Με τη γνωστή τακτική της δολοφονίας χαρακτήρα και συνεπικουρούμενο από πρόθυμα μέσα ενημέρωσης, το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί τις τελευταίες ημέρες να αποδομήσει το προφίλ της Ολλανδής δημοσιογράφου Ινγκεμπορχ Μπέχελ, η οποία ενόχλησε και τάραξε με την ερώτησή της τον πρωθυπουργό. Η Μπέχελ πράττοντας το δημοσιογραφικά αυτονόητο, δηλαδή θέτοντας ευθέως στον Κυριάκο Μητσοτάκη ερώτημα για παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων στο Αιγαίο και εγκαλώντας τον γιατί ψεύδεται, έπεσε θύμα της οργής όχι μόνο του πρωθυπουργού, ο οποίος δεν έχει συνηθίσει να δέχεται και να απαντά σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις, αλλά και των ΜΜΕ, που έσπευσαν όχι να αναζητήσουν στοιχεία που να σχετίζονται με το σοβαρό αντικείμενο της επίμαχης ερώτησης, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά δημοσιεύοντας λεπτομέρειες για την προσωπική της ζωή. Η αλλεργία άλλωστε απέναντι σε όσους κατά καιρούς έχουν ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση για τα πεπραγμένα της είναι γνωστή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και απλοί βουλευτές της κυβερνώσας παράταξης έχουν επιτεθεί ουκ ολίγες φορές σε δημοσιογράφους και σε μη αρεστά σε αυτούς ΜΜΕ. Από τη σχετική –μεγάλη, ομολογουμένως– λίστα δεν λείπει φυσικά το Documento, ούτε όμως διεθνούς εμβέλειας ΜΜΕ, όπως οι «Financial Times» και η Deutsche Welle. Οσοι δηλαδή δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν μέσα από χρηματοδότηση από διάφορες λίστες τύπου Πέτσα.
Η αναφυλαξία που τους προκαλεί η δημοσιογραφία αποτυπώνεται αν μη τι άλλο στη φράση του Κυρ. Μητσοτάκη προς την Μπέχελ:
«Οι δημοσιογράφοι στην Ολλανδία» της είπε προτού διαρρήξει τα ιμάτιά του για την προσβολή της προς την πατρίδα και το έθνος «έχετε την κουλτούρα να κάνετε ευθέως ερωτήσεις στους πολιτικούς». Ο Μητσοτάκης παρουσίασε το αυτονόητο ως περίεργο επειδή έχει συνηθίσει το περίεργο ως αυτονόητο. Αλλωστε πιθανώς δεν υπάρχει άλλος συνάδελφός του ανά την Ευρώπη που να έχει κληθεί να απαντήσει σε δύσκολες ερωτήσεις όπως ο ίδιος, όπως τι ομάδα είναι ή ποιο είναι το αγαπημένο του φαγητό.
Δολοφονία χαρακτήρα
Η Ινγκεμπορχ Μπέχελ δεν είναι το πρώτο θύμα και πιθανότατα ούτε το τελευταίο, αφού η τακτική της απαξίωσης του δημοσιογραφικού έργου κάποιου ή ακόμη χειρότερα η προσπάθεια δολοφονίας της προσωπικότητάς του φαίνεται να παγιώνεται. Η Μπέχελ εμφανίστηκε από δεκάδες ΜΜΕ ως κάποια η οποία συζεί με αλλοδαπό, ως κατηγορούμενη και υπόδικη γιατί φιλοξενούσε στο σπίτι της πρόσφυγα από το Αφγανιστάν, ο οποίος σήμερα έχει λάβει άσυλο, και ως… κατάπτυστη που της βγάζουν βόλτα τα σκυλιά «Πακιστανοί υπηρέτες». Τα ΜΜΕ επιδόθηκαν σε ένα σεξιστικό κρεσέντο σε βάρος της δημοσιογράφου που έθιξε την κυβέρνηση, ενώ ο Γιάννης Πρετεντέρης την απαξίωσε ως «εικαζόμενη δημοσιογράφο». Δεν είναι γνωστό αν αυτό εκπορεύτηκε από το Μέγαρο Μαξίμου ή αν ήταν αποτέλεσμα δικής τους πρωτοβουλίας προκειμένου να μην κακοκαρδίσουν τον Κυρ. Μητσοτάκη, είναι όμως βέβαιο ότι ουδείς στο πρωθυπουργικό επιτελείο ενοχλήθηκε από τη δολοφονία του χαρακτήρα της.
Πρόσφατα εξάλλου η ίδια η κυβέρνηση ζήτησε με επιστολή της προς τους «Financial Times» να ανασκευάσουν δημοσίευμα αναφορικά με νέο άρθρο στον Ποινικό Κώδικα το οποίο χαρακτηριζόταν από την υψηλότατου κύρους βρετανική εφημερίδα ως «παράθυρο» ώστε εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις απάτης ή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες να ανακτούν περιουσιακά στοιχεία τους τα οποία η πολιτεία είχε δεσμεύσει προτού ακόμη δικαστούν. Θύμα απόπειρας παρέμβασης στο ρεπορτάζ της έχει πέσει, σύμφωνα με παλαιότερο δημοσίευμα της «ΕφΣυν», και η Deutsche Welle. Κατά το ρεπορτάζ, ο Αργύρης Παπαστάθης, αναπληρωτής διευθυντής του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού με αρμοδιότητα τα ξένα ΜΜΕ, «επιδιδόταν με τρόπο συστηματικό, άκρως ενοχλητικό και εντελώς αντιδεοντολογικό σε μια απόπειρα ευθυγράμμισης των ρεπορτάζ και των ανταποκρίσεων της Deutsche Welle από τη Γερμανία με τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις του Μεγάρου Μαξίμου».
Κύριο θύμα των προερχόμενων από το Μέγαρο Μαξίμου ανοίκειων επιθέσεων είναι ασφαλώς το Documento. Μπορεί η κυβέρνηση διά του πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα να φρόντισε για τον αποκλεισμό της εφημερίδας από τις καμπάνιες ενημέρωσης για τον κορονοϊό, γεγονός που γεννά για τον ίδιο πολιτικές και βαρύτατες ποινικές ευθύνες, όμως αυτό δεν στάθηκε αρκετό ώστε το περιβάλλον Μητσοτάκη να σταματήσει τις συκοφαντίες σε βάρος των δημοσιογράφων της εφημερίδας.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η απόπειρα του Στ. Πέτσα να εμφανίζει το Documento ως Μέσο το οποίο αμφισβητούσε την ύπαρξη του κορονοϊού, ενώ ήταν η πρώτη εφημερίδα που καλούσε άπαντες να ακολουθήσουν πιστά τις οδηγίες των ειδικών ώστε να προστατευτούν από την πανδημία. Το γεγονός ότι διεθνείς ενώσεις Τύπου και ξένα ΜΜΕ –επομένως μη χρηματοδοτούμενα από την κυβέρνηση– αναφέρονται κατά καιρούς στην αυταρχικότητα του Κυρ. Μητσοτάκη απέναντι στους μη αρεστούς δημοσιογράφους ουδόλως απασχολεί τον πρωθυπουργό και το επιτελείο του. Εξάλλου, παρά τις αντιδράσεις ακόμη και δικαστικών κύκλων αλλά και της συχνά αδιάφορης μπροστά σε τέτοια γεγονότα Ενωσης Συντακτών, η κυβέρνηση δεν δίστασε να ψηφίσει μόλις την περασμένη Πέμπτη χουντικής έμπνευσης άρθρο το οποίο με το πρόσχημα της αποτροπής μετάδοσης ψευδών ειδήσεων απαγορεύει ακόμη και την κριτική, ως επικίνδυνη για την οικονομία της χώρας, την αμυντική της ικανότητα ή τη δημόσια υγεία.
Με συνταγή Χρυσής Αυγής
Η Ινγκεμπορχ Μπέχελ μπορεί προς το παρόν να αποφεύγει τις δικαστικές περιπέτειες, αφού ουδείς μπορεί να της προσάψει κάτι περισσότερο από σκληρότητα ίσως απέναντι στον πρωθυπουργό, όμως έχουν προλάβει να τη χαρακτηρίσουν φερέφωνο της τουρκικής προπαγάνδας αλλά και «γεροντοκόρη» που πιθανόν κάνει σεξ με αλλοδαπούς. Ακολουθώντας την τακτική που εισήγαγε στον δημόσιο βίο η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, η κυβέρνηση και η ΝΔ διά των στελεχών τους χαρακτηρίζουν «φιλότουρκο» οποιονδήποτε διερωτάται δημοσίως για το κατά πόσον η Ελλάδα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Στην πραγματικότητα οποιοσδήποτε διατυπώνει ερώτημα αναφορικά με το ενδεχόμενο να γίνονται παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων παρουσιάζεται στην καλύτερη περίπτωση ως ανθέλληνας και στη χειρότερη ως εκφραστής των τουρκικών θέσεων. Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει αποδοθεί ουκ ολίγες φορές μέχρι στιγμής στην αξιωματική αντιπολίτευση, σε δημοσιογράφους, ακόμη και σε όσους την άνοιξη του 2020 διαδήλωναν υπέρ των δικαιωμάτων των προσφύγων οι οποίοι είχαν συρρεύσει στον Εβρο και αντιμετώπιζαν, εκτός από τον επίσημο ελληνικό στρατό, ακόμη και πολιτοφύλακες που είχαν ζωστεί με όπλα για να αποκρούσουν την κατά τους ίδιους «επίθεση που εξαπέλυαν στην Ελλάδα» ταλαίπωρα γυναικόπαιδα τα οποία εργαλειοποιούσε ο Ερντογάν.
Εκτός της «φιλότουρκης» Μπέχελ, «εκφραστές των τουρκικών θέσεων» έχουν χαρακτηριστεί ο Αλέξης Τσίπρας, ο ευρωβουλευτής Κώστας Αρβανίτης, οι βουλευτές Θοδωρής Δρίτσας και Παναγιώτης Κουρουμπλής, πολλοί δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και ο Κώστας Βαξεβάνης, ακόμη όμως και ο αδερφός του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Αντώνης Τζανακόπουλος, ο οποίος ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο και διδάσκει δημόσιο δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το σενάριο, είτε προέρχεται κατευθείαν από βουλευτές της συμπολίτευσης είτε από ΜΜΕ που διάκεινται φιλικά προς τον Κυρ. Μητσοτάκη και κατά καιρούς έχουν πληροφορήσει τους πολίτες ακόμη και για το πώς κοιμάται ο πρωθυπουργός, είναι το ίδιο: οποιοσδήποτε θέτει ερωτήματα που απασχολούν όχι μόνο τους πολίτες αλλά και θεσμούς όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και η Διεθνής Αμνηστία είναι ανθέλληνας. Τα «Παραπολιτικά», για παράδειγμα, αλλά και η γνωστή Ομάδα Αλήθειας και το blog Dexiextrem, που και στο παρελθόν έχει μεταδώσει fake news σε βάρος του Βαξεβάνη και του ιστότοπου koutipandoras.gr, έχουν κατηγορήσει τον εκδότη του Documento ότι υιοθετεί την τουρκική προπαγάνδα επειδή ανήρτησε ανακοίνωση της τουρκικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον για το ερευνητικό πλοίο «Oruc Reis» και επειδή σχολίασε σκωπτικά ότι η κυβέρνηση εμφανίζει πατριωτική στάση απέναντι σε πρόσφυγες αλλά όταν τα τουρκικά πλοία αλωνίζουν στην ελληνική ΑΟΖ δηλώνει ότι τα παρέσυρε ο άνεμος.
«Ανθελληνίδα» η Σπυράκη;
Σε άλλη περίπτωση ο Στ. Πέτσας ως κυβερνητικός εκπρόσωπος είχε χαρακτηρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ «δούρειο ίππο» του Ερντογάν, ενώ τόσο ο σημερινός αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών όσο και ο «γαλάζιος» βουλευτής Χριστόφορος Μπουτσικάκης κατηγορούσαν τον αδερφό του Δημήτρη Τζανακόπουλου επειδή διαδήλωνε στο Λονδίνο υπέρ των ανοικτών συνόρων. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι ο υπουργός Ναυτιλίας Γιάννης Πλακιωτάκης,ο οποίος δεν θίχτηκε όταν άκουγε τον εφοπλιστή Πάνο Λασκαρίδη να δηλώνει ότι «χέζει» τον πρωθυπουργό, κατηγόρησε τους βουλευτές Δρίτσα και Κουρουμπλή όταν παρουσίασαν καταγγελίες για pushbacks στο Αιγαίο ότι δίνουν επιχειρήματα στην τουρκική προπαγάνδα, ενώ η επίσημη ΝΔ έχει εμφανίσει τους Τσίπρα και Αρβανίτη ως κάποιους που θέλουν να βλάψουν την εικόνα της χώρας, επειδή ο τελευταίος είχε καταθέσει ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο ζητώντας να διερευνηθούν καταγγελίες «για συνεχή κρούσματα επαναπροωθήσεων αλλά και άρνησης διάσωσης ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο».
Το κυβερνών κόμμα έχει βεβαίως κοντή μνήμη. Μόλις το 2017, όταν η ΝΔ είχε ακόμη τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι βουλευτές δήλωναν δημοσίως ότι εμπιστεύονται τον Ερντογάν περισσότερο από τον Ελληνα πρωθυπουργό, η ευρωβουλευτής του κόμματος Μαρία Σπυράκη κατέθετε ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για το ίδιο ακριβώς ζήτημα. Η Μ. Σπυράκη, πράττοντας ορθά ασφαλώς, σημείωνε στην ερώτησή της ότι η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει προσφύγει στη Δικαιοσύνη καταγγέλλοντας συμπεριφορές άτυπης και βίαιης επαναπροώθησης από τις ελληνικές αρχές και διερωτόταν εάν η Ευρώπη προτίθεται να διερευνήσει τα καταγγελλόμενα. Για καλή τύχη της πρώην δημοσιογράφου, ο Κυρ. Μητσοτάκης την εποχή εκείνη ζωνόταν την πανοπλία του μακεδονομάχου και δεν αντιλήφθηκε την «ανθελληνική» στάση της. Διαφορετικά, πιθανόν η Μ. Σπυράκη να είχε χαρακτηριστεί εκφράστρια των τουρκικών θέσεων.
Η ανελευθερία του Τύπου
Είναι γεγονός ότι το εγχώριο μιντιακό σύστημα ευκολότερα χαρακτηρίζει εχθρό της πατρίδας κάποιον που κάνει ρεπορτάζ, όπως κάποτε τον δημοσιογράφο των «New York Times» Τόμας Λάντον, που βαφτίστηκε πράκτορας των Τούρκων επειδή έκανε αποκαλύψεις για την Τράπεζα Πειραιώς, παρά ασκεί ερευνητική δημοσιογραφία. Ο τρόπος που το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται τη δημοσιογραφία αλλά και ο τρόπος που τα ίδια τα ΜΜΕ αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους έναντι της κοινωνίας αποτυπώνονται στις λίστες των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για την ελευθερία του Τύπου. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 70ή θέση, πολύ πίσω από χώρες της Αφρικής ή της ανατολικής Ευρώπης και πάνω μόνο από τρία κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από τη Μάλτα, στην οποία δολοφονήθηκε προ τεσσάρων ετών δημοσιογράφος που διερευνούσε υπόθεση διαφθοράς κυβερνητικών αξιωματούχων, την Ουγγαρία του εθνικιστή Βίκτορ Ορμπάν και τη Βουλγαρία. Ενδεικτικό της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα είναι το γεγονός ότι μόλις έξι θέσεις πίσω από αυτή βρίσκεται η αναγνωρισμένη μόνο από την Αγκυρα «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Ενα ψευδοκράτος δηλαδή κυριολεκτικά ανύπαρκτο.
Εξάλλου, με αφορμή την υπόθεση της Μπέχελ, στην κατάσταση της δημοσιογραφίας στη χώρα μας αναφέρθηκε και το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου, το οποίο σε ανακοίνωσή του ανέφερε ότι η Μπέχελ «δέχτηκε διαδικτυακή παρενόχληση και επιχείρηση δυσφήμησης του έργου της. Μετά τις αιχμηρές ερωτήσεις της σε συνέντευξη Τύπου με τον Ελληνα πρωθυπουργό στοχοποιήθηκε διαδικτυακά, προσβλήθηκε και κατηγορήθηκε για διάδοση τουρκικής προπαγάνδας. Η Μπέχελ βρέθηκε επίσης στο επίκεντρο προσπαθειών δυσφήμησης από πολλά φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και δημοσιογράφους στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων σχολίων που την κατηγορούσαν για ψέματα, διάδοση προπαγάνδας και τη χαρακτήριζαν “φιλότουρκη” πράκτορα». Για την ιστορία, η Μπέχελ είναι από τις ελάχιστες δημοσιογράφους διεθνώς που υποστήριξαν την Ελλάδα όταν ο συμπατριώτης της πρώην πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ κατηγορούσε τους Ελληνες ως τεμπέληδες, ενώ σε ντοκιμαντέρ της έχει αποκαλύψει εμπλοκή χρυσαυγιτών και άλλων εγχώριων φασιστοειδών στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα.