Αλιβιζάτος για υποκλοπές: «Σκιά συμπαιγνίας» κυβέρνησης-Δικαιοσύνης – Η ανακοίνωση Αδειλίνη προδίδει «προκατάληψη»

Αλιβιζάτος για υποκλοπές: «Σκιά συμπαιγνίας» κυβέρνησης-Δικαιοσύνης – Η ανακοίνωση Αδειλίνη προδίδει «προκατάληψη»

Με ένα ιδιαίτερα αιχμηρό άρθρο στην Καθημερινή, ο ομ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Νίκος Αλιβιζάτος, σχολιάζει τη χθεσινή ανακοίνωση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι… δεν υπήρξε κοινό κέντρο παρακολουθήσεων μεταξύ ΕΥΠ και άλλων κρατικών αρχών, με το παράνομο λογισμικό παρακολούθησης Predator, παρά τα αποκαλυπτικά δημοσιεύματα του Documento και άλλων ΜΜΕ.

Στο άρθρο-παρέμβασή του ο Νίκος Αλιβιζάτος τονίζει ότι η ανακοίνωση «προκάλεσε βαθύτατη απογοήτευση σε όσους από μας, κοινούς πολίτες και νομικούς, θέλουμε να πιστεύουμε στην ποιότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης και την ανεξαρτησία της.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος χωρίζει την κριτική του σε δύο μέρη: αφενός στις υφολογικές διατυπώσεις της ανακοίνωσης και αφετέρου στην ουσία της.

Αναφορικά με τις διατυπώσεις σημειώνει ότι «δεν πρόκειται, όπως θα έπρεπε να είναι, για ξερό, νομικό κείμενο, αλλά για καθαρά επικοινωνιακό».

«Αντί να σταθεί στη στερεότυπη διατύπωση ότι «δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις» για να κινηθεί ποινική διαδικασία εις βάρος των εμπλεκόμενων κρατικών λειτουργών (της ΕΥΠ και άλλων υπηρεσιών), χρησιμοποιεί το επίρρημα «αναντίλεκτα» (:«συνάγεται αναντίλεκτα») για να ισχυρισθεί ότι οι παρακολουθήσεις του Predator δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με αυτές της ΕΥΠ. Λες και μόνο από σύμπτωση πάνω από είκοσι πρόσωπα παρακολουθήθηκαν και από τους δύο. Το ίδιο ισχύει και για το επίρρημα «απαρέγκλιτα», που η κ. Αδειλίνη χρησιμοποιεί για να μας πληροφορήσει ότι από την προκαταρκτική εξέταση προκύπτει ότι η κ. Βλάχου, εισαγγελεύς της ΕΥΠ, τήρησε τη νόμιμη διαδικασία όταν διέτασσε την άρση του απορρήτου δεκάδων πολιτών. Μήπως οι κατηγορηματικές αυτές διατυπώσεις προδίδουν προκατάληψη;», αναφέρει ο κ. Αλιβιζάτος.

Στη συνέχεια, σχολιάζοντας την ουσία της ανακοίνωσης Αδειλίνη, τονίζει:

Όταν μεταξύ των παρακολουθηθέντων -και μάλιστα επί διετία- περιλαμβάνεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός (που συμβαίνει μάλιστα να κάθεται σε διπλανό γραφείο με το γραφείο του κ. Ζήση), όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι, πολιτικά, ο Νίκος Avδρουλάκης δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να παρακολουθηθεί, διερωτάται κανείς πώς η κ. Αδειλίνη υιοθετεί, χωρίς δισταγμό, την άποψη ότι οι διαταχθείσες παρακολουθήσεις ήταν νομικά άψογες. Πολύ περισσότερο και στο σημείο αυτό θα γίνω αυστηρότερος- όταν ανακριβώς επικαλείται απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. για το ίδιο θέμα. Πράγματι, σε προδικαστικό ερώτημα βουλγαρικού ποινικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες. Το είπε όμως υπό τον όρο ότι αυτό γίνεται «κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος της αρμόδιας αρχής» (στο οποίο μάλιστα μπορεί να έχει πρόσβαση ο ενδιαφερόμενος) και από το οποίο «μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης» (C-349/21).

Το συμπέρασμα του κ. Αλιβιζάτου είναι ιδιαίτερα αιχμηρό:

«Αν η κυβέρνηση θέλει να απορρίψει τις αιτιάσεις ότι, άμεσα ή έμμεσα, επηρεάζει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, μπορεί να το κάνει με έναν πολύ απλό τρόπο: να πληροφορήσει τα θύματα των υποκλοπών για ποιους λόγους παρακολουθήθηκαν και, ενδεχομένως, να ζητήσει συγγνώμη από όσους παρακολουθήθηκαν «εκ λάθους». Όσο δεν το πράττει, δεν θα μπορέσει να αποτινάξει τη σκιά της συμπαιγνίας».

Documento Newsletter