Άλκη Ζέη: «Νιώθω ότι δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο, κι εδώ εάν σταματήσω»

Άλκη Ζέη: «Νιώθω ότι δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο, κι εδώ εάν σταματήσω»

Όσο κοινότυπο και να ακούγεται, όπως και τόσοι άλλοι, μεγάλωσα κι εγώ με τα βιβλία της Άλκη Ζέη. 

Όντας μοναχοπαίδι ίσως έχει μια μεγαλύτερη αλήθεια μέσα του. Η Μυρτώ και η Μέλια από το «Καπλάνι της βιτρίνας», ο Πέτρος με τον «Μεγάλο του Περίπατο», η Ειρήνη και ο Γιάννης με τον «Θείο Πλάτωνα», αποτέλεσαν για εμένα συντροφιά για πολλά χρόνια.

Τον Δεκέμβρη του 2016, ζήτησα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, (χωρίς να θρέφω και πολλές ελπίδες είναι η αλήθεια) να ρωτήσουν τη συγγραφέα εάν θα ήθελε να μιλήσει στο Documento. Η εφημερίδα μόλις είχε ανοίξει, εμένα δεν με γνώριζε προσωπικά, οπότε οι πιθανότητες λιγόστευαν. Κι όμως δέχτηκε αμέσως. Κι όμως με δέχτηκε στο σπίτι της. Κι όμως μιλήσαμε ώρες πολλές. Κι όμως η συγγραφέας πίσω από τα βιβλία, δικαίωσε με την προσωπικότητά της την αγάπη που της είχα, χωρίς να την γνωρίζω.

Μου άνοιξε το σπίτι της, μου μίλησε ανοιχτά για τη ζωή της. Μια ζωή σαν μυθιστόρημα. Με πολέμους, εξορίες, πείνα, αγωνίες αλλά και αγώνες και αντίσταση. Με μεγάλες χαρές και ελπίδες. Μια ζωή γεμάτη.

Προς το τέλος της συζήτησής μας τη ρώτησα εάν παρά τις δυσκολίες που βίωσε στη ζωή της, αισθάνεται τυχερή για τη ζωή αυτή. «Νιώθω τυχερή γιατί έχω ζήσει την ιστορία εγώ η ίδια, δεν μου την έχει αφηγηθεί κανείς». Τι καλύτερο προσόν για έναν άνθρωπο και δη για έναν συγγραφέα.

Γεννημένη στην Αθήνα το 1925 από τις πρώτες εικόνες που θυμάται των παιδικών της χρόνων είναι η νεολαία του Μεταξά. «Το σχολείο έκανε πολύ προπαγάνδα υπέρ του Μεταξά, υπέρ του να γραφτούμε όλοι στη νεολαία, παρ’ όλο που δεν ήταν υποχρεωτικό. Η αδερφή μου και η φίλη μου η Ζωρζ Σαρρή ξιπάστηκαν που έκαναν γιορτές, τις έβαζαν να απαγγέλουν, τις έδωσαν και χρυσά αστέρια . Εγώ ήμουν πολύ σταθερή, ήμουν Βενιζελική από πάντα και αυτό δεν μου κόλλαγε καθόλου. Θυμάμαι κάθε Τέταρτη δεν κάναμε μάθημα γιατί μας πήγαιναν σε μια μεγάλη αίθουσα και ερχόταν κάποια αρχυφαλαγγίτισσα και έλεγε ένα σωρό βλακείες, ούτε πρόσεχα, και σχεδόν κάθε Τετάρτη εγώ έλεγα ότι με πονάει το στομάχι μου για να μην πάω και τελικά αρρώσταινα πραγματικά!» μου λέει.

Η γερμανική Κατοχή της έφερε εικόνες πείνας και εξαθλίωσης. Ωστόσο «εμείς δε μπορώ να πω ότι πεινάσαμε ιδιαίτερα. Η μητέρα μου ότι είχε και δεν είχε, από κοσμήματα έως και το πιάνο, τα ξεπουλούσε για να παίρνουμε τρόφιμα από τη μαύρη αγορά. Σήμερα λένε ότι πεινάμε και γελάω, δεν υπάρχει σύγκριση. Πηγαίναμε στο σχολείο και περνούσαμε πάνω από πτώματα στο δρόμο» . Η ίδια οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. «Από την άλλη μεριά αρχίσαμε να οργανωνόμαστε στην Αντίσταση και αυτό μας έδινε φτερά γιατί είχαμε ένα όραμα, πιστεύαμε ότι κι εμείς συμβάλλουμε σε αυτό. Από τη συμμετοχή μου στην ΕΠΟΝ θυμάμαι πολλά και ωραία. Από τις εκδρομές που κάναμε για να συζητάμε μακριά από την Αθήνα αλλά ήταν και αφορμή για να φλερτάρουμε και να διασκεδάσουμε. Τα ολονύχτια πάρτυ. Στις εννιά το βράδυ έπρεπε να γυρίσουμε σπίτια μας γιατί απαγορευόταν η κυκλοφορία και έτσι βρίσκαμε διάφορες δικαιολογίες. Λέγαμε στον πατέρα μου ότι θα μείνουμε τη θεία μας το βράδυ και μέναμε σε κάποιον που είχε μεγάλο σπίτι και έκανε το πάρτυ. Θυμάμαι είχαμε ανοιχτό πάντα και ένα ραδιόφωνο ώστε εάν ακούσουμε βήματα στις σκάλες να κάνουμε ότι χορεύουμε. Ή κάποιο παιδί έπαιζε πιάνο όλη νύχτα και αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις».

Διαβάστε επίσης: Άλκη Ζέη: Σήμερα δεν είναι η εποχή των μεγάλων του πολιτισμού – Συνέντευξη στο Documento

Μιλάει για τους γονείς της, δύο ανθρώπους φαινομενικά αντίθετους. «Η μητέρα μου είχε πάντα προοδευτικές ιδέες αλλά και με τη Διδώ Σωτηρίου μέσα στο σπίτι, εξελίχθηκε πολύ. Και ό,τι έκανε το έκανε κρυφά από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν συντηρητικός αλλά βαθιά δημοκρατικός. Φοβόταν τα πάντα. Φοβόταν να μας αφήσει να πάμε εκδρομή με το σχολείο για να μη χτυπήσουμε, να ανέβουμε σε ποδήλατο για να μη πέσουμε και σκοτωθούμε».

Θυμάται την Απελευθέρωση σαν μέρα γιορτής. «Ήταν μια υπέροχη μέρα, ήμασταν τρελαμένοι! Γελάγαμε, αγκαλιαζόμασταν, φωνάζαμε! Η Αθήνα ήταν ένα απέραντο χωράφι που έτρεχε όλος ο κόσμος στο δρόμο. Λυπάμαι πάρα πολύ που δεν τη γιορτάζουμε αυτήν την ημέρα. Όλες οι χώρες γιορτάζουν την ημέρα της λήξης του πολέμου και εμείς την έναρξή του πολέμου». Όμως αυτό το κλίμα δεν κράτησε πολύ, τα Δεκεμβριανά ταράζουν την Αθήνα. «Μετά τη χαρά της απελευθέρωσης ήρθε πολύ απότομο για μένα. Θα ήθελα να τη διαγράψω από τη ζωή μου και από την ιστορία αυτή την ημέρα. είδαμε παιδιά που τρέχανε και μια φίλη μου φορούσε ένα πολύ χοντρό παλτό και περίσσευε ένα σίδερο από την πλάτη της. Είχε φάει ένα κομμάτι όλμο αλλά δεν το καταλάβαινε και τις φωνάζανε όλοι μη το βγάλει γιατί θα είχε αιμορραγία. Μια άλλη φίλη μου ήταν κάτω πεθαμένη με τον αρραβωνιαστικό της δίπλα. Και βλέπω ένα φορείο που έβγαζαν τη Ζωρζ Σαρρή και κρεμόταν το χέρι και το πόδι της. Ήταν πολύ τραγικό».

Μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής είχε γνωρίσει τον άντρα που θα τη συντρόφεψε για το υπόλοιπο της ζωής της, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. «Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος πίστευε πάρα πολύ και στον Αγώνα και στο θέατρο και ήταν άνθρωπος ίσιος, έλεγε αυτό που σκεφτόταν, νοιαζόταν, καταλάβαινε και άκουγε πολύ τον άλλον. Και οι μαθητές αυτό λάτρεψαν σε αυτόν, ακόμα όταν πηγαίνω στο Παρίσι υπάρχουν μαθητές τους που τους βλέπω».

Το Δεκέμβρη του 1944 φεύγουν οι δύο τους για τη Λάρισα. «Σκέφτομαι τώρα, που πηγαίναμε και εμείς! Εντολή να φύγουμε, να αφήσουμε την Αθήνα, να πάμε που δηλαδή; Να εγκατασταθούμε στη Λάρισα, να γίνει ελεύθερη η Ελλάδα εκεί; Τι νόημα είχε όλη αυτή η εκστρατεία που πήγαμε;». Ακολουθεί το δεύτερο αντάρτικο, ο εμφύλιος. «Ο άντρας μου είχε πάρει υποτροφία να πάει στη Γαλλία με το Ματαρόα το 1945 αλλά το κόμμα του έδωσε εντολή να μη φύγει και να κάνει το θέατρο. Και έτσι έγιναν οι Ενωμένοι Καλλιτέχνες και έκανε θέατρο ως το καλοκαίρι του 1947. Τότε τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν πολύ, να τους μαζεύουν, και τον κάλεσαν ως έφεδρο αξιωματικό δηλαδή έπρεπε να πολεμήσει με τον ελληνικό στρατό και τότε και το κόμμα αποφάσισε να φύγει έξω, να πάει δηλαδή στα βουνά της Ελλάδας». Το 1948 ο Σεβαστίκογλου φεύγει εξόριστος στην Ρωσία και εκείνη εξορία στη Χίο. «Έμεινα ένα χρόνο στη Χίο. Ήμασταν κλεισμένες σε στρατόπεδο, στρατώνες δηλαδή και ενώ ήμασταν εξόριστες, δεν μας άφηναν να βγούμε από το κτίριο παρά μόνο δυο φορές την ημέρα, σαν φυλακισμένες δηλαδή. Βέβαια ήμασταν μια μεγάλη παρέα εκεί και έτσι κάναμε και πράγματα δημιουργικά. Κάναμε μαθήματα στις αναλφάβητες γυναίκες, άλλες κάνανε μαθήματα αγγλικών, κάναμε σκετσάκια, ότι μπορούσαμε για να διανθίσουμε αυτή τη ζωή». Στόχος της πάντα είναι να επανενωθεί με τον άντρα της. «Επρεπε να δημοσιεύσω στην εφημερίδα ότι χωρίζω από τον άντρα μου γιατί εξαφανίστηκε και κάνω αίτηση διαζυγίου. Για να πιστέψουν ότι δεν πάω σε εκείνον και να μου δώσουν διαβατήριο». Με την πρόφαση ότι πάει στην Ιταλία για σπουδές, καταφεύγει στη Ρωσία.

Στη Ρωσία αρχίζει να γράφει. «Έγραφα μέσα στην κουζίνα και μαγείρευα κιόλας γιατί ήταν μικρό το διαμέρισμα». Δεν ξεκίνησε ωστόσο να γράφει βιβλία για παιδιά. «Στη Μόσχα έγραφα διηγήματα και τα έστελνα στο περιοδικό «Επιθεώρηση τέχνης» και τα δημοσίευαν. Μετά εγώ στα παιδιά μου για να τους μιλήσω για την Ελλάδα σκέφτηκα ότι καλύτερα ήταν να τους διηγούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Και τους άρεσε πάρα πολύ. Και λέω “δεν τα γράφω αυτά”; Δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά».

Στη Ρωσία γεννιούνται και τα δύο της παιδιά. «Στον γιο μου μάλιστα έκανε baby sitting ο Ταρκόσφκσι οποίος ήταν φοιτητής στην κινηματογραφική σχολή και ερχόταν με τη φίλη του για ένα χαρτζιλίκι. Τα πρώτα χρόνια μου στην Τασκένδη ήταν αρκετά δύσκολα γιατί ήταν οι συνθήκες δύσκολες, ζούσαμε σε ένα δωμάτιο, χωρίς νερό, με ένα μωρό παιδί ήταν δύσκολα. Αλλά είχαμε πολύ καλούς φίλους Έλληνες και Ρώσους οι οποίοι ήταν πάρα πολύ μορφωμένοι, καθηγητές πανεπιστημίου κλπ, που είχαν έρθει από τη Μόσχα κι αυτό ήταν μια παρηγοριά».

Το 1964 επιστρέφουν στην Ελλάδα και σε τρία χρόνια αναγκάζονται πάλι να εγκαταλείψουν τη χώρα λόγω της επιβολής του στρατιωτικού καθεστώτος. «Στη Γαλλία ήμασταν σε ένα συνεχή αναβρασμό για την αντίσταση στη Χούντα, στο να μάθουν οι ξένοι τι συμβαίνει στην Ελλάδα, τρέχαμε όλοι μέρα. Από την άλλη μεριά εγώ, πάλι στην κουζίνα, έγραψα πολλά από τα μυθιστορήματα μου. Τότε ήταν που το Καπλάνι της Βιτρίνας, από τα αγγλικά που είχε μεταφραστεί αρχικά, συνέχισε στις Σκανδιναβικές χώρες, στην Ιαπωνία, στη Γαλλία, πήγαινα σε σχολεία στη Γαλλία. Είχα ήδη την αναγνώριση στη Γαλλία που δεν την είχα ακόμα στην Ελλάδα. Το Καπλάνι εν μέσω Χούντας ήταν τελείως απαγορευμένο αλλά και πριν έλεγαν ότι καλό είναι να μη μπει στα σχολεία. Κάποιοι δάσκαλοι όμως με τρόπο από την πίσω πόρτα το έβαζαν». Τελικά θα εγκατασταθούν οριστικά στην Ελλάδα το 1980. «Εγώ πιο πολύ από τον άντρα μου ήθελα να γυρίσω. Και τα παιδιά μου ήταν ευχαριστημένα που μεγάλωναν στη Γαλλία αλλά εγώ ένιωθα την ανάγκη να γυρίσω. Ήταν οι φίλοι μου η οικογένειά μου εδώ. Και βέβαια και για να γράψω έπρεπε να είμαι εδώ».

Την ρώτησα εάν στα παιδιά και στα εγγόνια σας έλεγε παραμύθια. «Όχι, έλεγα τις ιστορίες από τη ζωή μου! Τα παραμύθια τα διάβαζαν μόνοι τους. Τους τα έλεγα με χιούμορ, διασκεδαστικά και έτσι δεν τους έπεφταν βαριά. Ακόμα και στα εγγόνια μου αυτά διηγούμουν αλλά και άπειρες ιστορίες που δεν υπήρχαν».

«Νιώθετε πλήρης από τη ζωή σας μέχρι σήμερα; Υπάρχει κάτι που δεν έχετε κάνει και θα θέλατε;» την ρώτησα. «Νομίζω ότι δεν περισσεύει χώρος -και να ήθελα- και ούτε χρόνος. Ναι, νιώθω ότι δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο, κι εδώ εάν σταματήσω» μου απάντησε.

Documento Newsletter