Aljazeera: «Υπό απειλή η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα»

Aljazeera: «Υπό απειλή η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα»

Δημοσίευμα του aljazeera, με τον τίτλο «Υπό απειλή η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα» ξεκινά με την φράση: «Σε μια δημοκρατία, τα μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να διατηρούν υπό έλεγχο την εξουσία και την κυβέρνηση. Στην Ελλάδα, φαίνεται να συμβαίνει το εντελώς αντίθετο», αποδίδοντας έτσι διεθνείς διαστάσεις στο ζήτημα της λογοκρισίας που αμαυρώνει τις πρόσφατες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας.

«Πάρτε για παράδειγμα την ιστορία του Θανάση Κουκάκη, ενός 43χρονου οικονομικού δημοσιογράφου που εργάζεται για το CNN Greece, και συνεισφέρει στο CNBC, στους Financial Times και το Inside Story», προστίθεται στο δημοσίευμα.

Σε μια προσπάθεια διαλεύκανσης της αδιαφανούς στάσης των ελληνικών θεσμών αναφορικά με το ζήτημα των υποκλοπών στην υπόθεση του γνωστού δημοσιογράφου αναφέρει: «Επικαλούμενη ανησυχίες εθνικής ασφάλειας, το 2020 η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Ελλάδας που διοικείται απευθείας από το γραφείο του πρωθυπουργού, υπέκλεψε τις επικοινωνίες του, ενώ ερευνούσε τις υποθέσεις Ελλήνων τραπεζιτών και επιχειρηματιών. Όταν ο δημοσιογράφος έλαβε γνώση αυτού, η κυβέρνηση προσπάθησε να διαγράψει τα ίχνη της υποκλοπής. Λίγο αργότερα, το κινητό του τηλέφωνο μολύνθηκε με το λογισμικό κατασκοπείας αρπακτικών. Το λογισμικό επιτρέπει στον χρήστη να αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στο τηλέφωνο ενός στόχου για να εξαγάγει δεδομένα, επαφές και μηνύματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποστέλλονται μέσω κρυπτογραφημένων εφαρμογών, καθώς και να ενεργοποιήσει το μικρόφωνο και να αποκτήσει πρόσβαση στη φωτογραφική μηχανή».

Το δημοσίευμα επικεντρωμένο στην μεγάλη εικόνα, εμμένει στην γενικότερη θεσμική αντιμετώπιση των ανθρώπων που ασχολούνται με την ανεξάρτητη δημοσιογραφία λέγοντας: «Ο Κουκάκης δεν είναι το μόνο θύμα υποκλοπής από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Μια ομάδα ερευνητών δημοσιογράφων που ερευνούν τις συνθήκες των μεταναστών στην Ελλάδα, Ηλιάνα Παπαγγέλη και Σταύρος Μαλιχουδής ανακάλυψαν επίσης ότι είχαν υποβληθεί σε παρακολούθηση από τις ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών, οι οποίες παρακολούθησαν τη δουλειά τους με ανηλίκους στη νήσο Κω. Λίγο αργότερα έφεραν στο φως μια άλλη ιστορία, σχετικά με μια ΜΚΟ που ασχολείται με τη στέγαση μεταναστών που είχε πιθανούς δεσμούς με πολιτικές προσωπικότητες. Η απάντηση; Μια SLAPP (στρατηγική αγωγή κατά της συμμετοχής του κοινού)».

Ενώ προχωρά επικαλούμενο την περίπτωση της Σταυρούλας Πουλημένη, η οποία «μήνυσε στέλεχος εταιρίας εξόρυξης χρυσού που καταδικάστηκε για σοβαρά περιβαλλοντικά εγκλήματα στη βόρεια Ελλάδα. Ο επιχειρηματίας την κατηγόρησε ότι επεξεργάστηκε τα “ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα” αναφέροντας την προηγούμενη ποινική του καταδίκη».

Περιγράφοντας το ισχύον νομικό πλαίσιο, μέσω του οποίου η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να φιμώσει κάθε διαφορετική φωνή απ’ τη δικιά της αναφέρει: «Ένας νέος νόμος εξουσιοδοτεί το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (NCRTV) να επιβάλλει επαναλαμβανόμενα διοικητικά πρόστιμα σε εφημερίδες για συκοφαντία. Το NCRTV έχει δικαιοδοσία για κανάλια που χρησιμοποιούν δημόσιες συχνότητες. Αυτό προκαλεί ανησυχία στην Ένωση Δημοσιογράφων, η οποία ισχυρίζεται ότι ο νέος κανονισμός παραβιάζει άμεσα άρθρα που αφορούν την ελευθερία του Τύπου σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα.

Βάσει του νόμου αυτού, τα πρόστιμα θα ζητηθούν από τους πλειοψηφούντες μετόχους όταν η εταιρεία που εκδίδει την εφημερίδα δεν πληρώνει και θα εισπραχθεί από τον ιδιωτικό μονοπωλιακό διανομέα, ιδιοκτησίας ενός (φιλικού προς το κράτος) μεγιστάνα μέσων ενημέρωσης. Η δημοσιογραφική ένωση υποστηρίζει ότι ο νέος κανόνας απειλεί τη βιωσιμότητα των μέσων ενημέρωσης, ιδιαίτερα των μικρότερων, ανεξάρτητων».

Παρόμοιος συναγερμός εκφράστηκε από την ταχεία αντίδραση για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, μια ομάδα που παρακολουθεί την ελευθερία του Τύπου στην ευρωπαϊκή κοινότητα. «Οι προκλήσεις για την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης και την ασφάλεια των δημοσιογράφων είναι συστημικές στην Ελλάδα», ανέφερε πρόσφατη έκθεση.

Από το άρθρο δεν παραλείπεται η περίπτωση του Κώστα Βαξεβάνη, και της Γιαννάς Παπαδάκου που: «κατήγγειλαν κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων πρώην υπουργών, οι οποίοι φέρεται να αποδέχτηκαν δωροδοκίες από την ελβετική φαρμακευτική εταιρεία Novartis, προκειμένου να ελέγξουν την τιμολόγηση συγκεκριμένων φαρμάκων. Οι κατηγορούμενοι πολιτικοί απέρριψαν τις κατηγορίες, ισχυριζόμενοι ότι διαπνέονται πολιτικά κίνητρα και παρά το γεγονός ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ το 2020 επέβαλε πρόστιμο 347 εκατ. δολαρίων στη Novartis, λόγω της υπόθεσης. Ενώ δεν αποκάλυψε επωνυμίες, η εταιρεία παραδέχθηκε ότι πραγματοποίησε παράνομες πληρωμές σε Έλληνες παρόχους», συνεχίζει το δημοσίευμα.

Συνεχίζοντας αναφορικά με την υπόθεση Βαξεβάνη- Παπαδάκου το δημοσίευμα υπογραμμίζει πως: «Η έρευνα του εισαγγελέα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η οποία ξεκίνησε το 2016, περάτωσε την υπόθεση εναντίον δύο Ελλήνων πολιτικών αξιωματούχων τον Ιανουάριο. Μια δεύτερη έρευνα, ωστόσο, συνεχίζεται στην Ελλάδα, διερευνώντας εικαζόμενο πλαίσιο με τη συμμετοχή πρώην υπουργού, των εισαγγελέων διαφθοράς που ανέλυσαν την υπόθεση Novartis, και των δύο δημοσιογράφων.

Σε αυτό το πλαίσιο η συμμετοχή σε εγκληματική ομάδα, η συνεργασία σε αδικήματα και δύο κατηγορίες συνενοχής στην κατάχρηση εξουσίας συγκαταλέγονται μεταξύ των καταγγελιών που απευθύνει το ελληνικό κράτος στους δύο δημοσιογράφους. Σύμφωνα με μια νέα διάταξη του ποινικού κώδικα που εγκρίθηκε πριν από λίγες εβδομάδες, τα ήσσονος σημασίας αδικήματα που σχετίζονται με μια «εγκληματική ομάδα» θα οδηγήσουν πλέον σε πραγματικές ποινές φυλάκισης», σημειώνει το aljajeera.

Το δημοσίευμα κλείνει λέγοντας πως: «Με άλλα λόγια, οι Παπαδάκου και Βαξεβάνης, οι οποίοι ανέφεραν εκτενώς το σκάνδαλο Νοβάρτης, μπορούσαν να δουν χρόνο φυλάκισης. Μια τέτοια δίωξη θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ανησυχητικό προηγούμενο. Εγείρει επίσης ανησυχίες σχετικά με το κατά πόσον οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος στην υπόθεση κατά της Novartis θα εξακολουθήσουν να θεωρούνται αξιόπιστοι, ή αν θα τους απαγγελθούν επίσης κατηγορίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ήταν μία από τις 17 ευρωπαϊκές χώρες που δεν ενσωμάτωσαν μια νέα οδηγία για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος στα νομικά τους συστήματα και τώρα υφίστανται πιέσεις»
.

Documento Newsletter