Η προηγούμενη Τετάρτη σηματοδότησε την πρώτη επιτυχημένη απεργιακή κινητοποίηση των συνδικάτων έπειτα από πολλά έτη. ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ κατέβηκαν σε απεργιακή κινητοποίηση και πορεία διαμαρτυρίας με βασικά αιτήματα να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα υποστήριξης των πολιτών απέναντι στην ακρίβεια, στις τιμές της ενέργειας αλλά και αυξήσεις μισθών.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ: «Οι οριζόντιες παροχές με προεκλογικό άρωμα δεν λύνουν το πρόβλημα. Δυστυχώς, οι έχοντες και κατέχοντες με πολιτική ανοχή μετακύλησαν όλες τις επιβαρύνσεις στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Τώρα περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή είναι απαραίτητη η αύξηση του κατώτατου μισθού και η επαναφορά του συλλογικού εργατικού δικαίου με καθολική ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε όλους τους κλάδους της οικονομίας». Αντίστοιχα, η ΑΔΕΔΥ ζητά αυξήσεις στους μισθούς. Οπως γράφει σχετικά: «Μειώθηκαν δραματικά οι αποδοχές μας. Οι περικοπές έφτασαν μέχρι και 40%. Ενώ η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία και τα μνημόνια, καμία αύξηση δεν προβλέπει για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων από 1/1/23, με τον πληθωρισμό να έχει ξεπεράσει το 11% και την ακρίβεια να εξανεμίζει το εισόδημά μας».
Η απεργία πέρασε αλλά η ακρίβεια μένει
Η απεργία πέρασε, αυτό όμως που έμεινε είναι η ακρίβεια, κατά κύριο λόγο ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που αυξάνει τις ανισότητες μεταξύ του πληθυσμού κάνοντας τους φτωχούς φτωχότερους και τους λίγους φίλους της «Μαξίμου ΑΕ» κατά πολύ πλουσιότερους. Μια ακρίβεια που σκοτώνει πρώτα τα ευάλωτα νοικοκυριά. Μια ακρίβεια που, σύμφωνα με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, έχει καταποντίσει στα όρια κάτω της επιβίωσης το βιοτικό επίπεδο του 20% του πληθυσμού που βρίσκεται στο κατώτατο σημείο εισοδήματος (σύμφωνα με τους στατιστικολόγους αυτό είναι το πρώτο πεμπτημόριο στην κλίμακα εισοδήματος).
Οπως προκύπτει από τις αναλύσεις που έχουν κάνει οι εμπειρογνώμονες της ΓΣΕΕ, η διαφορετική κατανομή της καταναλωτικής δαπάνης μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων νοικοκυριών επηρεάζει και την επίπτωση του πληθωρισμού στο βιοτικό τους επίπεδο. Στην πράξη, μέσα σε δώδεκα μήνες (από τον Σεπτέμβριο 2021 έως τον Σεπτέμβριο 2022) καταγράφεται μια ταχύτατη διάβρωση του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των φτωχότερων νοικοκυριών στη χώρα μας, εξέλιξη που επιδρά αρνητικά στην επεκτατική δυναμική της καταναλωτικής ζήτησης και του ΑΕΠ, αλλά και στη χρηματοοικονομική κατάσταση ειδικά των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού.
Καταγράφεται αυξανόμενη απόκλιση της επίδρασης της ακρίβειας μεταξύ πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών, η οποία τον Σεπτέμβριο του 2022 ανήλθε στις 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τον Σεπτέμβριο του 2021. Οσον αφορά τα νοικοκυριά που ανήκουν στο πρώτο εισοδηματικό πεμπτημόριο, οι δαπάνες για την κατηγορία «στέγαση» αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Αντίστοιχα, οι δαπάνες για την κατηγορία «τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά» αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών έναντι 17,6% των πλουσιότερων. Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει αρκεί να αναλογιστούμε ότι στο κόστος της στέγασης περιλαμβάνονται οι δαπάνες για ενέργεια και ενοίκια και συνεπώς και το κόστος του ρεύματος, που με ευθύνη των Μητσοτάκη – Χατζηδάκη έχει γιγαντωθεί υπέρ των 4+1 που απαρτίζουν το καρτέλ του φυσικού αερίου. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών αναγκάζεται να δαπανά το 60,8% του εισοδήματός του για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης που αφορούν στέγαση και διατροφή. Εύλογο είναι ότι με αυτήν τη διαδικασία το εναπομείναν ποσό του μηνιαίου εισοδήματος δεν επαρκεί για να καλύψει τις υπόλοιπες και ανελαστικές δαπάνες των νοικοκυριών.
Διευρύνεται το χάσμα πλούσιων και φτωχών
Οι ενασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές από τον Ιούλιο του 2019 έχουν αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση. Τούτο δεν είναι αυθαίρετο συμπέρασμα αλλά προκύπτει από τη μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Σύμφωνα με αυτήν, η ανισότητα του πληθωρισμού επιδεινώνει την ήδη υψηλή εισοδηματική ανισότητα και την ανισότητα πλούτου. Συγκεκριμένα, η ανισότητα εισοδήματος μεταξύ του φτωχότερου 20% και του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού στην Ελλάδα αυξήθηκε το 2019 και εντάθηκε το 2020 κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος πανδημίας. Οπως καταγράφουν συγκεκριμένα οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, «οι αιτίες αυτής της αύξησης πιθανότατα δεν περιορίζονται μόνο στις επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά θα πρέπει να συνεξεταστούν σε βάθος μεγαλύτερου χρόνου με την αποτελεσματικότητα της εισοδηματικής, της φορολογικής και της κοινωνικής πολιτικής».
Πλήττονται όλα τα νοικοκυριά
Το πρόβλημα της επιβίωσης των νοικοκυριών λόγω της κρίσης κόστους που οφείλεται κυρίως στις κυβερνητικές πολιτικές του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν αφορά μόνο το 20% του πληθυσμού που επιβιώνει με το κατώτατο εισόδημα αλλά σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας, κατά ποσοστό 70%. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στη χώρα μας το 2021 ήταν 780 ευρώ όταν στην Πορτογαλία ήταν 860 ευρώ, την Ισπανία 1.120 ευρώ, τη Μάλτα 998 ευρώ, την Ιταλία 1.420 ευρώ και ο μέσος όρος της ευρωζώνης ήταν 1.712 ευρώ – δηλαδή ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στη χώρα μας αντιστοιχεί στο 45% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει υψηλότατες πληθωριστικές πιέσεις, ως συνέπεια αφενός της άρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του να μειώσουν τον ΦΠΑ στα τρόφιμα και τους φόρους στα υγρά καύσιμα, αφετέρου της επιμονής τους να προασπίσουν την αισχροκέρδεια του καρτέλ φυσικού αερίου για την παραγωγή ρεύματος εις βάρος του συνόλου της πραγματικής οικονομίας.