Οδηγούσα στην Πατησίων γυρίζοντας σπίτι όταν ξαφνικά σήκωσα τα μάτια και τον αντίκρισα. Φωτισμένος, απέριττος, μεγαλοπρεπής, ο Παρθενώνας με κατέπληξε ξανά, όπως κάθε φορά, ακόμη και σε μια τυχαία οπτική επαφή μαζί του.
Το ίδιο μου συνέβη όταν είδα στο Ertflix την πανοραμική βραδινή λήψη της Ακρόπολης στη «Μικρή τυμπανίστρια», σειρά βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ. Οπως η ηρωίδα, έμεινα κι εγώ ξερή από τη φωταγωγημένη συμμετρία, λες και δεν είχα ανέβει ποτέ πριν στην Ακρόπολη, λες και δεν είχα δει ποτέ πριν το μνημείο. Πολλές φορές μου συμβαίνει ακόμη και να αποστρέψω το βλέμμα, με πλήρη συνείδηση ότι η ομορφιά δεν είναι για χόρταση αλλά και με την παράλογη σκέψη να μη συνηθίσω το θαύμα.
Η μόνη φορά που έμεινα ασυγκίνητη ήταν όταν ανέβηκα στην Ακρόπολη για να δω από κοντά την ασφαλτόστρωση στην πρώτη θητεία της Λίνας Μενδώνη ως υπουργού Πολιτισμού. Ακόμη χειρότερα, ένιωσα ταραχή και θυμό για την αλόγιστη παρέμβαση αλλά και για τις προσπάθειες που έγιναν να πειστούμε με κάθε τρόπο ότι δεν ήταν αλήθεια αυτό που έβλεπαν τα μάτια μας.
Εκτοτε ακολούθησαν κι άλλα δεινά, με το μνημείο να εκχωρείται με αμφιλεγόμενους διαγωνισμούς σε εταιρείες και σε πλούσιους τουρίστες για πριβέ βόλτες. Είναι εντυπωσιακό, αλλά αυτό που αδυνατεί να κατανοήσει η κυβέρνηση και όσοι είναι σήμερα υπεύθυνοι για την προστασία του μνημείου είναι πρωτίστως η προσωπική, βιωματική σχέση που έχει αποτυπωθεί μέσα μας για ένα από τα συγκλονιστικότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του κόσμου.
Πιστεύουν πως επειδή η Ακρόπολη είναι παγκόσμια, η τύχη της δεν είναι προσωπική υπόθεση του καθενός μας. Κάνουν τεράστιο λάθος και εκεί εντοπίζεται η καθολική αποτυχία τους να μας πείσουν ότι είναι σε θέση να τη διαχειριστούν.