Άλμπερτ Μάλλαχ: «Ο πατέρας μου βγήκε ζωντανός από το Άουσβιτς»

Άλμπερτ Μάλλαχ: «Ο πατέρας μου βγήκε ζωντανός από το Άουσβιτς»

Ο παλαίμαχος διεθνής μπασκετμπολίστας του Πανελληνίου και της εθνικής Ελλάδας αποκαλύπτει τα άγνωστα μαρτύρια του Ελληνοεβραίου της Θεσσαλονίκης Λίον Μάλλαχ.

O Λίον Μάλλαχ ήταν Ελληνας Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη. Το ξεκίνημα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου τον βρήκε στις παγωμένες οροσειρές της Αλβανίας, το τέλος του στο μαρτυρικό Αουσβιτς. Και η μεθεπόμενη μέρα πάλι στα βουνά, πάλι με τουφέκι, αυτήν τη φορά στον ελληνικό εμφύλιο.

Ο Αλμπερτ Μάλλαχ, γιος του Λίον, έπαιξε μπάσκετ στον Πανελλήνιο στη δεκαετία του ’80 και φόρεσε 33 φορές το εθνόσημο, συμπαίκτης του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα και των άλλων παιδιών. Η ιστορία της φαμίλιας Μάλλαχ, από τα σπλάχνα της οποίας ξεπήδησε και ο Νικολά Σαρκοζί, ανασύρεται για πρώτη φορά από το χρονοντούλαπο.

Εντοπίσαμε τον 61χρονο Αλμπερτ (για τους φίλους Αλ) στο Πίτσμπουργκ κάπως ξενυχτισμένο. «Εβλεπα στο YouTube έναν παλιό αγώνα ΠΑΟΚ – Αρης μέχρι αργά χθες το βράδυ».

Ποιος ήταν λοιπόν ο Λίον Μάλλαχ; Πώς βρέθηκε στο Αουσβιτς;

Ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, μέλος της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας. Οταν ξέσπασε ο πόλεμος τον έστειλαν να πολεμήσει στα βουνά κόντρα στους Ιταλούς φασίστες. Mας έλεγε ότι έχωνε εφημερίδες μέσα στις μπότες του για να αντέχει στα χιόνια. Κερδίζαμε μέχρι που κατέφτασαν οι Γερμανοί. Ηταν πολύ περήφανος ο μπαμπάς μου που η μικρή Ελλάδα όρθωνε ανάστημα απέναντι σε τόσο ισχυρές χώρες.

Δεν κατάφερε να αποφύγει την αιχμαλωσία.

Ναι. Τον έπιασαν οι ναζί και τον έστειλαν στο Αουσβιτς. Οχι μόνο τον ίδιο αλλά ολόκληρη την οικογένειά του. Τον πατέρα του, τη μάνα του, τον αδελφό του, που λεγόταν Αλμπερτ όπως εγώ. Ολοι οι υπόλοιποι πέθαναν στο στρατόπεδο. Ο μπαμπάς μου ήταν ο μοναδικός που επιβίωσε μέχρι την απελευθέρωση. Δεν γνωρίζω πόσο καιρό έμεινε έγκλειστος (σ.σ.: οι περισσότεροι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στάλθηκαν στο Αουσβιτς τον Μάρτιο του 1943).

Πώς άντεξε μέσα στο κολαστήριο;

Οι Γερμανοί τους ανάγκαζαν να δουλεύουν μέχρι θανάτου. «Αλλά εγώ δεν σκόπευα να πεθάνω από την εξάντληση» μας έλεγε. Τρύπωνε κρυφά στις κουζίνες και έκλεβε φαγητό. Αν τον έπαιρναν είδηση, θα τον σκότωναν επί τόπου. Προτιμούσε όμως αυτό τον υπερήφανο θάνατο παρά να σβήνει από την πείνα μέρα με τη μέρα.

Πίσω στην Ελλάδα τον περίμενε ένας καινούργιος πόλεμος, διαφορετικός.

Ναι. Ο Εμφύλιος. Βγήκε πάλι στα βουνά. Δεν ήταν με τους κομμουνιστές αλλά με τους άλλους. Ωσπου είπε «αρκετά». Δέκα χρόνια πολέμου παραείναι πολλά για οποιονδήποτε. Εφυγε το 1950 για την Αμερική, όπου έζησε καλή αλλά σκληρή ζωή. Εργάστηκε στη βιομηχανία του χάλυβα. Εκείνη την εποχή η Πενσιλβάνια έβγαζε περισσότερο ατσάλι από ό,τι ολόκληρος ο υπόλοιπος πλανήτης. Ακόμη και η ομάδα φούτμπολ του Πίτσμπουργκ ονομάζεται Steelers, προς τιμή των εργατών. Ο πατέρας μου δούλεψε στη φάμπρικα ως τα 62 του, όταν συνταξιοδοτήθηκε. Μόνο τότε ηρέμησε. Πέθανε το 1995, σε αρκετά μεγάλη ηλικία.

Μιλούσε συχνά για τα μαρτύρια που πέρασε;

Όχι. Ήταν λιγομίλητος άνθρωπος. Μόνο για τις εφημερίδες που κρατούσαν τα πόδια του ζεστά τού άρεσε να διηγείται. Ενιωθε μεγάλη υπερηφάνεια αλλά την κρατούσε για τον εαυτό του.

Προφανώς είχε στο χέρι του το ανεξίτηλο τατουάζ του κρατουμένου…

Ναι, μου το έδειξε πολλές φορές. Συχνά έκανε παρέα με άλλους Έλληνες Εβραίους εδώ στο Πίτσμπουργκ. Εκείνοι όμως κατάγονταν από τους Σεφαραδίτες που εκδιώχτηκαν από την Ιερά Εξέταση, οπότε μιλούσαν μεταξύ τους ισπανικά. Δεν είχε την ευκαιρία να εξασκεί τα ελληνικά του.

Ούτε στο σπίτι;

Ξέρετε, ο πατέρας μου παντρεύτηκε μια Γερμανίδα εδώ στην Αμερική. Μια μεγαλόσωμη γυναίκα από τη Γερμανία, με ύψος 1,95, που την αποχαιρετήσαμε πέρυσι. Αυτή η επιλογή δείχνει ότι είχε τη συγχώρεση μέσα του. Ο ίδιος ήταν 1,88 μ., σωματώδης για Έλληνας της εποχής. Οι περισσότεροι άντρες στην Ελλάδα ήταν μικροκαμωμένοι επειδή δεν τρέφονταν σωστά. Ο πατέρας μου δεν μου μίλησε ποτέ ελληνικά.

Ασφαλώς θα σκεφτόταν σαν Έλληνας.

Χωρίς αμφιβολία. Το βλέπαμε και στις καθημερινές του συνήθειες. Του άρεσε ο ελληνικός καφές και κάπνιζε πολύ, «σαν Τούρκος» όπως αστειευόταν. Συχνά έλεγε «όπα» και «σκατά». Αυτή ήταν η μοναδική ελληνική λέξη που μου δίδαξε!

Εσείς, αγαπητέ μου, ομιλείτε ελληνικά;

(Γελάει) Δεν τα έχω χρησιμοποιήσει εδώ και είκοσι χρόνια. Τα έμαθα όμως αρκετά καλά όταν μετακόμισα στην Ελλάδα για να παίξω μπάσκετ. Συχνά σκέφτομαι κι εγώ σαν ‘Ελληνας. Ψάχνω στο μυαλό μου μια αγγλική λέξη και βρίσκω μόνο την αντίστοιχη ελληνική. Άλλωστε έχω πολλούς Έλληνες φίλους εδώ, όπως τον Πετράκη τον Κρητικό, με τον οποίο πηγαίνουμε μαζί στο γυμναστήριο καθημερινά.

Υποθέτω ότι ο πατέρας σας έφερε τραύματα από τις δοκιμασίες που έζησε.

Μέχρι τα γεράματά του ξαφνιαζόταν από τους δυνατούς θορύβους. Τα μικρότερα αδέλφια μου δεν καταλάβαιναν πού οφειλόταν αυτή η ευαισθησία, αλλά εγώ ήξερα ότι ήταν κατάλοιπο των πολέμων. Ακόμη και όταν έβλεπε στην τηλεόραση κάποιον κωμικό που μιλούσε φωναχτά, όπως ο Τζέρι Λιούις, δεν άντεχε.

Δεν έχει γίνει γνωστή η ιστορία της οικογένειάς σας.

Μα κι εγώ την έμαθα στα 30 μου χρόνια. Δεν ήξερα καν ότι ο πατέρας μου ήταν Εβραίος! Το κατάλαβα όταν ο Πανελλήνιος κληρώθηκε με τη Χάποελ Χάιφα και ταξιδέψαμε στο Ισραήλ. «Πρέπει να είσαι δικός μας» μου είπε ο αστυνομικός που είδε το διαβατήριό μου. «Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάτε» απάντησα. Εως τότε πίστευα ότι ήμασταν χριστιανοί στην οικογένεια,αφού η μητέρα μου ήταν πρεσβυτεριανή. Οι φίλαθλοι στην Ελλάδα έβλεπαν το ξενικό επώνυμό μου και με θεωρούσαν Αμερικανό.

Οι Μάλλαχ είναι σημαντική εβραϊκή οικογένεια της Θεσσαλονίκης.

Όποτε ο Πανελλήνιος έπαιζε με τον Άρη ή με τον ΠΑΟΚ ή με τον Ηρακλή πήγαινα κι έμενα τα βράδια με τους συγγενείς μου. Ο εξάδελφος Νίκος ζούσε ακόμη το 1980 που πρωτοήρθα, όπως και η εξαδέλφη Λουκία, που τη χάσαμε πρόσφατα.

Αν θυμάμαι καλά, Μάλλαχ λεγόταν και ο παππούς του Νικολά Σαρκοζί.

Σωστά. Είμαστε συγγενείς, αυτό το γνώριζα ήδη. Οταν μάλιστα ο Σαρκοζί επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη, πριν από μερικά χρόνια, η Λουκία τον ξενάγησε μαζί με τον σύζυγό της και πρόεδρο της ισραηλινής κοινότητας, τον κύριο Δαυίδ Σαλτιέλ (σ.σ.: ο παππούς του Γάλλου πρώην προέδρου ήταν ο Μπενίκο Μάλλαχ, γιος του Μολντοχάι Μάλλαχ ή Μαλλάχ, που είναι θαμμένος στο εβραϊκό νεκροταφείο της Σταυρούπολης. Σχεδόν όλη η ευρύτερη φαμίλια ξεκληρίστηκε στο Αουσβιτς-Μπίρκεναου το 1943-45).

Η κληρονομιά του πατέρα σας είναι πολύτιμη για την οικογένεια.

Αισθανόμαστε όλοι υπερήφανοι. Ο γιος μου, που γεννήθηκε το 2001, δεν πρόλαβε τον παππού του, αλλά ξέρει ότι ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Δύο πόλεμοι, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόσα χρονιά δουλειάς στο εργοστάσιο, αυτό θα πει βιοπάλη! Η ζωή σήμερα είναι πιο εύκολη, αλλά ο πατέρας μου φρόντισε γι’ αυτό. Οπως έλεγε και ο ίδιος, άξιζε να ζήσει αυτό τον πολυτάραχο βίο.

Πώς αισθάνεστε σήμερα όταν συναντάτε κάποιον νοσταλγό των ναζί και της ακροδεξιάς;

Καθόλου καλά. Τα μισώ αυτά τα φαινόμενα. Ωστόσο μου είναι εξίσου απεχθής η άκρα Αριστερά, οι «αντιφασίστες» που συχνά γίνονται φασίστες με το φέρσιμό τους. Στην Αμερική είμαστε όλοι ελεύθεροι να διατυπώσουμε την άποψή μας χωρίς να κινδυνεύουμε με ξυλοδαρμό, αυτό προβλέπει το πρώτο άρθρο του συντάγματος. Δεν μου αρέσει κανένα από τα δύο άκρα.

Είστε από οικογένεια μεταναστών. Πώς συμβιβάζονται τα βιώματά σας με τη διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ; Μαθαίνω ότι είστε υποστηρικτής του.

Ο Τραμπ δεν τάσσεται ενάντια στη μετανάστευση αλλά ενάντια στην παράνομη μετανάστευση. Ακόμη και μια χώρα όπως η Αμερική δεν αντέχει να δεχτεί τους πάντες. Ο πατέρας μου ήταν μετανάστης, δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους. Χρειάζεται όμως να θεσπιστεί ένα όριο. Και η Ελλάδα αντιμετωπίζει παρόμοιο πρόβλημα.

Σας ευχαριστώ πολύ και σας αφήνω να παρακολουθήσετε μπάσκετ ρετρό στο βίντεο.

Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ βλέπω ελληνικά ματς από τη δεκαετία του ’80, αρχές ’90. Μακάρι να υπήρχε χρόνος για να δω περισσότερα! Απόψε το μενού έχει τον έκτο τελικό Αρης – ΠΑΟΚ από το 1991.

Ετικέτες

Documento Newsletter