες στα χαρτιά ακόμη και για μια επιτυχημένη επιχείρηση. Άλλη μια επιχείρηση αποκόμισης φορολογικών εκπτώσεων είναι και η ιδιοκτησία ομάδων. Πολλοί ιδιοκτήτες αθλητικών ομίλων ήταν αποδέκτες του επιδόματος για την πανδημία, παρά το γεγονός ότι κατέβαλαν δισεκατομμύρια για να αποκτήσουν τις ομάδες τους.
Η πικρή αλήθεια του αμερικανικού φορολογικού συστήματος
Οι πλούσιοι δικαιούχοι έλαβαν τα επιδόματα γιατί τα εισοδήματα που δήλωσαν δεν ξεπερνούσαν το όριο που έχει ορίσει η κυβέρνηση. Αυτό συμβαίνει καθώς χρησιμοποιούν εταιρικές εκπτώσεις φόρου για να εμφανίζουν μειωμένα κέρδη, σε ορισμένες περιπτώσεις κατά εκατοντάδες εκατομμύρια. Το εισόδημα που δήλωσαν το 2019 έφτασε τα $5,7 δις συνολικά, όμως το καθαρό εισόδημα έβγαινε αρνητικό σε κάθε έναν φορολογούμενο ξεχωριστά, μετά τις μαζικές φοροελαφρύνσεις. Πχ, ο Ρένερτ, που είδαμε παραπάνω, είχε το 2019 εισόδημα $64 εκατομμυρίων, όμως μετά από έκπτωση φόρου ύψους $355 εκατομμυρίων (!), δήλωσε αρνητικό καθαρό εισόδημα $291 εκατομμύρια!
Στοιχεία σαν αυτά αποκαλύπτουν μια βασική αλήθεια για το φορολογικό σύστημα των ΗΠΑ. Οι περισσότεροι πολίτες κερδίζουν τη συντριπτική πλειονότητα του εισοδήματός τους μέσω των μισθών και παίρνουν ελαφρύνσεις όταν τους δικαιούνται. Όμως, οι πλουσιότεροι φορολογούμενοι έχουν συχνά μεγάλη ευελιξία ως προς το πότε και πώς λαμβάνουν φορολογητέο εισόδημα, επιτρέποντάς τους να πληρώνουν ένα μικρό μέρος της αύξησης του πλούτου τους σε φόρους. Για τους εξαιρετικά πλούσιους, οι μισθοί αποφεύγονται, καθώς φέρουν το βάρος όχι μόνο του φόρου εισοδήματος αλλά και των φόρων μισθωτών υπηρεσιών. Χαρακτηριστικά, μόλις το 1,4% από τα 5,7 δις ήταν με την μορφή μισθών.