Αλέξανδρος Αβρανάς: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο σκληρό από τη βαναυσότητα του συστήματος»

Αλέξανδρος Αβρανάς: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο σκληρό από τη βαναυσότητα του συστήματος»

Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Αβρανάς μιλάει για τη σκοτεινιά της ανθρώπινης ψυχής, το προσφυγικό, τη βία του κρατικού μηχανισμού, τις ευθύνες της κοινωνίας αλλά και της οικογένειας με αφορμή το «Quiet life» που θα κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο 81ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Ηταν το 2013 όταν ο Αλέξανδρος Αβρανάς και το «Miss Violence» έφευγαν από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας με δύο παράσημα: τα βραβεία αντρικής ερμηνείας και σκηνοθεσίας. Μια βίαιη ιστορία με έναν πατέρα οικογενειάρχη ο οποίος κακοποιούσε σεξουαλικά τις κόρες του, η οποία ήταν βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και μεταφέρθηκε στο σινεμά αριστοτεχνικά. Και η νέα ταινία του «Quiet life» ξεκινάει με μια μεγάλη επιτυχία, καθώς επιλέχθηκε για το πολύ σημαντικό διαγωνιστικό τμήμα Orizzonti του Φεστιβάλ Βενετίας (28 Αυγούστου έως 7 Σεπτεμβρίου). Στη φετινή Μόστρα βρίσκουμε και την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη με το «Harvest» που διεκδικεί Χρυσό Λέοντα.

Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης και πάλι εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα στήνοντας την αφήγησή του με φόντο το ζήτημα του προσφυγικού και συγκεκριμένα γύρω από έναν επιστημονικό όρο: το «σύνδρομο παραίτησης», που χτυπάει παιδιά, κυρίως προσφυγόπουλα, με αποτέλεσμα να παραλύουν από φόβο. Η ιστορία ξεκινά με μια οικογένεια Ρώσων προσφύγων που ζητάει άσυλο στη Σουηδία. Η αίτηση απορρίπτεται, οι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή εξανεμίζονται και η μικρή κόρη καταρρέει. Πέφτει σε βαθύ ύπνο και μόνο η ελπίδα μπορεί να την ξυπνήσει. Ο Αλέξανδρος Αβρανάς, συνεπής στο είδος κινηματογράφου που έχει επιλέξει, έχει πλέον κατοχυρώσει το στίγμα του: κοινωνικοπολιτικό σινεμά που μας πετάει κατάμουτρα τη σκοτεινιά της ανθρώπινης ψυχής, τη βία του εκάστοτε κρατικού μηχανισμού, τις ευθύνες της κοινωνίας αλλά και της ίδιας της οικογένειας.

Σας χάσαμε. Καλώς σας βρίσκουμε πάλι.

Εδώ ήμουν πάντως, δεν έφυγα ποτέ. Απλώς το σινεμά δεν είναι πάντα ευθεία γραμμή, άλλες φορές χρειάζεται περισσότερο χρόνο να συμβεί, άλλες λιγότερο. Η τελευταία μου ταινία, το «Love me not», ήταν το 2017. Ισως να νιώθετε πως με χάσατε διότι έχει δημιουργηθεί μια ενδιαφέρουσα παράδοση: οι ταινίες μου να βρίσκουν διανομή στο εξωτερικό αλλά όχι στην Ελλάδα.

Αυτό γιατί συμβαίνει; Είστε άτυχος με τη διανομή; Εχετε ευθύνη με υψηλά στάνταρ και απαιτήσεις;

Απαιτητικός είμαι ούτως ή άλλως σε όλα τα στάδια μιας ταινίας. Δεν έχω όμως, απάντηση γι’ αυτό που με ρωτάτε.

Εχετε κάνει πέντε ταινίες και στην Ελλάδα βγήκε μία…

Τέσσερις θα έλεγα ότι έχω κάνει, γιατί η πέμπτη για μένα δεν μετράει.

Αναφέρεστε στην ταινία με τον Τζιμ Κάρεϊ, αλλά ας το αφήσουμε για τη συνέχεια. Εστω κι έτσι, παραμένει το γεγονός ότι μόνο μία βγήκε στις αίθουσες, το «Miss Violence».

Δεν έχω ακριβή εξήγηση. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι έχω υποστεί πολύ σκληρή κριτική από τους δημοσιογράφους, στα όρια της εμπάθειας, και αυτό δημιούργησε σίγουρα μια αρνητική κατάσταση. Τα κείμενα των κριτικών κινηματογράφου μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέροντα για ένα σκηνοθέτη και ορισμένες παρατηρήσεις μπορούν πραγματικά να σε εξελίξουν. Νιώθω όμως ότι κάποιες φορές οι Ελληνες κριτικοί, κάποιους απ’ τους οποίους εκτιμώ πολύ, με αδίκησαν. Και θα σας πω και κάτι ακόμη. Για μένα το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν πάντα ταφόπλακα… Το «Without» το είχαν θάψει στις κριτικές, το «Miss Violence» πήγε ελάχιστα καλύτερα και το «Love me not» το καταθάψανε.

Θεωρητικά μιλώντας, ένας Ελληνας σκηνοθέτης που έχει βραβευτεί στη Βενετία («Miss Violence»), έχει κάνει ταινία με ολόκληρο Τζιμ Κάρεϊ, δουλεύει στο εξωτερικό κ.λπ. θα έπρεπε να δρέπει δάφνες. Εσάς τελικά η ταινία με τον Κάρεϊ σας χαντάκωσε.

Είναι μια δύσκολη και πολύπλοκη ιστορία. Εγώ έκανα το πρώτο cut, το οποίο δεν είχε καμία σχέση με τη μορφή που πήρε η ταινία όταν ολοκληρώθηκε. Κατέληξε μια ανοησία, ένα μπερδεμένο πράγμα μεταξύ κακού αμερικανικού και δήθεν ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

Στον Τζιμ Κάρεϊ άρεσε η ταινία;

Ηταν η εποχή που τον κατηγορούσαν για φόνο εξ αμελείας της συντρόφου του. Παρενέβη στην ταινία και έκοψε κάποιες σκηνές βίας γιατί φοβήθηκε ότι θα τον χαρακτηρίσουν βίαιο. Δεν έμαθα ποτέ αν του άρεσε ή όχι. Αυτό που ξέρω είναι ότι στη δική μου εκδοχή η ερμηνεία του ήταν αριστουργηματική.

Αρα πήγε όλο λάθος. Bad luck, που λένε και οι Αμερικάνοι.

Συμβαίνουν κι αυτά. Δυστυχώς. Εύχομαι κανένας σκηνοθέτης να μη χρειαστεί να περάσει κάτι τέτοιο.

«Πάντοτε πίστευα ότι η τέχνη πρέπει να αφυπνίζει τον κόσμο» λέει ο Αλέξανδρος Αβρανάς με αφορμή το «Quiet life»

Επιλέγετε θέματα κοινωνικοπολιτικά και κινείστε σε συγκεκριμένους άξονες, τέσσερις θα ξεχώριζα. Ο πρώτος είναι ότι παρουσιάζετε οριακές ανθρώπινες καταστάσεις. Ο δεύτερος ότι σας απασχολεί η παιδική ηλικία. Τρίτον, το πολιτικό στοιχείο – δύο ταινίες σας έχουν φόντο το προσφυγικό ζήτημα. Και τέταρτον, η σκληρή πραγματικότητα. Συνήθως εμπνέεστε από κάτι που έχετε διαβάσει στην εφημερίδα, δηλαδή από κάποιο πραγματικό περιστατικό.

Συμφωνώ. Πιστεύω ότι η πραγματικότητα τελικά μας ξεπερνάει όσο κι αν θέλουμε να την οριοθετήσουμε. Οσο περισσότερο προσπαθούμε να καλυφθούμε πίσω από political correct συμπεριφορές τόσο περισσότερο τα όρια θα ξεπερνιούνται και οι καταστάσεις θα γίνονται πιο οριακές. Για παράδειγμα το «resignation syndrome» ή αλλιώς «apathy». Δεν θα μπορούσα καν να διανοηθώ την ύπαρξη αυτού του συνδρόμου. Μοιάζει τελείως δυστοπικό κι όμως είναι υπαρκτό. Είναι η απόδειξη πως η κοινωνία μας φτάνει σε οριακές καταστάσεις και η έννοια του κρατικού μηχανισμού σε αδιέξοδο. Δεν υπάρχει τίποτε πιο σκληρό για μένα από τη βαναυσότητα του συστήματος που έχει ως τελικό αποδέκτη τα παιδιά.

Τι αναγωγές θέλατε να κάνετε με την ταινία σας;

Αν θεωρήσουμε ότι αναγωγή είναι η αναφορά σε κάτι παλαιότερο που γνωρίζουμε ή μας είναι οικείο, τότε θα έλεγα πως μάλλον η ανθρωπιά και η τρυφερότητα είναι αυτά που θα μας σώσουν από την απάθεια.

Κάτι που βρίσκω ενδιαφέρον είναι ότι συνήθως ξεκινάτε με την οικογένεια, τον μικρόκοσμο, το τι συμβαίνει στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, αλλά έχετε ανοιχτή την πόρτα του σπιτιού, υπάρχει κι αυτό που έρχεται απέξω, η κοινωνία.

Στο «Miss Violence» με ενδιέφερε πολύ η οικογένεια να μην είναι εσώκλειστη, να έχει ένα «πρόσωπο» στην κοινωνία, με έναν πατέρα απόλυτα αποδεκτό που θεωρείτο άνθρωπος ο οποίος θα έκανε τα πάντα για την οικογένειά του. Κι όμως, αυτός ο φαινομενικά ιδανικός πατέρας κακοποιούσε σεξουαλικά τις κόρες του. Αραγε το έκρυβε τόσο καλά ή απλώς δεν θέλαμε να το δούμε; Στο «Love me not» πάλι η κοινωνία ήταν αυτή που ώθησε το νεαρό ζευγάρι (Ελένη Ρουσσινού και Χρήστος Λούλης) να προβεί σε αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα για να πάρουν πίσω αυτό που τους αξίζει, αυτό που τους στερήθηκε στην Ελλάδα της κρίσης. Και τελικά από θύτες κατέληξαν θύματα ενός παγιωμένου κατεστημένου θέτοντας ένα και μόνο ερώτημα: Πόσο αξίζει ένας άνθρωπος χωρίς ταυτότητα; Η βία σαν μια άλλη μορφή ανθρωποφαγίας.

Ο χαρακτήρας του πατέρα του «Miss Violence» μου φέρνει στο μυαλό αυτό που ακούμε συχνά με τα απίστευτα πολλά πλέον περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και τις γυναικοκτονίες, ότι δηλαδή η γειτονιά έπεσε απ’ τα σύννεφα.

Μας αρέσει να εθελοτυφλούμε και να ακολουθούμε κάποιους κανόνες και νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία είναι γεμάτη από βολικούς κανόνες καθωσπρεπισμού. Φυσικά, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ολη η Ευρώπη διαπνέεται από μια political correct αίσθηση που σε «προστατεύει» από τον έντονο συναισθηματισμό, από την άμεση εμπλοκή με πολύ κόσμο και φυσικά σου επιτρέπει να ζεις μια «ήσυχη ζωή». Αυτό είναι και το νόημα του διφορούμενου τίτλου της νέας μου ταινίας. Είναι η ήσυχη ζωή που επιθυμούν να αποκτήσουν οι πρόσφυγες ή η μη διατάραξη της ήσυχης ζωής των βολεμένων Ευρωπαίων;

Η ταινία ξεκινάει με μια οικογένεια Ρώσων οι οποίοι διαφεύγουν από τη χώρα τους την εποχή που φαινομενικά ο Πούτιν ήταν αποδεκτός από όλους. Κι όμως τότε, το 2018 δηλαδή, βγήκε μια λίστα 48 σελίδων από τα Ηνωμένα Εθνη για τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Ρωσία για το τρέχον τότε έτος. Μέσα σε αυτήν τη λίστα υπήρχε και ένας κατάλογος με απαγορευμένα βιβλία –πάνω από 5.000– , μέσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν ακόμη και ο Πλάτωνας. Ολα όσα προήγαν τη φιλελεύθερη σκέψη, την ομοφυλοφιλία ή τη διαφορετικότητα απαγορεύονταν από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εντυπωσιάστηκα, αρνητικά βεβαίως, γιατί μιλάμε για το 2018. Μου θύμισε την εποχή της ναζιστικής Γερμανίας και τη νύχτα που οι ναζί έκαψαν πάνω από 20.000 βιβλία στο Βερολίνο. Σκεπτόμενος μάλιστα όλη αυτή τη σπουδαία παράδοση της Ρωσίας στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στο θέατρο, ένιωσα ότι ένας πολιτιστικός γίγαντας διαλύεται μέσα από αυτό το απολυταρχικό καθεστώς. Γι’ αυτό αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τη Ρωσία ως τόπο καταγωγής της οικογένειας που ζητάει άσυλο στη Σουηδία.

Θα μπορούσε βέβαια η οικογένεια, που ζητάει άσυλο από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα να είναι και από την Ουκρανία, τη Συρία, την Παλαιστίνη.

Βεβαίως, από οποιαδήποτε χώρα που βρίσκεται σε πολιτική σύγκρουση. Κι εδώ θα ήθελα να αναφέρω αυτό που λέγαμε λίγο πριν, ότι οι ταινίες γίνονται πιο οικουμενικές και πιο μεγάλες από αυτό που είναι η ίδια η πραγματικότητα. Δηλαδή δεν με ενδιαφέρει να κρίνω τη Ρωσία. Ολοι έχουμε ξεκάθαρη θέση απέναντί της. Το καταγγελτικό πολιτικό σινεμά δεν με αφορά. Ούτε έχω πρόθεση να δείξω πόσο σκληρό είναι το σύστημα στη Σουηδία, αντιθέτως, γιατί τελικά στην Ευρώπη δημιουργήσαμε έναν κρατικό μηχανισμό που αντί να μας υπηρετεί, τον υπηρετούμε.

Πώς ήταν η συνεργασία με την Τσουλπάν Χαμάτοβα; Εδώ τη γνωρίζουμε από τις ταινίες της, αλλά στη Ρωσία ήταν μεγάλη σταρ του θεάτρου.

Η Τσουλπάν τόλμησε όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία να αντιταχτεί στην παράνοια του πολέμου και στον ίδιο τον Πούτιν και τελικά να γίνει η ίδια πρόσφυγας, ζώντας τώρα πια στη Λετονία, με όλα αυτά που περνάει ένας πρόσφυγας, την αίτηση ασύλου κ.λπ. Οταν βρεθήκαμε μόλις είχε φύγει από τη Ρωσία. Θυμάμαι που μου έλεγε, πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη, «πάω να κάνω πρόβα για την ταινία στην πραγματική μου ζωή». Είναι αριστουργηματική ηθοποιός. Απόλυτα παρούσα την ώρα του γυρίσματος, τόσο ανοιχτή τη στιγμή που συμβαίνουν τα πράγματα. Οι Ρώσοι δεν φοβούνται τον αυτοσχεδιασμό ή την ελευθερία, δεν φοβούνται να δώσουν, είναι γαλαντόμοι παρόλο που είναι ένας λαός που έχει βασανιστεί.

Πάντως σε γενικές γραμμές οφείλω να ομολογήσω πως είμαι κακομαθημένος όσον αφορά τους ηθοποιούς που έχω συνεργαστεί. Από την Ελένη Ρουσσινού και τη Ρένη Πιττακή έως τον Χρήστο Λούλη και τον Τζιμ Κάρεϊ. Νιώθω ιδιαίτερα τυχερός. Πιστεύω πως δεν θα ήταν ίδιες οι ταινίες μου χωρίς αυτούς.

Μιλήσατε πριν για αλληγορίες και παραμύθια, αναφερθήκατε κάποια στιγμή και στην «Ωραία κοιμωμένη». Εσείς το happy end δεν το αγαπάτε.

Δεν είναι θέμα εάν το αγαπώ ή όχι, είναι η εποχή μας που έχει γίνει δυστυχώς πολύ βαριά. Πάντως σε αυτή την ταινία έχω αφήσει ένα μικρό φως στο τούνελ, όπως της αρμόζει.

Οταν ήσασταν μικρός διαβάζατε παραμύθια;

Πολύ. Θυμάμαι ότι η μητέρα μου μου έφερνε κάθε Πέμπτη παραμύθια ή βιβλία. Από τους «Μύθους του Αισώπου» μέχρι Μενέλαο Λουντέμη και Καζαντζάκη. Δεν έφερνε μόνο ένα αλλά πολλά κι έτσι έβγαζα όλη την εβδομάδα μέχρι να ξανάρθει η επόμενη Πέμπτη.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας παραμύθι;

Πάντα μου άρεσε η Κοκκινοσκουφίτσα και ο λύκος γιατί έχει γραφτεί από συγγραφέα και έχει πολύ ενδιαφέρουσα σημειολογία.

Το πιο σκοτεινό παραμύθι, που έχει μέσα και τα σεξουαλικά ένστικτα, όπως λένε οι ψυχίατροι.

Ναι, γιατί είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Εχει ενδιαφέρον τελικά τώρα που το σκέφτομαι, γιατί αυτό το παραμύθι ήταν και το μεταπτυχιακό μου στη γλυπτική. Είχα κάνει έναν περιβάλλοντα χώρο, μια εγκατάσταση με φιλμ, γλυπτά, ρούχα, φωτογραφίες κ.ά. βασισμένο πάνω στην ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας ιδωμένη από την άλλη πλευρά, την όχι και τόσο παραμυθένια.

Τα εικαστικά τα έχετε αφήσει πίσω σας οριστικά;

Ναι. Εφυγα από τον χώρο των εικαστικών γιατί θεωρώ ότι είναι μια πεπερασμένη γλώσσα όσον αφορά τον τρόπο που επικοινωνεί με το κοινό της. Πιστεύω όμως ότι η εικαστική μου παιδεία δεν θα μ’ αφήσει ποτέ.

Και από την πλέον εγκεφαλική και δύστροπη τέχνη που είναι τα εικαστικά πήγατε στο σινεμά που είναι πιο λαϊκή τέχνη, αλλά και πάλι εγκεφαλικός είστε.

Πάντα ήμουν λίγο ελιτιστής. Πιστεύω ότι γενικότερα οι τέχνες οφείλουν να αφυπνίζουν και να τολμούν να δείχνουν πραγματικότητες για τις οποίες εθελοτυφλούμε. Τα κακά πρέπει να γίνονται καλύτερα. Κάνοντας τέτοιες ταινίες, που μπορεί κάποιες φορές να μην είναι θελκτικές γιατί δεν είναι ψυχαγωγίας, προσπαθείς να δώσεις μια άλλη οπτική σε θέματα που μπορούν να κάνουν την κοινωνία καλύτερη. Πάντοτε πίστευα ότι η τέχνη πρέπει να αφυπνίζει τον κόσμο.


ΙΝFO
Το σενάριο του «Quiet life», που είναι ελληνική συμπαραγωγή (Playground και Asterisk*) και πήρε την ελληνική ιθαγένεια, άρα εκπροσωπεί τη χώρα μας, υπογράφουν ο Αλέξανδρος Αβρανάς μαζί με τον Σταύρο Παμπαλλή. Πρωταγωνιστούν: Chulpan Khamatova (Natalia), Grigory Dobrygin (Sergei), Naomi Lamp (Alina), Miroslava Pashutina (Katja), Eleni Roussinou (Adriana)

Documento Newsletter