Κι όταν η ανάγκη γίνεται Ιστορία, τότε η ιστορία γίνεται σιωπή. Ο Άλκης Αλκαίος, που γεννήθηκε σαν σήμερα το το 1949, μπήκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όρθιος και βγήκε με φορείο. Σακατεμένος.
«Ο Άλκης έπασχε από σπονδυλαρθρίτιδα. Μου το είπε κάποια στιγμή που θεώρησα κατάλληλη να τον ρωτήσω, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία μας, όταν ήμουν πλέον βέβαιος ότι η σχέση μας δεν κινδύνευε από δύσκολες ερωτήσεις».
Από το βιβλίο του Μίλτου Πασχαλίδη «ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ – Ο Αλκης Αλκαίος που γνώρισα»
«Το έθεσα ακαριαία και σχεδόν αδιάφορα, σαν να ρωτούσα τι καιρό νομίζει ότι θα κάνει αύριο. Απάντησε στον ίδιο ακριβώς τόνο. Με τρεις λέξεις-γλωσσοδέτες. “Ρευματοειδή και αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα”. “Το είχες από παιδί;” πίεσα λίγο παραπάνω τη συζήτηση. “Οχι. Η υγεία μου επιδεινώθηκε ραγδαία στη χούντα “. Μου δέθηκε η γλώσσα κόμπος. Η λέξη που άρχισε να αναβοσβήνει σαν κόκκινο φωτάκι στο μυαλό μου ήταν: βασανιστήρια. Υστερα, η μια λέξη έφερε την άλλη. Δεν το έκανα επίτηδες, οι συνειρμοί μου είναι συνήθως ακούσιοι και ακατάσχετοι. Προκρούστης, φάλαγγα, Σίνης ο Πιτυοκάμπτης, ηλεκτροσόκ. Λέξεις – κόκκινα φωτάκια, αμείλικτα».
«Ο Άλκης έπιασε δουλειά ως ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του θείου του, αδερφού της μητέρας του, Ζήκου Ντίνου. Ο Ζήκος Ντίνος ήταν κομμουνιστής, η χούντα τον έστειλε εξορία, γύρισε το 1970 και άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο (Πανεπιστημίου 46, Β’ όροφος), στο οποίο παράλληλα συστεγαζόταν και ένας τομέας του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ.
Ο Άλκης συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Με την ομάδα του έκρυβαν τους κυνηγημένους σε υπόγεια, τους φρόντιζαν και τους φυγάδευαν στο εξωτερικό. Συνελήφθη το καλοκαίρι του ’72, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια για πέντε μήνες, πρώτα στην Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Δε μίλησε… Κι όταν η ανάγκη γίνεται Ιστορία, τότε η ιστορία γίνεται σιωπή. Μπήκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όρθιος και βγήκε με φορείο. Σακατεμένος. Για πολύ καιρό ήταν κατάκοιτος και τον τάιζαν με καλαμάκι.
Κάποια στιγμή συνήλθε κάπως και επέστρεψε στην ενεργό δικηγορία. Εντάχθηκε στο Κόμμα, στην Οργάνωση των δικηγόρων, και παρέμεινε ενεργό μέλος για πολλά χρόνια. Από το ’74 και μετά άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα. Η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία… Το πάλεψε όσο μπορούσε. Για ένα διάστημα επέστρεψε και στη μάχιμη δικηγορία. Εφυγε απ’ το γραφείο του θείου του και άνοιξε δικό του, στη Βερανζέρου. Παρέμεινε ανοιχτό μέχρι το ’84. Μετά δεν μπορούσε άλλο. Οχι να δικηγορήσει, καλά καλά ούτε να σταθεί όρθιος για πολλή ώρα. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι.
Ήταν τότε λοιπόν που ξεκίνησε η καινούργια του εξορία, η εξορία του κλειστού δωματίου, όπως σπαραχτικά την περιγράφει στο “Σαράκι του Ρεμπώ”:
[…] τέσσερις τοίχοι η καινούργια μου εξορία.
Δε φταις εσύ, δε λέει συγγνώμη ο κεραυνός».
Πηγή: Rosa.gr