Άκυρη η καρατόμηση των στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο

Άκυρη η καρατόμηση των στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο

Ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Γεωργιάδης έχει επενδύσει πολλά επάνω στην απομάκρυνση της κ. Θάνου, της κ. Νάκου και των υπολοίπων στελεχών από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Νοιώθει ιδιαίτερα χαρούμενος για το νομοθέτημά του και δεν δείχνουν να τον πτοούν οι έντονες αντιδράσεις των θιγόμενων προσώπων αλλά και της αντιπολίτευσης.

Στην πορεία όμως «για τον θρίαμβο» ο κ. Γεωργιάδης θα πρέπει να αντιμετωπίσει και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το οποίο ως γνωστόν σε ανάλογες περιπτώσεις υπερτερεί του Ελληνικού Δικαίου.

Μήλον της Έριδος η περίφημη Οδηγία 1/2019 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Δεκεμβρίου 2018 «για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς» και το κατά πόσο αυτή δεσμεύει τα Κράτη Μέλη από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ ή από την ημέρα ενσωμάτωσής της στο Εθνικό Δίκαιο.

https://www.documentonews.gr/filegrid/2019/08/19/5d5a89ca825e63413b1e0a63.pdf

Στις 7/8/2019 κ. Γεωργιάδης απάντησε στις σχετικές επικρίσεις, κατά την συνεδρίαση της Επιτροπής της Βουλής. Είχε πει: «Άκουσα να γίνεται μεγάλη αναφορά από την κ. πρόεδρο στην ευρωπαϊκή οδηγία και στην μη ενσωμάτωση της στην ελληνική νομοθεσία. Έψαξα να βρω ποια είναι η προθεσμία ενσωμάτωσης στην ελληνική νομοθεσία, είναι η 4η Φεβρουαρίου του 2021. Μέχρι την 4η Φεβρουαρίου του 2021 έχει την άδεια και το περιθώριο η ελληνική έννομος τάξη να ενσωματώσει την συγκεκριμένη Οδηγία στο Ελληνικό Δίκαιο. Έως τότε καλό είναι να την επικαλείται κάποιος, αλλά δεν μας δεσμεύει σε απολύτως τίποτα».

Στην από 13/8/2019 επιστολή της κ. Θάνου προς τον προεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνγκερ αναφέρει ότι:

Διαβάστε επίσης: Αίτηση ακύρωσης και αίτηση αναστολής της έκπτωσής της από την Επιτροπή Ανταγωνισμού κατέθεσε η Β. Θάνου

«Με τον τρόπο αυτό, παραβιάζεται, επίσης, το Ενωσιακό Δίκαιο και η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης , το οποίο παγίως έχει κρίνει ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή, οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά το επιδιωκόμενο από την Οδηγία αυτή αποτέλεσμα (βλ. C-14/2002 σκέψη 58-59 και C-129/1996 σκέψη 45 και 50)».

https://www.documentonews.gr/filegrid/2019/08/19/5d5a8a56825e63413b1e0a64.pdf

Επικαλείται δηλαδή συγκεκριμένη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τον χρόνο ισχύος μιας Ευρωπαϊκής Οδηγίας.

Προφανώς οι σύμβουλοι του κ. Γεωργιάδη είτε δεν τον έχουν ενημερώσει δεόντως είτε γνωρίζουν κάτι διαφορετικό ως προς την κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα αυτό, ένα ζήτημα που απειλεί να καταστρέψει το όνειρο της βίαιης απομάκρυνσης της κ. Θάνου από την προεδρία της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα όμως το τι ισχύει.

Η Οδηγία 1/2019 του ΕΚ, ψηφίστηκε μεν τον 12ο του 2018 αλλά δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ της ΕΕ στις 14/1/2019. Σύμφωνα με το Άρθρο 36 της Οδηγίας, αρχίζει να ισχύει την 20η ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρα βρίσκεται σε ισχύ από την 4η Φεβρουαρίου 2019. Και σύμφωνα με το άρθρο 34 θα πρέπει να μεταφερθεί στο Εθνικό Δίκαιο έως την 4η Φεβρουαρίου 2021.

Η Οδηγία 1/2019 ορίζει σχετικά με τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, στο άρθρο 3, ότι «Μπορούν να παυθούν μόνον αν δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις εκτέλεσης των καθηκόντων ή αν κριθούν ένοχοι σοβαρής παράβασης καθήκοντος βάσει της εθνικής νομοθεσίας. Οι προϋποθέσεις εκτέλεσης των καθηκόντων τους και η έννοια της σοβαρής παράβασης καθήκοντος ορίζονται εκ των προτέρων στην εθνική νομοθεσία, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διασφάλισης της αποτελεσματικής επιβολής».

Το επίμαχο της Οδηγίας είναι ο ορισμός εκ των προτέρων των ασυμβίβαστων, πριν δηλαδή από τον διορισμό των στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Η κ. Θάνου στην επιστολή της αναφέρει συγκεκριμένες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η πιο πρόσφατη των οποίων είναι η C-14/2002.

Η απόφαση C-14/2002 έχει ως αντικείμενο αίτηση του Δικαστηρίου του Βελγίου προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την οποία ζητήθηκε η προδικαστική άποψη, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμούσε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ της ATRAL SA, με έδρα την Γαλλία και του Βελγικού Δημοσίου. Τα ερωτήματα του Δικαστηρίου του Βελγίου ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς αναφορικά με την εμπορία στο Βέλγιο ορισμένων συστημάτων συναγερμού τα οποία κατασκευάζει η ATRAL στη Γαλλία.

https://www.documentonews.gr/filegrid/2019/08/19/5d5a8a11825e63414c7fffa4.pdf

Ένα από τα ερωτήματα αφορούσε και το επίμαχο στην υπόθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Αν δηλαδή η ισχύς μιας Οδηγίας αρχίζει από την ημέρα της έναρξης της ισχύος της (μετά την δημοσίευση στο ΦΕΚ της ΕΕ) ή από την ημέρα της ενσωμάτωσής της στο Εθνικό Δίκαιο.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση η διαφορά αφορούσε την Οδηγία 5/1999 για την οποία, με βάση το άρθρο 21 της οδηγίας 1999/5, οριζόταν ότι η ισχύς της άρχεται από της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα, δηλαδή από τις 7 Απριλίου 1999. Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/5 οριζόταν η υποχρέωση ενσωμάτωσης από τα Κράτη Μέλη: «Τα κράτη μέλη, το αργότερο μέχρι τις 7 Απριλίου 2000, θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 8 Απριλίου 2000.»

Η Γαλλική εταιρεία διαμαρτυρήθηκε στην Βελγική Δικαιοσύνη, με δικόγραφο που κατέθεσε στις 16/8/1999, εναντίον ενός διατάγματος του Βελγικού Δημοσίου το οποίο νομοθετήθηκε στις 23/4/1999, δηλαδή 16 ημέρες μετά την έναρξη ισχύος της σχετικής Οδηγίας. Διαμαρτυρήθηκε η ATRAL ότι το συγκεκριμένο διάταγμα του Βελγικού Δημοσίου ήταν αντίθετο με την Οδηγία 5/1999 και έπρεπε να μην ισχύσει.

Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το βελγικό κράτος υποστήριξε ότι η οδηγία 1999/5 δεν αφορούσε την συγκεκριμένη υπόθεση, δεδομένου ότι η προθεσμία για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη δεν είχε λήξει κατά τον χρόνο που είναι κρίσιμος για την εκ μέρους του Βελγικού Δικαστηρίου εκτίμηση του κύρους αυτού του διατάγματος, δηλαδή κατά την 23η Απριλίου 1999. Επίσης, το βελγικό κράτος υποστήριξε ότι η οδηγία 1999/5 δεν είχε τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής στην κύρια δίκη, δηλαδή στις 16 Αυγούστου 1999, καθόσον τέθηκε ενσωματώθηκε στο Βελγικό Δίκαιο στις 8 Απριλίου 2000.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του Βελγικού Δημοσίου.

Συγκεκριμένα στις Σκέψεις 58 και 59 της επίμαχης δικαστικής απόφασης αναφέρει:

«58. Όπως, όμως, προκύπτει από τη νομολογία, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη τους, τα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία αυτή, οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να διακυβεύσουν σοβαρά το επιδιωκόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Inter-Environnement Wallonie, C-129/96, Συλλογή 1997, σ. Ι-7411, σκέψη 50).

59. Συνεπώς, εφόσον το διάταγμα της 23ης Απριλίου 1999 θα μπορούσε να διακυβεύσει την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία 1999/5, εκδόθηκε δε διαρκούσης της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το βελγικό κράτος δεν μπορούσε να εκδώσει το διάταγμα αυτό σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.»

Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι από την ημέρα θέσης σε ισχύ μιας Ευρωπαϊκής Οδηγίας, που τα ίδια τα Κράτη μέλη έχουν υπερψηφίσει, δεν μπορεί ο κάθε Γεωργιάδης της Ευρωπαϊκής Ένωσης να σπεύδει να νομοθετήσει ενάντια στην Οδηγία αυτή. Πραγματικά αν αυτό ίσχυε θα επικρατούσε χάος καθώς κάθε Κράτος Μέλος, αφού ψηφιζόταν μια Οδηγία, αν είχε διαφορετικές απόψεις, θα έσπευδε να τις νομοθετήσει και να παράξει σχετικά αποτελέσματα εντός των 2 ετών έως ότου ενσωματώσει την Οδηγία στο Εθνικό Δίκαιο. Με αποτέλεσμα οι Οδηγίες να μην έχουν πρακτικά ισχύ.

Πολύ σύντομα το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται να αποφασίσει και αναμένουμε την κρίση του με πολύ ενδιαφέρον.

Documento Newsletter