Πως το τελευταίο νομοσχέδιο που αρνήθηκε η προηγούμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη να θεσπίσει και το πρώτο που φέρνει η νέα κυβέρνηση αποκαλύπτει την αναλγησία και τον καιροσκοπισμό της Νέας Δημοκρατίας, ακόμα και σε ζητήματα δημοκρατίας και εκλογών.
Η αιφνιδιαστική απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να φέρει άρον-άρον στη Βουλή τη ρύθμιση για την πλήρη κατάργηση των περιορισμών της ψήφου των ομογενών δεν αποκαλύπτει μόνο τις δουλειές στοχεύσεις νόθευσης του εκλογικού σώματος από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και πως χωρίζει τους πολίτες σε δύο ταχύτητες, και μάλιστα, με τον πλέον προκλητικό τρόπο.
Ήταν 27 Απριλίου, στην πρώτη ενημέρωση πολιτικών συντακτών του Άκη Σκέρτσου, όταν τέθηκε στον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο το ζήτημα της συμμετοχής των νέων που εργάζονται κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες «σεζόν» σε άλλον τόπο από αυτόν που ψηφίζουν. Ζητήθηκε τότε από τον εκπρόσωπο της κυβέρνηση να απαντήσει σε ποιες κινήσεις προτίθεται η Νέα Δημοκρατία για να προσέλθουν στις κάλπες κατά το δυνατόν περισσότεροι πολίτες.
«Εμείς ενθαρρύνουμε κάθε πολίτη να ψηφίσει. Είναι το πιο ιερό και θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα και υποχρέωση ταυτόχρονα. Ο καθένας πρέπει, με βάση τη συνείδησή του, να προσέλθει στις κάλπες και να ψηφίσει αυτό το οποίο κρίνει ως την καλύτερη εθνικά ωφέλιμη επιλογή» απάντησε ο Α. Σκέρτσος, και ακόμα πιο προκλητικά αφοπλιστικά έκλεισε κάθε συζήτηση.
«Από εκεί και πέρα, το είπα και στην περασμένη ενημέρωση, δεν βλέπω κάποιο λόγο να συζητάμε ιδιαίτερα αυτό το θέμα. Δεν είχε απασχολήσει στις περασμένες εκλογές -που, επίσης, ήταν το καλοκαίρι- η ψήφος των νέων στα τουριστικά καταλύματα και στις τουριστικές περιοχές» κατέληξε, απαξιώνοντας την ίδια τη συζήτηση, ωσάν να μην έχει σημασία το ζήτημα της συμμετοχής των νέων, και μάλιστα των πιο παραγωγικών πολιτών που αναγκάζονται να εργάζονται στην «βαριά βιομηχανία της χώρας».
Δυόμιση μήνες αργότερα, ο νέος κυβερνητικός εκπρόσωπος καλείται να απαντήσει για την πρωτοβουλία του Κυρ. Μητσοτάκη να φέρει νόμο για την πλήρη κατάργηση των περιορισμών για την ψήφο των ομογενών, ανοίγοντας τον δρόμο για συμμετοχή χωρίς τα στοιχειώδη κριτήρια στις εθνικές εκλογές.
Η δήλωση στην οποία προχώρησε ο Παύλος Μαρινάκης αποτελεί πρόκληση, όχι μόνο επειδή στερείται τεκμηρίωσης, αλλά επειδή θα μπορούσε να είχε γίνει ακριβώς για τους νέους και τις νέες που εργάζονται και αδυνατούν να πάνε στις κάλπες για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
«Μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι έχουν δικαίωμα ψήφου, είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Είναι φίλοι, αδέλφια μας, συμπολίτες μας σε κάθε άκρη της γης και ουσιαστικά αποτελεί μια διευκόλυνση ενός ήδη υπάρχοντος δικαιώματος ψήφου. Για να καταλάβει το σύνολο των Ελλήνων πολιτών, οι άνθρωποι αυτοί εάν ήθελαν να πάρουν ένα αεροπλάνο, οποιοδήποτε μέσο να έρθουν να ψηφίσουν στη χώρα μας την ημέρα των εκλογών, θα μπορούσαν να το κάνουν. Και έρχεται ο Πρωθυπουργός και συνεχίζει ουσιαστικά, προτείνει τη συνέχιση μιας αυτονόητης -θεωρούμε- μεταρρύθμισης, να μην υπάρχουν εμπόδια για να μπορούν οι άνθρωποι αυτοί, από τον τόπο διαμονής τους, τον τόπο κατοικίας τους, τον τόπο που βρίσκονται τη μέρα των εκλογών ίσως για κάποια επαγγελματική ή οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση, να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα» δήλωσε τη Δευτέρα ο εκπρόσωπος του Μεγάρου Μαξίμου.
Φαίνεται λοιπόν πως για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, το εκλογικό δικαίωμα των ομογενών που έχουν «κάποια επαγγελματική ή οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση» και δεν μπορούν να έρθουν στην Ελλάδα για να ψηφίσουν, ζυγίζει… περισσότερο από το δικαίωμα των νέων που ακριβώς εξαιτίας των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων ουσιαστικά τους απαγορεύεται να ψηφίσουν.
Δύο μέτρα, δύο σταθμά, δύο Ελλάδες για την Νέα Δημοκρατία.