Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ Δημήτρης Πλάντζος είδε τη σειρά «Αλέξανδρος: Η γέννηση ενός θεού» στο Netflix και απαριθμεί λάθη και αστοχίες.
Προς το τέλος του έκτου και τελευταίου επεισοδίου του νέου δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ του Netflix «Αλέξανδρος: Η γέννηση ενός θεού» ένας από τους ειδικούς καθηγητές που έχουν κληθεί να τεκμηριώσουν τα όσα βλέπουμε στις δραματοποιημένες σκηνές του σίριαλ λέει με στόμφο: «Τα επόμενα επτά χρόνια μετά την ήττα του Δαρείου ο Αλέξανδρος είχε έναν άλλο σοβαρότερο εχθρό να αντιμετωπίσει: τον ίδιο του τον εαυτό».
Κι έτσι, με αυτό το κοινότοπο ψυχαναλυτικό ψήγμα που θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει σε μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές της προπερασμένης δεκαετίας ολοκληρώνεται το περιβόητο «ντοκουδράμα» της ψηφιακής πλατφόρμας που συζητήθηκε πολύ και στη χώρα μας και δέχτηκε αρκετές επικρίσεις (αν και αυτήν τη στιγμή έρχεται πρώτο σε τηλεθέαση για τους Ελληνες συνδρομητές του Netflix).
Διαβάστε ακόμα: Χαιρώνεια 338 π.Χ: Μια έκθεση για τη μάχη που άλλαξε τον αρχαίο κόσμο
Φλύαρο, κακογραμμένο σενάριο
Η σειρά συνδυάζει –υποτίθεται– τη δραματική γοητεία της μυθοπλασίας (κοσμοϊστορικές μάχες, αβυσσαλέα πάθη, επικές αναμετρήσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών) με την αυθεντία της επιστημονικής τεκμηρίωσης (καθηγητές και καθηγήτριες, τάχα μου ασκηνοθέτητοι, σε ακαδημαϊκό περιβάλλον βιβλιοθήκης ή αμερικανικού κολεγίου). Το τελικό προϊόν καταφέρνει να μας δώσει τη χειρότερη εκδοχή και των δύο: φλύαρο, κακογραμμένο σενάριο με διαλόγους βγαλμένους από τηλενουβέλες της κακιάς ώρας, καλογυμνασμένοι αντρικοί ρόλοι που δεν «τα λένε» μεν, αλλά έχουν την κατάλληλη σωματική διάπλαση και το απαραίτητο θεληματικό βλέμμα, προβαρισμένο ώρες στον καθρέφτη για να δέσει με το στόρι, ηρωίδες-μοντέλα κι αυτές, με διαρκώς σουφρωμένα χείλια κι ατέλειωτες βλεφαρίδες ακόμη και στις δυσχερέστερες στιγμές του μυθοποιημένου τους βίου.
Κι από την άλλη, μια παρέα ολίγον ταλαίπωρων «ειδικών», που νιώθεις ότι πασχίζουν να ζωντανέψουν την ιστορία με θεατράλε κινήσεις, γελάκια και γρυλίσματα, γνωρίζοντας ότι αποτελούν κομμάτι του θεάματος και αγωνιούν να διατηρήσουν τον ρόλο τους σε αυτό. Δεν είναι κακοί σε αυτό που κάνουν, δεν μιλούν με ανακρίβειες ή λάθη, αλλά βλέπεις ότι άγχονται για το μοντάζ που θα ακολουθήσει – τόσο στα δικά τους λεγόμενα όσο και στο ίδιο το ιστορικό αφήγημα. Προφανώς δεν έχουν διαβάσει το σενάριο.
Η αλήθεια είναι ότι χωρίς την επίφαση της τεκμηρίωσης η σειρά θα ήταν καλύτερη. Με τη μορφή που τη βλέπουμε τώρα οι παραλείψεις και οι «στρογγυλοποιήσεις» μοιάζουν βαρύτερες: οι Αιγές δεν ήταν πρωτεύουσα της Μακεδονίας στα χρόνια του Αλεξάνδρου (ήταν η Πέλλα, που δεν αναφέρεται ποτέ στη σειρά)∙ πρωτεύουσα της Περσίας δεν ήταν η Βαβυλώνα αλλά η Περσέπολη (στην οποία ο Αλέξανδρος εισέβαλε το 331 π.Χ.)∙ η Αλεξάνδρεια και η Αίγυπτος δεν έπαιξαν, ιστορικά μιλώντας, τον κεντρικό ρόλο που τους αποδίδεται στο έργο, ποιητική αδεία και πάλι∙ για λόγους οικονομίας στο κάστινγκ, τέλος, αλλά και στην αφήγηση, προφανώς οι εταίροι του Αλεξάνδρου περιορίζονται σε τρεις (Ηφαιστίων, Πτολεμαίος, Παρμενίων), ενώ εξαφανίζονται ο Περδίκκας, ο Λυσίμαχος, ο Κρατερός, ο Σέλευκος, ο Ευμένης και ο Αντίγονος, που –μαζί με τον Πτολεμαίο– πολέμησαν με τον Αλέξανδρο και διαμοιράστηκαν ως «διάδοχοι» την αυτοκρατορία του μετά τον θάνατό του. Αν η σειρά είχε μείνει στη μυθοπλασία, μπορεί και να μη μας πείραζε. Ως ιστορικό ντοκιμαντέρ, όμως, μοιάζει πρόχειρο και βιαστικό.
Πρόχειρες άλλωστε και κάπως φτηνιάρικες εμφανίζονται και οι πολεμικές σκηνές: αντί για τακτικούς ελιγμούς, ανάπτυξη της μακεδονικής φάλαγγας με τις σάρισες κ.λπ., βλέπουμε εξαντλητικά, θορυβώδη γιουρούσια, από τα οποία απουσιάζει κάθε προσπάθεια ιστορικής ακρίβειας ή αφηγηματικής πειθούς.
Ερωτικά πλατσουρίσματα
Στην Ελλάδα βέβαια η συζήτηση στράφηκε αλλού: στα ερωτικά πλατσουρίσματα του «Αλεξ» με τον κολλητό του τον Ηφαιστίωνα. Αυτά περιορίζονται στο πρώτο επεισόδιο, προς σκανδαλισμόν των σεμνότυφων και των ελληνολατρών προφανώς, στη συνέχεια η σχέση λίγο πολύ ξεχνιέται (αν και ο Ηφαιστίων φαίνεται να στήνει μια ελαφρά κρεβατομουρμούρα στον σύζυγο όταν αυτός την πέφτει στη γυναίκα του Δαρείου), μέχρι το τέλος που η σχέση τους δοκιμάζεται από την υπέρμετρη φιλοδοξία του στρατηλάτη. Αν και στην Ελλάδα εμφανίστηκαν και πάλι οι συνήθεις ομοφοβικοί ύποπτοι για να μας πουν –ατεκμηρίωτα– ότι οι δύο Μακεδόνες ήταν… απλώς συγκάτοικοι και ότι εραστές και ερώμενοι στην αρχαία Ελλάδα δεν έκαναν «αυτό που νομίζουμε», τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα. Ο Αλέξανδρος έτρεφε βαθύ ερωτικό πάθος για τον (ελαφρά μεγαλύτερό του) Ηφαιστίωνα, όπως και για τα αγόρια γενικότερα. Διάφορες πηγές μάς λένε ότι η ίδια του η μητέρα όπως και ο πατέρας του είχαν ανησυχήσει για την αδιαφορία του γιου τους για τα κορίτσια. Αλλοι συγγραφείς περιγράφουν το φλερτάκι που είχε με τον Βαγόα, έναν Πέρση ευνούχο. Φυσικά όλα αυτά δεν εμπόδισαν τον Αλέξανδρο να έχει γυναίκες συζύγους, ειδικά για πολιτικούς λόγους, και να τεκνοποιήσει (όχι όμως απαραίτητα με τη σύζυγο του Δαρείου, όπως δείχνει η σειρά).
Ισως εάν η επιλογή των «ειδικών» που τεκμηριώνουν τη σειρά ήταν εγκυρότερη, τα αποτελέσματα να ήταν πειστικότερα. Θα περίμενε δηλαδή κανείς να δει τον Πολ Κάρτλεντζ (Paul Cartledge) ή τον Ρόμπιν Λέιν Φοξ (Robin Lane Fox) –παγκόσμια γνωστοί και οι δύο για τις μελέτες τους περί Αλεξάνδρου και ελληνιστικού κόσμου– ή ακόμη τον Τζέιμς Ντέιβιντσον (James Davidson), συγγραφέα της πιο σύγχρονης μελέτης για την ομοσεξουαλικότητα των αρχαίων Ελλήνων, με εκτενείς αναφορές στον Αλέξανδρο, τον Ηφαιστίωνα και στα άλλα αγόρια. Η απουσία ιστορικών αυτού του βεληνεκούς –ή ακόμη του Αγγελου Χανιώτη από το Πρίνστον ή κάποιου Αιγύπτιου μελετητή– αδυνατίζει σοβαρά το τελικό αποτέλεσμα.
Ανθελληνική επίθεση; Οχι βέβαια. Χαμένη ευκαιρία; Ισως, αλλά και πάλι θα βρει το κοινό της. Φωτογενής και παραμυθένιος, έστω και κάπως απομυθοποιημένος στον καιρό μας, ο Αλέξανδρος συνεχίζει να γοητεύει και να συναρπάζει. Συνήθως για τους λάθος λόγους, βέβαια.