Ακρίβεια για ποιον;

Ακρίβεια για ποιον;

Από το φθινόπωρο του 2021 και μέχρι σήμερα πορευόμαστε σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού. Πρόκειται για μια ακόμη πρωτόγνωρη –για τα τελευταία τριάντα χρόνια– κατάσταση, η οποία εντείνει τις ανισότητες και αυξάνει τη στέρηση βασικών αγαθών από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, κυρίως από όσους ζουν από την εργασία τους και δεν έχουν εισοδήματα ως κάτοχοι τίτλων ιδιοκτησίας.

Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, ενώ ο μέσος πληθωρισμός κινείται λίγο ως πολύ στο επίπεδο του 10%, οι αυξήσεις στις τιμές βασικών αγαθών ξεπερνούν το 16% και σε ορισμένα προϊόντα όπως τα καύσιμα το 25%. Κατά συνέπεια, το πραγματικό εισόδημα των μικρομεσαίων και φτωχών νοικοκυριών μειώθηκε πάνω από 15% το 2022. Επιπλέον όσοι διαθέτουν μικρομεσαίου ύψους τραπεζικές καταθέσεις απώλεσαν πάνω από το 10% των αποταμιεύσεών τους, ενώ το κόστος πληρωμής των δόσεων δανείων (κυρίως στεγαστικών) εκτινάχθηκε. Μια ιδιαιτερότητα της τωρινής φάσης ανόδου των τιμών είναι ότι βρίσκει τα λαϊκά στρώματα οικονομικά αποστεωμένα μετά τη δωδεκαετή λιτότητα που επέβαλαν τα μνημόνια και οι πολιτικές διάσωσης των χρηματαγορών και, ως εκ τούτου, η δυσαρέσκεια και η απογοήτευση από την πολιτική διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων κορυφώνονται.

Αρκετοί επιφανείς (και όχι μόνο) σχολιαστές και πολιτικοί αποδίδουν την ακρίβεια στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την οποία προβάλλουν ως βασικό υπαίτιο της φτώχειας και της επισφάλειας. Με την εμμονή σ’ αυτήν τη μονοδιάστατη αιτιολογία επιδιώκουν να κρύψουν τη δική τους ανεπάρκεια και ευθύνη.

Στη σημερινή συγκυρία οι αυξήσεις στις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά και σε άλλα αγαθά προκαλούνται ως ένα βαθμό από την πολιτική κυρώσεων που επέβαλαν στη Ρωσία οι ΗΠΑ και υιοθέτησαν αναφανδόν η Γερμανία και τα άλλα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, όμως, είναι γνωστό ότι οι αυξήσεις των τιμών και η ακρίβεια έχουν πρωταρχικό αίτιο την αθρόα προσφορά χρήματος, που αποτέλεσε το βασικό εργαλείο πολιτικής για το ξεπέρασμα των συνεπειών της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-10 και της πανδημίας του 2020-22.

Για τη διαχείριση αυτών των κρίσεων οι ΗΠΑ εκτύπωσαν τρισεκατομμύρια δολάρια και οι Ευρωπαίοι δανείστηκαν αντίστοιχα ποσά με μηδενικά επιτόκια. Οι αποδόσεις των χρηματαγορών και η κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου θυσιάστηκαν προσωρινά για τη διάσωση του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Με το τέλος της πανδημίας όμως και καθώς ο παγκόσμιος νεοφιλελευθερισμός επανέκαμψε, το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αιτείται «την πληρωμή του λογαριασμού».

Στην τωρινή συγκυρία οι αυξήσεις στις τιμές αγαθών και στα επιτόκια χορηγήσεων αποτελούν την κεντρική πολιτική για την επανάκαμψη της κερδοφορίας των χρηματαγορών. Οι πολιτικές ηγεσίες θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση μειώνοντας τη φορολογία και επιβάλλοντας πλαφόν στα ποσοστά κέρδους των εταιρειών εμπορίας βασικών αγαθών. Αυτή η πολιτική όμως υποσκάπτει την αρχιτεκτονική των νεοφιλελεύθερων χρηματαγορών και μειώνει την κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αδυνατώντας να συνεχίσουν την πολιτική διάθεσης φτηνού χρήματος (δηλαδή τη φυγή προς τα μπρος όπως έκαναν κατά το πρόσφατο παρελθόν), για τρίτη συνεχόμενη φορά οι πολιτικές ηγεσίες των ΗΠΑ και της ΕΕ επιλέγουν τη μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων με τη χρήση έμμεσων τεχνικών (υψηλά επιτόκια χορηγήσεων – πληθωρισμός).

Τα εργαλεία πολιτικής άλλαξαν αλλά οι στόχοι παραμένουν ίδιοι. Η συνταγή για τη διασφάλιση της κερδοφορίας των χρηματαγορών και την επανάκαμψη του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού είναι απλή: μειωμένα επιτόκια καταθέσεων και υψηλά επιτόκια χορηγήσεων, δηλαδή πληθωρισμός. Και για τη διαχείριση της λαϊκής δυσαρέσκειας επιλεκτικά επιδόματα και έλεγχος της ροής πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο η ευόδωση των επιδιώξεων του αναχρονισμού εξαρτάται από τις αντιστάσεις και τη δυναμική που θα δημιουργήσουν οι ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις στις ΗΠΑ, στην ΕΕ αλλά και την Ελλάδα.

Η συνταγή για την κερδοφορία των χρηματαγορών είναι απλή: μειωμένα επιτόκια καταθέσεων και υψηλά επιτόκια χορηγήσεων, δηλαδή πληθωρισμός

*Ο Κώστας Δημουλάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Documento Newsletter