To A’ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, μετά από σχετικό αίτημα που κατέθεσε ο δικηγόρος του κατηγορούμενου Βασίλη Καρακούλια (μπουκμέικερς), Γιάγκος Λαμπίρης, έκρινε πως δεν πρέπει να ληφθούν υπόψιν και να κηρυχτούν άκυρες (σχεδόν) όλες οι συνομιλίες που φέρονται να καταγράφηκαν από τον υπερκοριό της ΕΥΠ στην υπόθεση του «Koriopolis».
Η έδρα έκανε λοιπόν δεκτή την εισήγηση της εισαγγελέως και έτσι οδηγείται σε φιάσκο άνευ προηγουμένου η μεγαλύτερη δίκη που σχετίζεται με στημένους αγώνες στο ελληνικό ποδόσφαιρο την περίοδο 2008-2011. Μετά από αυτή την εξέλιξη το κατηγορητήριο γίνεται… σουρωτήρι και οι περισσότεροι από τους 84 κατηγορούμενους θα απαλλαγούν ή θα πέσουν στα μαλακά.
Στο αίτημα του ο κ. Λαμπίρης επικαλέστηκε τα άρθρα 2 παρ. 1 ν.3649/2008, 243 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, 148 ΚΠΔ, 153 ΚΠΔ, υποστηρίζοντας πως «τα αναγνωριζόμενα από το Δικαστήριό σας, φύλλα χάρτου κλπ, ως «εκθέσεις απομαγνητοφώνησης», είναι παντελώς άκυρα, καθόσον δεν φέρουν χρονολογία και δεν αναφέρουν τα ονοματεπώνυμα και τις υπογραφές των προσώπων που διενήργησαν τις «απομαγνητοφωνήσεις» ή συνέπραξαν σε αυτές. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, τις συγκεκριμένες «απομαγνητοφωνήσεις», δεν έκαναν οι υπάλληλοι της Ε.Υ.Π., αφού δεν είναι προανακριτικοί υπάλληλοι και δεν μπορούν να συντάξουν οποιαδήποτε έκθεση κατά την έννοια των άρθρων 148 κ.ε. ΚΠΔ. Προκύπτει επίσης αβίαστα ότι τα παραπάνω φύλλα χάρτου κλπ, συνέταξαν άγνωστα πρόσωπα, τα οποία παρανόμως έλαβαν γνώση του περιεχομένου των ψηφιακών δίσκων και παρανόμως ακροάσθηκαν, επεξεργάσθηκαν και αποτύπωσαν το περιεχόμενο αυτών στα ευρισκόμενα στη δικογραφία φύλλα χάρτου.
Σχετικά με τα πρόσωπα που δύνανται να έχουν πρόσβαση στο συλλεγόμενο υλικό, προκύπτει από τις ρυθμίσεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994, του άρθρου 253Α ΚΠΔ, καθώς και του άρθρου 10 παρ. 2 ν. 3115/2003, που ρυθμίζουν τις διαδικασίες άρσεως του απορρήτου. Αυτά όμως τα πρόσωπα που είτε «ακροώνται» άμεσα τις σχετικές συνομιλίες, είτε τις καταγράφουν, είτε επιμελούνται την αποτύπωσή τους σε έγγραφο, δια της απομαγνητοφωνήσεώς των, επιτελούν προανακριτικό έργο.
Οποιοσδήποτε όμως, πέραν των εξουσιοδοτημένων εκ της υπηρεσίας προσώπων, «συνακροάται» τις συνομιλίες ή λαμβάνει γνώση του περιεχομένου τους ή αποτυπώνει αυτές σε έγγραφο κατά την διαδικασία προωθήσεως και διεξαγωγής της προανακριτικής διαδικασίας, τότε η πράξη του στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 370Α ΠΚ. Τα παραπάνω προκύπτουν ευθέως από την επεξεργασία του αποδεικτικού υλικού που αφορά την επισύνδεση και καταγραφή συγκεκριμένων τηλεφωνικών συνδέσεων. Έτσι, η μεν επισύνδεση των συγκεκριμένων τηλεφωνικών συνδέσεων, προκύπτει ότι είναι νόμιμη, αφού η Ε.Υ.Π. είχε διαταχθεί προς τούτο με τα σχετικά βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η επεξεργασία όμως αυτών είναι παράνομη, αφού προκύπτει αβίαστα ότι η επεξεργασία αυτών έγινε, όχι από αρμόδια πρόσωπα, τα οποία διενεργούσαν την προανάκριση, αλλά από άγνωστα πρόσωπα, τα οποία δεν ήταν προανακριτικοί υπάλληλοι, (αν ήταν θα συνέτασσαν κατά τους νομίμους τύπους έκθεση απομαγνητοφώνησης την οποία και θα υπέγραφαν), και τα οποία πρόσωπα με την παρότρυνση ή κατ’ ελάχιστον ανοχή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ευθέως παρανόμησαν. Η ανοχή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών δημιουργεί τουλάχιστον έκπληξη, διότι τα πρόσωπα που ανέλαβαν την «απομαγνητοφώνηση», είναι μετά βεβαιότητας παραπάνω των δύο, τούτο δε προκύπτει από τις διαφορετικές γραμματοσειρές κλπ, όπως ευστόχως παρατήρησε ο Τακτικός Ανακριτής του Πρωτοδικείου Αθηνών, κ. Κασσίμης. Εντεύθεν, προκύπτει ότι διαπράχθηκαν σε βάρος μου κακουργηματικές πράξεις, (βλ. άρθρο 370Α ΠΚ), και αιτούμαι όπως το Δικαστήριό σας, διαβιβάσει την παρούσα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, μετά των σχετικών φύλλων χάρτου κλπ, καθώς και της σχετικής αλληλογραφίας μεταξύ του 9 ου Τακτικού Ανακριτού του Πρωτοδικείου Αθηνών, κ. Κασσίμη και της Ε.Υ.Π., προκειμένου να ταυτοποιηθούν τα πρόσωπα εκείνα τα οποία συνέταξαν τα ανυπόγραφα φύλλα χάρτου κλπ».
Στο αίτημα του ο Γιάγκος Λαμπίρης σημειώνει ότι βάσει του άρθρου 171 αρ. 1 στ. δ’ ΚΠΔ, προκύπτει πως «η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη, απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου, προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στ. Α’ του ιδίου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 171 αρ. 1 στ. δ’ ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας, προκύπτει σε κάθε παράβαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που αξιώνει η ποινική διαδικασία να περιβάλλεται στο σύνολό της αλλά και ειδικότερα σε σχέση με το παραδεκτό κάθε αποδείξεως, το χαρακτήρα ευθυδικίας».
Ο κ. Λαμπίρης δήλωσε για την σημαντική εξέλιξη στη δίκη του «Koriopolis»: «Ορθώς το δικαστήριο έκρινε ότι δεν λαμβάνονται υπόψιν οι υποκλαπήσες τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες είναι παράνομες. Οσον αφορά τη χρήση των παρανόμων αυτών συνομιλιών, είναι βέβαιο ότι οι χρήστες αυτών θα κληθούν αρμοδίως να λογοδοτήσουν. Κατόπιν τούτου είναι δύσκολο να θεμελιωθεί ενοχή σε βάρος των κατηγορουμένων και ειδικότερα σε βάρος του πελάτη μου».