Η Αλίκη Καγιαλόγλου είναι μια απ’ τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ερμηνεύτριες και, κατά τη γνώμη μου, η πιο ζεστή φωνή του Μάνου Χατζιδάκι μετά τη Ζωή Φυτούση στο μακρινό παρελθόν. Με μια υπέροχη δισκογραφία (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Χουλιαράς, κινηματογραφικά τραγούδια, φάδος και σεφαραδίτικα), υπηρετεί με συνέπεια την τέχνη του τραγουδιού δίχως να σκορπίζεται σε ανούσιες δημόσιες σχέσεις και ανίερες συμμαχίες. Πριν από μια δεκαετία αυτονομήθηκε πλήρως από τις δισκογραφικές εταιρείες, σηκώνοντας κυριολεκτικά το δικό της μπαϊράκι, με γνώμονα πάντα την ακριβή χατζιδακική αισθητική της. Αφορμή για την κουβέντα που κάναμε είναι ένας νέος κύκλος παραστάσεών της στο θέατρο Μικρό Γκλόρια. Εκεί όπου όλες τις Τετάρτες μέχρι και τις 10 Ιανουαρίου η Καγιαλόγλου θα παρουσιάσει το σπάνιο «Αλικόραμά» της και θα αναμετρηθεί στην ουσία με τους ολοζώντανους δικούς της και δικούς μας μύθους. Μαζί της ο Αλέξανδρος Αβδελιώδης στο πιάνο και ο Νίκος Μανιτάρας στην κλασική κιθάρα.
Το «Αλικόραμα» είναι ένας τίτλος που συνοψίζει όλα όσα μας έχετε χαρίσει καλλιτεχνικά;
Είναι ένας γενικός τίτλος –εύγλωττος προφανώς– που κατά καιρούς χρησιμοποιώ, όπως είχα κάνει και παλιότερα με άλλη σύνθεση, για να δώσω παραστάσεις με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο: ποιητικά κείμενα του Πεσόα, διηγήματα του Παπαδιαμάντη, θεατρικούς μονολόγους του Ζαν Κοκτό και φυσικά τραγούδια. Θα ακολουθήσουν κι αλλά μέρη, Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος.
Να το εκλάβουμε ως επάνοδό σας στα μουσικά δρώμενα;
Πάντα αγαπούσα την αγρανάπαυση. Με βοηθούσε να επιθυμώ ξανά τα πράγματα, παρέμενα όμως δραστήρια με τον δικό μου τρόπο, συνεπώς για μένα είναι πάντα da capo.
Είστε απ’ τις λίγες ερμηνεύτριες που συνταιριάζουν την τραγουδιστική με την υποκριτική τέχνη.
Συγγενεύουν απόλυτα οι δύο αυτές τέχνες. Ο μεν τραγουδιστής ερμηνεύει σε βάθος τις λέξεις, αντιμετωπίζοντας κάθε τραγούδι σαν θεατρικό μονόλογο. Ο δε υπηρετών την υποκριτική ακολουθεί τον ρυθμό του κειμένου που καλείται να ερμηνεύσει. Ωστόσο θεωρώ ότι είμαι καλύτερη στο να διαβάζω, να απαγγέλλω, παρά στο να στέκομαι ως ηθοποιός στη σκηνή κάθε φορά.
Κάποτε το όνομά σας είχε ακουστεί στο δημοφιλές σίριαλ «Οι τρεις χάριτες» ως υπόδειγμα ποιοτικής τραγουδίστριας. Σήμερα που ο χρόνος περνάει αδυσώπητος επιθυμείτε τη διατήρηση της δημοφιλίας αυτής ή θέλετε απλώς να εκφράζεστε καλλιτεχνικά;
Η δημοφιλία δεν με ενδιέφερε ποτέ και ουδέποτε την κυνήγησα. Μπορώ να σας πω ότι ενίοτε μου δημιουργεί και αμηχανία. Το ζητούμενο ήταν πάντα η δημιουργικότητα και το μοίρασμα αυτών που αγαπώ με το κοινό. Ενα ζητούμενο που επίσης με γεμίζει άγχος, όχι απ’ αυτό όμως του καλλιτέχνη που θέλει να βρίσκεται μονίμως στο προσκήνιο.
Εχετε πει πως γνωρίσατε τον Μίκη Θεοδωράκη, λατρέψατε όμως τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Μάνος λείπει εδώ και 28 χρόνια, ο Μίκης έφυγε μόλις πριν από ένα χρόνο. Πώς κουβαλάτε τις απώλειες αυτές;
Εχω πει για την ακρίβεια ότι συνεργάστηκα και με τους δύο τόσο στη δισκογραφία όσο και σε συναυλίες, αλλά η σχέση μου με τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν προσωπική και ναι, τον λάτρεψα. Δεν περνάει μέρα που να μην τον σκεφτώ και ξέρω ότι αν ζούσε, πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά σε πολλούς τομείς. Ο πρόσφατος δε θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη με έκανε να σκεφτώ ότι ήμουν τυχερή που συναντήθηκα με δύο από τους μύθους της σύγχρονης Ελλάδας και ότι έζησα σε μια εποχή που μάλλον πέρασε ανεπιστρεπτί.
Είχα την τύχη ν’ ακούσω τη μητέρα σας να τραγουδάει στο Ηρώδειο. Πόσο καθοριστική υπήρξε η φιγούρα της μάνας στη ζωή σας; Είστε κι η ίδια μάνα άλλωστε. Εκτός αν ήσασταν το κλασικό μοντέλο του «προσκολλημένου» στον πατέρα κοριτσιού.
Δεν ήμουν ποτέ κλασικό μοντέλο κοριτσιού ούτε ήμουν προσκολλημένη σε κανέναν. Ο καημός της μαμάς μου ήταν ότι συνεχώς έφευγα για ταξίδια –όχι και τόσο κοντινά κάποιες φορές–, που ήταν ένα άλλο μου πάθος. Η Κίνα και η Ινδία δεν ήταν και ό,τι ευκολότερο τότε, αλλά ήταν να μη βάλω κάτι στο μυαλό μου. Το πώς το κατάφερα είναι άλλο βιβλίο μάλλον και όχι συνέντευξη. Ως προς το υπέροχο τραγούδι της μητέρας μου στο Ηρώδειο –ακόμη το έχω στα αυτιά μου–, ίσως ήταν το καλύτερο δώρο που της είχα κάνει ή μάλλον το καλύτερο αντίδωρο για όσα εκείνη είχε κάνει για μένα. Της έδωσε δέκα χρόνια ζωής και ονειρευόταν τη στιγμή που θα ξανατραγουδήσει μπροστά σε κοινό. Μόνη της πάντα τραγουδούσε… Στο Ηρώδειο είχε κάνει το ντεμπούτο της και η κόρη μου, αν θυμάστε, τραγουδώντας υπέροχα το δικό της ρεπερτόριο και το κοινό την είχε καταχειροκροτήσει. Αξέχαστη η συγκίνηση αυτής της βραδιάς. Ακόμη όμως θυμάμαι και τον θυμό που ένιωθα για καιρό, όπως και την προσπάθειά μου επί τρία χρόνια να ξεπληρώσω στο Φεστιβάλ Αθηνών το ενοίκιο των 40.000 ευρώ που μου είχαν ζητήσει. Και φυσικά θυμάμαι την αγάπη των 2.226 θεατών που αψήφησαν το σύννεφο που θα έφερνε βροχή, κάνοντάς με να μη νιώσω μοναχή.
Γιατί τραγουδάτε; Τι θέλετε να βγάλετε από την ψυχή σας ώσπου να φτάσει στα χείλη σας;
Τραγουδώ καταρχήν γιατί μ’ αρέσει, αλλά και για να αφηγηθώ ιστορίες, να πω πράγματα που με απασχολούν, να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, την τέχνη του και το κοινό του σ’ αυτά ακριβώς αποσκοπεί.
Σας είχα δει κάποτε στην Αρεοπαγίτου να τραγουδάτε μαζί με τον Γιώργο Γαβαλά. Εκεί σκέφτηκα: «Για δες, η ερμηνεύτρια του Μίκη, του Μάνου, των μεγάλων αιθουσών και θεάτρων δεν κομπλάρει να τραγουδήσει στον δρόμο με τον “χίπη” Γαβαλά». Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;
Ο Γιώργος Γαβαλάς ήταν ξεχωριστή φιγούρα στον κόσμο των μουσικών του δρόμου. Ηταν ένας ποιητής στα σίγουρα. Ηταν ήρεμος και είχε μια σπάνια αθωότητα. Του έκανα αρκετές φορές παρέα στο τραγούδι. Επαιζε και τραγουδούσα από Σαββόπουλο μέχρι το «Παπάκι» του Νικόλα Ασιμου. Το συνηθίζω άλλωστε, αρκεί να βρω καλό συμπαίκτη. Αυτή η διαδικασία του αυτοσχεδιασμού είναι πολύ δημιουργική και αναζωογονητική. Θυμάμαι τη χαρά που πήρε όταν του ζήτησα να παίξει έξω από το Ηρώδειο, σαν συνέχεια της δικής μου βραδιάς. Τι κρίμα που έφυγε τόσο νωρίς.
Εχετε ένα μοναδικό χάρισμα: αυτό που τη μια ερμηνεύετε δραματικά, από την άλλη όμως καταφέρνετε να περάσετε στη σκηνή και το χιούμορ σας. Τι γνώμη έχετε για το στοιχείο του χιούμορ στο τραγούδι;
Το χιούμορ είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος να παρατηρείς τα πράγματα, τους ανθρώπους και κυρίως τον εαυτό σου. Είναι κάτι που πιστεύω πως το έχεις εκ γενετής και καλλιεργείται βέβαια στη συνέχεια. Αυτομάτως έτσι περνάει, θέλεις δεν θέλεις, και μέσα σε αυτό που κάνεις. Πάντως είμαι απ’ τους ανθρώπους που γελούν πολύ στην καθημερινότητά τους, όταν υπάρχει λόγος φυσικά.
Κάποτε έβαλα σ’ έναν φίλο Πορτογάλο σκηνοθέτη και άκουσε τις ερμηνείες σας στα φάδος. Ξέρετε τι μου είπε; «Καταλαβαίνεις τι λέει αυτή η Ελληνίδα καλύτερα κι απ’ τις Πορτογαλίδες». Η ευχέρεια στις γλώσσες είναι ζητούμενο σε μια ερμηνεία σε γλώσσα διαφορετική από τη μητρική;
Να ευχαριστήσω τον φίλο σας τον Πορτογάλο. Μου θυμίσατε όμως και το γράμμα που μου έστειλε προ καιρού, μέσω της πρεσβείας της Αργεντινής, ο Φέλιξ Λούνα, o ποιητής του περίφημου τραγουδιού «Alfonsina y el mar» σε μουσική του Αριέλ Ραμίρες. Εγραψε εξαιρετικά συγκινητικά λόγια για τον τρόπο που κατανοώ σε βάθος μια ποιητική γλώσσα που δεν είναι δική μου. Θα έλεγα λοιπόν ότι ίσως δεν είναι τόσο θέμα ευχέρειας όσο αντίληψης, κατανόησης και μεταφοράς των συναισθημάτων που γέννησαν τις λέξεις. Αρα ερμηνείας.
Με το χέρι στην καρδιά, δυσφορείτε μες στη σημερινή εποχή που είναι δύσκολη για πολύ κόσμο;
Υπάρχουν πράγματι στιγμές που δυσφορώ, είμαι όμως τυχερή γιατί έχω σαν διέξοδο αυτά που κάνω ή αυτά που ονειρεύομαι να κάνω. Δεν είναι και λίγο αυτό. Και, καθόλου τυχαία, ακριβώς όποτε ασφυκτιώ ακολουθώ την προτροπή του Οδυσσέα Ελύτη και «μνημονεύω Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Και φυσικά τραγουδώ.
Οποτε είστε στη σκηνή και τραγουδάτε ή παίζετε ανακαλείτε προσωπικά σας βιώματα, μνήμες, αρώματα, γεύσεις;
Ναι, ισχύει απόλυτα. Μου αρέσει να τα μοιράζομαι όλα αυτά με το κοινό. Ετσι κι αλλιώς, όπως σας είπα, ανεβαίνοντας στη σκηνή θέλω να αφηγηθώ μια ιστορία είτε τραγουδώντας είτε παίζοντας και με την έννοια του παιχνιδιού με τους άλλους.
Διατηρείτε επαφή με το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι; Εχετε ακούσει και ξεχωρίσει κάποια νέα φωνή;
Δεν διατηρώ ιδιαίτερη επαφή, οφείλω να παραδεχτώ. Με ενδιαφέρουν περισσότερο το θέατρο και ο χορός. Τελευταία όμως διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες φωνές, κυρίως γυναικείες. Μακάρι να βρουν τον δρόμο τους. Αλλωστε, όπως έγραψε ο Σεβιλλιάνος ποιητής Αντόνιο Ματσάδο: «Διαβάτη, δρόμος δεν υπάρχει. Τον δρόμο τον ανοίγεις εσύ προχωρώντας».