Ο απόλυτος σταρ του ευρωπαϊκού σινεμά του 20ου αιώνα είχε συνεργαστεί με ιερά τέρατα σαν τον Βισκόντι, τον Αντονιόνι και τον Μελβίλ.
Ήταν ο πρώτος ηθοποιός που υποδύθηκε τον Τομ Ρίπλεϊ, τον αρχετυπικό ήρωα της Χάισμιθ και μάλιστα μόλις τέσσερα χρόνια μετά από την κυκλοφορία του βιβλίου «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ». Το «Γυμνοί στον ήλιο» (Plein Soleil) του Ρενέ Κλεμάν βγήκε στις αίθουσες το 1959 και έκανε τον Ντελόν (ο οποίος ήταν ο αγαπημένος ηθοποιός της Αμερικανίδας συγγραφέως) σταρ εν μια νυκτί. Σε εκείνο το φιλμ ο Ντελόν, δίπλα στους Μαρί Λαφορέ και Μορίς Ρονέ, δημιουργεί ένα ηδονιστικό και διπρόσωπο Ρίπλεϊ. Με παροιμιώδη έλεγχο των εκφράσεων του ο τότε μόλις 24χρονος γάλλος ηθοποιός προσθέτει στην αλαζονική συμπεριφορά του χαρακτήρα του Ρίπλεϊ, μια ακαταμάχητη γοητεία. Η εν λόγω γοητεία θα χαρακτηρίζει πλέον κάθε βήμα του Ντελόν, τόσο στις επαγγελματικές του δουλειές όσο και στην πολυτάραχη προσωπική ζωή του που σημαδεύεται από ένα γάμο με την Ναταλί Ντελόν (απέκτησαν ένα παιδί) και διάφορες σχέσεις που απασχόλησαν τα ταμπλόιντς, από τις οποίες όπως παραδέχτηκε σε μια συνέντευξη του πριν από μερικά χρόνια ξεχωρίζει εκείνη με την Ρόμι Σνάιντερ που ήταν «ο μεγάλος έρωτας της ζωής του».
Ο Ντελόν δεν είχε σπουδάσει υποκριτική. Ο αμούστακος στρατιώτης που είχε πάρει μέρος στον πόλεμο της Ινδοκίνας και δούλευε ως σερβιτόρος ή πλασιέ για να βγάλει τα προς το ζην, κατάφερε να μπει στον κινηματογράφο χάρη στο απόκοσμα όμορφο πρόσωπο με τα χαρακτηριστικά γκριζογάλανα μάτια του. Το 1956 ακολουθεί για πλάκα την τότε φίλη του ηθοποιό Μπριζίτ Ομπέρ στο φεστιβάλ των Κανών και οι κυνηγοί ταλέντων τον εντοπίζουν, οδηγώντας τον στον σκηνοθέτη Ιβ Αλεγκρέ που του δίνει όχι μόνο το βάπτισμα του πυρός με το «Quand la femme s’en mele» αλλά και την πιο χρήσιμη συμβουλή στην καριέρα του: «Μίλα στην κάμερα σαν να μιλάς σε μένα. Μην υποκρίνεσαι: να είσαι απλώς αληθινός και ειλικρινής».
Το 1960 έρχεται ο Λουκόνο Βισκόντι με τον εμβληματικό «Ρόκο και τα αδέλφια του», ένα γνήσιο ιταλικό μελόδραμα όπου ο Ντελόν είναι υποδειγματικός, για να ακολουθήσει το 1962 η «Έκλειψη» του Αντονιόνι, όπου ο Γάλλος αποδεικνύεται η ιδανική επιλογή δίπλα στην Μόνικα Βίτι για να δώσουν σπαραχτικό χαρακτήρα στην εκκωφαντική σιωπή της αστικής μοναξιάς των 60ς. Η ιταλική περιπλάνηση του συνεχίζεται με τον αριστουργηματικό «Γατόπαρδο» (και πάλι του Βισκόντι) όπου ως καιροσκόπος επαναστάτης παρουσιάζει μια άλλη πλευρά του ταλέντου του, για να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη το 1964 με την αισθησιακή «Πισίνα» του Ζακ Ντερέ αλλά και το εμπορικό «L’Insoumis» του Αλέν Καβαλιέ, όπου κρατά για πρώτη φορά και το ρόλο του παραγωγού. Η συνεργασία όμως που θα χαράξει την καριέρα του είναι με τον Ζαν Πιέρ Μελβίλ, που ξεκινά με τον «Σαμουράι», ένα αρχετυπικό νουάρ του 1967 που στις ελληνικές αίθουσες βγήκε ως ο «Δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» και συνεχίζεται με τα «Κόκκινος κύκλος» και «Un flic». Για τον Μελβίλ ο Ντελόν είχε πει πως «παρότι είχα την τύχη να δουλέψω με μερικούς από τους κορυφαίους σκηνοθέτες στο σινεμά, ο Μελβίλ ήταν ο καλύτερος όλων».
Στα 70ς οι επιλογές του θα περιοριστούν σε εμπορικά χιτ («Μπορσαλίνο», «Ο τσιγγάνος», «Ωραίος, σκληρός και αδίστακτος») με τρανταχτή εξαίρεση το 1976 τον «Κύριο Κλάιν» του Τζόζεφ Λόουζι όπου ο Ντελόν δίνει την σημαντικότερη ίσως ερμηνεία της καριέρας του ως κυνικός έμπορος τέχνης στο κατεχόμενο από τους Ναζί Παρίσι του 1942 που βλέπει την καλοβαλμένη ζωή του να διαλύεται λόγω της συνωνυμία του με έναν εβραίο. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα ο Ντελόν κάνει το ολέθριο λάθος να αρνηθεί την πρόταση του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι να παίξει στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», ίσως και λόγω των διαφορετικών πολιτικών φρονημάτων καθώς ο σκηνοθέτης ήταν αριστερός ενώ ο ίδιος ακραιφνής δεξιός και οπαδός του Ντε Γκολ, με τον ρόλο να πηγαίνει τελικά στον Μάρλον Μπράντο.
Τα τελευταία χρόνια ο κυνικός ρομαντισμός του απόλυτου star symbol του γαλλικού σινεμά, χάθηκε συνειδητά από την κινηματογραφική αγορά. Ο ρόλος του ως Καίσαρας στον «Αστερίξ στους Ολυμπιακούς αγώνες» ήταν η πιο σημαντική εμφάνιση του και χαιρετίστηκε ως μια επιστροφή με νόημα, ενώ κάποια στιγμή δοκίμασε και τις δυνάμεις του στην σκηνοθεσία με πιο αξιόλογη προσπάθεια την τέταρτη και τελευταία του το 2008 που ήταν το αισθηματικό τηλεοπτικό δράμα «Love letters» με την Ανούκ Εμέ.
Διαβάστε επίσης
Πέθανε ο θρύλος του γαλλικού κινηματογράφου Αλέν Ντελόν
Όταν ο Αλέν Ντελόν και η Μαριάν Φέιθφουλ έπαιξαν στην πρώτη ταινία ακατάλληλη για ανηλίκους
Θα φάμε και πάλι… ακρίβεια με το τσουβάλι – Νέες ανατιμήσεις αναμένονται από Σεπτέμβριο
Ασφυξία από φόρους και πληθωρισμό της απληστίας
Γάζα: Στο Τελ Αβίβ σπεύδει ο Μπλίνκεν, με τη συμφωνία εκεχειρίας να είναι ακόμα μακριά
Τουρκία: Mαίνεται η μεγάλη φωτιά στη Σμύρνη – Ζημιές σε κτίρια, δεκάδες τραυματίες (Videos)
ΣΥΡΙΖΑ για ΕΣΥ: Ο Γεωργιάδης να παραδεχτεί την αποτυχία του και να παραιτηθεί