Μια κουβέντα µε τον Ακύλλα Καραζήση µοιάζει µε περιπέτεια που δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε οδηγήσει. Ο λόγος είναι ότι ύστερα από κάθε ερώτηση ο σηµαντικός αυτός καρατερίστας του κινηµατογράφου και ανήσυχος θεατράνθρωπος ξετυλίγει ένα χειµαρρώδες κουβάρι λόγου διανθισµένο από πληθώρα ιδεών, αναµνήσεων και πολιτικών αναφορών, το οποίο ανοίγει νέα ερωτήµατα. Παρότι η συνέντευξη έγινε µε αφορµή την πολυβραβευµένη στο 60ό Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης ταινία «Πολιορκία στην οδό Λιπέρτη» του Σταύρου Παµπαλλή, που αφηγείται µια οικογενειακή τραγωδία στη Λευκωσία εν µέσω της οικονοµικής κρίσης, τα θέµατα που θίχτηκαν απλώθηκαν και σε άλλα επίπεδα.
Η ιστορία της ταινίας «Πολιορκία στην οδό Λιπέρτη» διαδραµατίζεται δίπλα στην Πράσινη Γραµµή της Λευκωσίας. Τα γυρίσµατα πού έγιναν;
Ολα όσα βλέπετε στο φιλµ είναι γυρισµένα σε αυθεντικούς χώρους δίπλα ακριβώς στην Πράσινη Γραµµή, µε τα φυλάκια στα 100 µέτρα. Και το νεοκλασικό σπίτι όπου διαδραµατίζεται η ιστορία είναι αυθεντικό.
Εχετε κάτι ιδιαίτερο να θυµηθείτε από εκείνα τα γυρίσµατα;
Ενα περίεργο αλλά και όµορφο πράγµα –κυρίως για την ώσµωση των δύο κοινοτήτων– που έχω κρατήσει από εκείνα τα γυρίσµατα ήταν η δυνατή φωνή του µουεζίνη που ακουγόταν κάθε µία ώρα νοµίζω από τα µεγάφωνα. Και µας ανάγκαζε να σταµατάµε το γύρισµα.
Η ταινία θα προβληθεί διαδικτυακά. Είναι ένας ακόµη τρόπος για να βλέπουµε σινεµά αυτή την εποχή.
Ναι, παρότι και για µένα ήταν κάπως ξένο όλο αυτό, µπορώ να σας πω ότι βλέπω τώρα πολύ περισσότερο σινεµά µέσω διαδικτύου. Ειδικά αυτούς τους µήνες είδα αµέτρητες ταινίες από τις τηλεοπτικές πλατφόρµες.
Μου λέγατε πριν ότι βρεθήκατε ξανά στη Λευκωσία ύστερα από πολλά χρόνια. Βρήκατε διαφορές από την τελευταία σας επίσκεψη;
Τεράστιες διαφορές. Σε πολλά σηµεία η πόλη έχει εκµοντερνιστεί µε τόσο τεράστια κτίρια που νοµίζεις ότι βρίσκεσαι στην Αµερική. Αυτό κάποιους τους γοητεύει, κάποιους άλλους όχι. Προσωπικά ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Οµως δεν µπορείς να παραβλέψεις και τα καλά στοιχεία που έχει µια σύγχρονη, ακµάζουσα πόλη, όπως η θετική ενέργεια ή η ατµόσφαιρα.
Ο πρωταγωνιστής του φιλµ φτάνει στα άκρα προκειµένου να κρατήσει το σπίτι του. Κάποιοι κυνικοί θα πουν ίσως ότι είναι υπερβολές αυτά και πως θα µπορούσε απλώς να συνεχίσει τη ζωή του µετακοµίζοντας αλλού. Τι θα τους απαντούσατε;
∆εν θα τους απαντούσα ευθέως, για λόγους ευγένειας και για να µη µαλώσω µαζί τους. Θα αντλούσα όµως επιχειρήµατα από την τέχνη. Αλλά και πολιτικά επιχειρήµατα, λέγοντας ότι κανείς άνθρωπος για κανέναν λόγο δεν αξίζει να χάνει το σπίτι του. Και δεν το λέω µόνο µε την έννοια της ιδιοκτησίας αλλά και για όσα συµβολίζει το σπίτι του καθενός (είναι η φωλιά, η ιστορία µας κ.ά.). Οµως το επιχείρηµα της τέχνης είναι ακόµη πιο ισχυρό επειδή η µυθοπλασία είναι µια καλύτερη πραγµατικότητα. Ο Ρωµαίος και η Ιουλιέτα θα µπορούσαν να µην έχουν πεθάνει. Οµως η πράξη τους είναι σχεδόν επουλωτική. Οταν λέω ότι είναι καλύτερη πραγµατικότητα, εννοώ πως είναι πιο βαθιά και λυτρωτική. Χωρίς να θέλω να απαξιώσω κανέναν –θεωρώ πως όλοι έχουµε ένα κοµµάτι ευαισθησίας µέσα µας– νοµίζω ότι µε πάρα πολύ κόσµο σήµερα δεν µιλάµε πλέον κοινή γλώσσα. Είµαι ένα είδος συναισθηµατικά και πνευµατικά αριστερού –δεν ξέρω αν είµαι και πολιτικά– και έχω την πεποίθηση ότι οι λέξεις εκφράζουν µε ακρίβεια και σαφήνεια αυτό που πιστεύουµε. Η ασάφεια είναι το γλιστερό έδαφος που οδηγεί στον φασισµό. Η ασάφεια που εκπορεύεται από την ηµιµάθεια.
Πριν από λίγα χρόνια λέγαµε ότι όπου να ’ναι θα τελειώσει η κρίση και θα επιστρέψουµε στην κανονικότητα. Οµως υπολογίζαµε χωρίς την πανδηµία.
Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεµάτη από ασυµµετρίες. Το µέλλον κανείς δεν µπορεί να το προβλέψει, γι’ αυτό λέµε ανοησίες του τύπου «είσαι ο έρωτας της ζωής µου». Η ζωή είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστηµα λόγω των τεχνικών παραµέτρων που µπαίνουν µέσα και γι’ αυτό χρειάζεται ακρίβεια στην αντιµετώπισή του. Εµείς είµαστε µέρος όλου αυτού. ∆εν το λέω αρνητικά ή θετικά. Απλώς περιγραφικά. Τα πράγµατα δεν µπορούν να πηγαίνουν πάντα όπως τα θέλει ένας εξαιρετικά κακοµαθηµένος πολιτισµός όπως είναι ο δυτικός.
Κάτι ανάλογο συµβαίνει και µε τους ήρωες του φιλµ. Αλήθεια, αν σας ρωτήσει κάποιος ποιο είναι το θέµα του φιλµ, τι θα πείτε;
Η κυπριακή κρίση, που όµως έχει βασικές διαφορές µε την ελληνική. Ολα άρχισαν στην Κύπρο µε την έκρηξη που έγινε στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης». Ηταν κάτι ανάλογο –σε µικρότερη κλίµακα– µε αυτό που έγινε πρόσφατα στον Λίβανο και πυροδότησε όλη την κρίση στην Κύπρο, ανοίγοντας πληγές µε τις ρωσικές τράπεζες και την ΕΕ, τους φορολογικούς παραδείσους κ.λπ. Στην Ελλάδα είναι αλλιώτικη ιστορία.
Έζησα από κοντά όλο τον συντηρητισµό της µετεµφυλιακής περιόδου –γεννήθηκα οκτώ χρόνια µετά το τέλος του Εµφυλίου– στη Θεσσαλονίκη. Είναι µια εποχή γεµάτη γεγονότα (δολοφονία Λαµπράκη, ανένδοτος, Ε∆Α) στην οποία συµβαίνουν πολλά, αλλά στη βάση της επικρατεί µια συντηρητικότατη κατάσταση. Προέρχοµαι από φιλελεύθερη οικογένεια κεντρώων, όπου το να πει κάποιος τη λέξη «κοµµουνισµός» ήταν κάτι απερίγραπτο. Ηταν σαν να µιλάς σήµερα στις ΗΠΑ για την Αλ Κάιντα. ∆εν κάνω καµιά σύγκριση, όµως ήταν λέξη-ταµπού σε µια βαθιά συντηρητική κοινωνία. Εκεί να δείτε ποια ήταν η θέση των γυναικών, εκεί να δείτε κακοποιήσεις που καλύπτονταν από σιωπή ή ακόµη θεωρούνταν και κανονικότητα. Κανονικότητα µε την έννοια ότι δεν πρέπει τίποτε να ταράξει µια τάξη. Αυτό το πράγµα είχε άµεση σχέση µε την ελληνική πατριαρχία, η οποία υπήρχε από το 1821 και πιο πριν µε τους γενάρχες, τους οπλαρχηγούς και τους φυλάρχους. Ηταν κάτι που επέζησε στη διάρκεια των αιώνων. Οταν λοιπόν σήµερα βλέπουµε αυταρχικές συµπεριφορές ας σκεφτούµε ότι πηγάζουν από την αδυσώπητη ελληνική πατριαρχία. Αυτό το πράγµα οδήγησε σε πάρα πολλές κρίσεις. Μαζί µε έναν άλλο παράγοντα, τις πελατειακές σχέσεις των κοµµάτων, αφού η γεναρχία πέρασε και στους κοµµατικούς µηχανισµούς, δηµιούργησαν τα προβλήµατα που όλοι γνωρίζουµε. Η περίεργη σχέση µας µε τους ξένους, να τους βρίζουµε πάντα και ταυτόχρονα να τους ζητάµε λεφτά, σε συνδυασµό µε το γεγονός πως δεν ασχολούµαστε καθόλου µε τα του οίκου µας, ήταν ακόµη ένας παράγοντας που µας οδήγησε σε τραγικές καταστάσεις. Μια από αυτές ήταν και η περίφηµη κρίση.
#MeToo αλά ελληνικά
Το #MeToo στη χώρα μας είναι παράγωγο της βαθιάς ριζωμένης πατριαρχίας;
Προφανώς. Και τη φορτώνεται το θέατρο που είναι τμήμα της κοινωνίας. Προσφέρεται το θέατρο για όλο αυτό που ζούμε σήμερα, γιατί αποτελείται από πρόσωπα αναγνωρίσιμα και είναι το κατάλληλο θέαμα για το κοινό.
Νομίζω θα συμφωνήσετε ότι είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να δοθεί ένα τέλος στο σύστημα της πατριαρχίας.
Εννοείται. Ομως υπάρχει κάτι εδώ. Το πρόβλημα είναι ότι ελλοχεύει ο κομφορμισμός, ο οποίος έχει διαφορετικά στρώματα και μορφές. Μόλις φεύγει το ένα στρώμα έρχεται το επόμενο. Ο νέος κομφορμισμός φαίνεται και τώρα. Το #MeToo είναι βασικό ζήτημα και επιτέλους τα θύματα αρχίζουν να μιλάνε στον τόπο μας. Δυστυχώς εδώ εντοπίζονται πράγματα που παίζουν αρνητικό ρόλο. Υπάρχει μια καθαρή εικόνα του, όπως εκφράστηκε στην αρχή με την Μπεκατώρου. Μιλάω για τις αρχικές ξεκάθαρες καταγγελίες. Οταν όμως αρχίζεις μαζί με τις καταγγελίες –ή την οποιαδήποτε καταγγελία– να έχεις μια φωτογραφία της πλατείας Θεάτρου, εκεί τότε έχουμε ένα πρόβλημα. Η πλατεία Θεάτρου δεν σου φταίει σε τίποτε. Είναι μια εύκολη λύση μάρκετινγκ για ένα προϊόν που θέλουν να πουλήσουν κάποια τηλεοπτικά κανάλια. Και σε αυτό έχουν μεγάλη ευθύνη μερικοί δημοσιογράφοι.
Μα μιλάμε για υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης τις οποίες προσπαθούν να κουκουλώσουν. Αυτές προσπαθούν να αποκαλύψουν μερικοί δημοσιογράφοι.
Ναι, αυτές όμως είναι ποινικές υποθέσεις. Εγώ αναφέρομαι σε έναν συγκεκριμένο τρόπο μάρκετινγκ. Τι χρειάζεται η φωτογραφία της πλατείας Θεάτρου; Είναι προφανές ότι έχει τη σκοπιμότητά της μια τέτοια κίνηση. Πουλάει καλά. Επίσης δεν αναφέρομαι σε συνωμοσιολογίες. Θεωρώ τις θεωρίες συνωμοσίας όχι απλώς βλακείες αλλά δείγματα φασισμού. Είναι τα αντανακλαστικά της ιδιωτικής τηλεόρασης στο ερώτημα «τι πουλάει;». Ε αυτό θα πουλήσουμε. Ολο αυτό το σκηνικό οδηγεί στη σημερινή ηθική κατάπτωση. Πουλάω λοιπόν τα πάντα. Το ξεκαθαρίζω. Με τη στάση τους αυτή κάποια κανάλια και οι δημοσιογράφοι τους δημιουργούν το επόμενο πρόβλημα. Και συνεχίζεται η κατάσταση.
Θα επανέρθω όμως στο προηγούμενο ερώτημα. Πώς αλλιώς θα βγει η αλήθεια στην επιφάνεια αν δεν κάνει τη δουλειά του ο δημοσιογράφος;
Οπως εγώ δεν ξέρω καλά τη δουλειά σας, έτσι κι εσείς δεν ξέρετε καλά τη δική μου δουλειά. Δεν είμαι ούτε δικηγόρος ούτε δημοσιολόγος. Ξέρω όμως πως ό,τι είναι ποινικά κολάσιμο πρέπει να είναι ποινικά κολάσιμο. Αλλά για μένα το σημαντικότερο είναι ότι αποκαλύπτεται μια νοοτροπία που συνδέει την εξουσία με κάτι άλλο. Μπορώ δηλαδή εύκολα να χρησιμοποιήσω την εξουσία μου για να ικανοποιήσω τις δικές μου ορέξεις. Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό της πατριαρχικής κοινωνίας. Αυτό αφορά τους θύτες που είναι κυρίως άντρες και αυτό είναι που πρέπει να χτυπηθεί και να αλλάξει. Τα ζητήματα της δικαιοσύνης και των σκανδάλων είναι αυτονόητα. Οποιος έχει κάνει ένα έγκλημα σε ένα κράτος δικαίου φυσικά και πρέπει να τιμωρείται.