Ακρίβεια: Τα τρόφιμα που καίνε

Οι πρακτικές μάρκετινγκ δεν κρύβουν τη σκληρή για τα νοικοκυριά πραγματικότητα

Ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνης Γεωργιάδης… κεντά βελονιά τη βελονιά την πρωτοβουλία για το «καλάθι του νοικοκυριού», έτσι κάτι να γίνεται για να έχουμε μια είδηση καθημερινά στην τηλεόραση να τραβά την προσοχή του κόσμου, είτε αυτή αφορά τις ανακοινώσεις για τα «καλάθια» της κάθε επόμενης εβδομάδας είτε τις περιοδείες του υπουργού με κάμερες στα σουπερμάρκετ ή τη νομοθεσία για τα «ευδιάκριτα ταμπελάκια» στα προϊόντα που κάθε αλυσίδα βάζει στο δικό της «καλάθι του νοικοκυριού».

Οσοι μάλιστα άκουσαν τον Αδωνη την περασμένη Τετάρτη να δηλώνει περήφανος ότι η «συμφωνία κυρίων» που έκανε με τα σουπερμάρκετ αποδίδει καρπούς, επειδή το τάδε ή το δείνα σουπερμάρκετ παρουσίασε αυτή την εβδομάδα «καλάθι» με έκπτωση 11% μεσοσταθμικά σε σχέση με το αντίστοιχο της προηγούμενης, ίσως και να τον πιστέψουν – ειδικά αν αγνοούν ότι η συγκεκριμένη αλυσίδα πριν από μία βδομάδα παρουσίασε «καλάθι» με επώνυμα προϊόντα κι αυτή την εβδομάδα το φτήνυνε αυξάνοντας τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.

Μαρκετινίστικες πρακτικές, θα πει κανείς, να όμως που ο Αδ. Γεωργιάδης τις χρησιμοποιεί για να δείξει ότι κάνει πολιτική που βάζει φρένο στην ακρίβεια, την ώρα που και οι πληροφορίες από τις αλυσίδες σουπερμάρκετ που παραλαμβάνουν τους τιμοκαταλόγους χονδρικής και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό στα τρόφιμα τον διαψεύδουν.

Νέοι κατάλογοι χονδρικής με αυξήσεις έως 40%

Για παράδειγμα, σύμφωνα με πληροφορίες από τις αλυσίδες σουπερμάρκετ οι τελευταίοι τιμοκατάλογοι χονδρικής που έχουν παραλάβει Αύγουστο και Σεπτέμβριο περιείχαν αυξήσεις που σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων έφτασαν ως και το 40%. Οι αυξήσεις αυτές έχουν περάσει και θα συνεχίσουν να περνούν στο ράφι έως και τον Νοέμβριο.

Από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ πάλι προκύπτει ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων τον Οκτώβριο –κατά τον οποίο ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε στο 9,1%– έφτασε το 14,8%. Αναλυτικά οι ανατιμήσεις στα γαλακτοκομικά και τα αυγά έφτασαν το 24,2%, στο ψωμί και στα δημητριακά το 19,3%, στα κρέατα το 17,3%, στα έλαια και λίπη το 16,6%, στα λαχανικά το 13,2%, στην κατηγορία καφέ – κακάο – τσάι το 13,4%, στα λοιπά τυποποιημένα τρόφιμα το 12% κ.λπ.

Με τα σημερινά δεδομένα, μάλιστα, οι συγκεκριμένες ανατιμήσεις θα έχουν και συνέχεια τουλάχιστον για ένα εξάμηνο ακόμη, καθώς ο γενικός δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία, που καταγράφει τις αυξήσεις στις τιμές των εισαγόμενων αγαθών που χρησιμοποιεί, έκλεισε τον Σεπτέμβριο με αύξηση 25,2% και ειδικώς στη βιομηχανία τροφίμων με αύξηση 18,2%. Ανάλογα μεγάλη αύξηση 23,7% εμφάνισε και ο γενικός δείκτης τιμών εισροών στη γεωργία – κτηνοτροφία, ο οποίος δηλώνει την αύξηση του κόστους παραγωγής στον πρωτογενή τομέα και προμηνύει νέο κύμα ακρίβειας στα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα τους επομένους μήνες.

Η βιομηχανία ζήτησε μείωση ΦΠΑ, αλλά…

Στην πραγματικότητα –και το έχουν τονίσει αρκετές φορές δημοσίως οι εκπρόσωποι του λιανεμπορίου και των ΜμΕ, από τον Αντώνη Μακρή του ΣΕΛΠΕ ως τον Γιώργο Καββαθά της ΓΣΕΒΕΕ– για να είχε αποτελεσματικότητα μια παρέμβαση τύπου «συμφωνίας κυρίων» κατά της ακρίβειας στα τρόφιμα όπως αυτή που εμπνεύστηκε ο υπουργός Ανάπτυξης, θα έπρεπε να έχει γίνει ψηλότερα – στην παραγωγή και τη βιομηχανία τροφίμων, καθώς οι δικές τους αυξήσεις μετακυλίονται στο λιανεμπόριο.

Οπότε οι κυβερνητικές προσπάθειες για συγκράτηση τιμών δεν απέδωσαν τίποτε πολύ απλά επειδή η ελληνική βιομηχανία τροφίμων είχε πρώτη θέση από το καλοκαίρι στο πρόβλημα των ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες και της μεγάλης αύξησης του ενεργειακού κόστους και είχε από τότε ζητήσει μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και στο ενεργειακό κόστος. Τα μέτρα αυτά όμως τα είχε απορρίψει η κυβέρνηση. Το πρώτο επειδή θα στερούσε φορολογικά έσοδα από το κράτος, το δεύτερο επειδή έχει επιλέξει να αφήνει ανεξέλεγκτο το ολιγοπώλιο των παραγωγών ενέργειας, πιθανόν για να αποκομίζει οφέλη η ιδιωτική ΔΕΗ.

Αυτή όμως η κυβερνητική επιλογή υπέρ του ολιγοπωλίου των παραγωγών ενέργειας, που έχει καταστήσει την Ελλάδα πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στο ακριβό ρεύμα, αποτελεί πια μόνιμη πληγή για την ελληνική οικονομία, με τις υψηλές τιμές του ρεύματος να τροφοδοτούν σταθερά τον πληθωρισμό.

Είναι γεγονός ότι μετά την κατακόρυφη κατά 60% πτώση των τιμών φυσικού αερίου στην Ευρώπη που σημειώθηκε στις αρχές του φθινοπώρου, για τον Νοέμβριο οι εταιρείες προμήθειας μας έδωσαν για πρώτη φορά ύστερα από τρεις μήνες μειωμένες τιμές ρεύματος στα 40 λεπτά την κιλοβατώρα. Το «θαύμα» αυτό όμως (αν υποτεθεί ότι πρέπει να αποκαλούμε «θαύμα» τις τιμές Νοεμβρίου που ήταν τετραπλάσιες σε σχέση με 15 μήνες πίσω και υψηλότερες από ό,τι με τη ρήτρα αναπροσαρμογής) κράτησε ελάχιστα.

Γιατί βλέπουμε ότι τις τελευταίες δέκα μέρες, πιθανόν ενόψει της 20ής Νοεμβρίου, κατά την οποία οι εταιρείες προμήθειας πρέπει να δώσουν τιμή για το ρεύμα του Δεκεμβρίου, η τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς υπόπτως ανεβαίνει ξανά. Στο διάστημα 8-16 Νοεμβρίου η τιμή της μεγαβατώρας στη χονδρική αυξήθηκε κατά 37%, στα 274 ευρώ, τη στιγμή που ο καιρός ήταν καλός, η ζήτηση σταθερή και στην Ευρώπη ο δείκτης του φυσικού αερίου «τσίμπησε» μόνο 8,67% κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Κατόπιν αυτού άνοιξαν ξανά οι συζητήσεις για χειραγώγηση της αγοράς. Οταν όμως μια κυβέρνηση επιτρέπει σε ένα ενεργειακό ολιγοπώλιο να αυξάνει τις τιμές του ρεύματος με πρακτικές καρτέλ προς όφελός του και σε βάρος της υπόλοιπης οικονομίας πώς μετά να συγκρατήσει τον πληθωρισμό στα τρόφιμα;