Όταν το ένα σοκ διαδέχεται το άλλο εύκολα τα πράγματα μπορεί να βγουν εκτός ελέγχου. Από το περασμένο καλοκαίρι η διεθνής ανατίμηση στα τρόφιμα, τα καύσιμα και στις πρώτες ύλες λόγω της παγκόσμιας αναταραχής στις αλυσίδες εφοδιασμού άρχισε να απλώνει ένα πρωτοφανές πληθωριστικό φαινόμενο.
Κι εκεί που οι κυβερνήσεις έλεγαν ότι είναι παροδικό, με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τις κυρώσεις της Δύσης επέλεξαν να το καταστήσουν μόνιμο, επιφέροντας την πλήρη ανατροπή της αρχής του ελεύθερου εμπορίου που κυριάρχησε επί 30 χρόνια, αλλά με τρόπο που πλήττει κυρίως τους πληθυσμούς της Ευρώπης και της Αφρικής, δηλαδή των χωρών που είχαν ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με τη Ρωσία.
Σήμερα είμαστε μπροστά σε μια νέα συνθήκη που αποτελεί παράδοξο: η Δύση επαναφέρει την πολιτική αρχή πάνω από την οικονομική αρχή του ελεύθερου εμπορίου, της οποίας την πρωτοκαθεδρία διακήρυσσε επί 30 χρόνια, αλλά αυτό το κάνει μόνο σε διεθνές επίπεδο, για να αποκλείσει τη Ρωσία, διαφυλάττοντας την τάξη των ελεύθερων αγορών σε εθνικό επίπεδο, όπου λόγω της απουσίας των ρωσικών εξαγωγών αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα κερδοσκοπικά φαινόμενα, και βάζει τον απλό κόσμο να πληρώσει το κόστος.
Ο υπουργός επικαλείται τον βολικό γενικό δείκτη
«Πάψτε να γκρινιάζετε για την ακρίβεια» έλεγε κάθε τόσο ο Αδωνης Γεωργιάδης στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος ότι ο πληθωρισμός τον Φεβρουάριο έκλεισε στο 7,2%, να όμως που τον Μάρτιο έφτασε κιόλας στο 8,9%! Εξυπηρετεί βεβαίως η επίκληση του γενικού δείκτη της ΕΛΣΤΑΤ, που λόγω της υιοθετούμενης στάθμισης αποκρύπτει ότι οι χειρότερες κατηγορίες πληθωρισμού, που είναι ο πληθωρισμός των καυσίμων, του ρεύματος και των τροφίμων, καλπάζουν με πολλαπλάσια ένταση. Ακόμη και ο δείκτης της ΕΛΣΤΑΤ όμως κατέγραψε τον Μάρτιο αυξήσεις στο ρεύμα 79%, το πετρέλαιο 58,8% και στα καύσιμα 29%.
Η ακρίβεια όμως, η λαϊκή λέξη που δεν θέλει να ακούσει ο Αδ. Γεωργιάδης αλλά που δηλώνει ακριβώς τον πληθωρισμό στα καύσιμα και τα τρόφιμα, τον οποίο αντιλαμβάνεται ο πολύς κόσμος στην καθημερινότητά του, είναι εδώ.
Η ακρίβεια υπάρχει στους λογαριασμούς των σουπερμάρκετ και κάνει την εμφάνισή της όσο υποχωρούν οι προσφορές και οι προωθητικές ενέργειες, με τις οποίες επιδιώχθηκε να καθυστερήσουν οι ανατιμήσεις στο ράφι. Για παράδειγμα, με βάση ενδεικτικά στοιχεία του κλάδου μες στους τελευταίους έξι μήνες η αύξηση στην τιμή του φρέσκου γάλατος έχει φτάσει τα 15 έως 17 λεπτά, στη συσκευασία ελαιόλαδου των πέντε λίτρων τα 10 ευρώ, στα ζυμαρικά το 50%, στο κοτόπουλο και το χοιρινό το 1 ευρώ το κιλό, στο αρνί και το κατσίκι το 1,5-2 ευρώ το κιλό, στη ζάχαρη το 60% και στα μαλακά άλευρα που η χώρα εισάγει το 100%.
Κατά τα λοιπά, οι εταιρείες μπισκότων, φρυγανιών και ψωμιού για τοστ φέρεται να έχουν στείλει τρεις φορές τιμοκαταλόγους με αυξήσεις μες στο τελευταίο τετράμηνο, το ψωμί έχει ήδη ανατιμηθεί κατά 20%, ενώ τα όσπρια και το ρύζι παίρνουν σταδιακές ανατιμήσεις ανά εβδομάδα, αν και περασμένης εσοδείας. Αν αυτό δεν είναι ακρίβεια, τότε τι είναι;
Σημειωτέον ότι αυτά έχουν καταγραφεί τη στιγμή που η ΕΛΣΤΑΤ έδωσε τον Μάρτιο σχετικά χαμηλό πληθωρισμό της τάξης του 5-20% για τις περισσότερες κατηγορίες τροφίμων και προτού εμφανιστούν οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Ειπωμένο με τα λόγια του πρόεδρου της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργου Καββαθά: «Δεν είναι δυνατό να έχουν εξαντληθεί τα αποθέματα της χώρας σε βασικά καταναλωτικά αγαθά έπειτα από 39 μέρες πολέμου. Η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχει αισχροκέρδεια σε βάρος των ελληνικών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, όπως γίνεται πάντα στη χώρα σε περιόδους κρίσης. Υπάρχει τεχνητή έλλειψη και οδηγεί σε ράλι τιμών σε ορισμένα προϊόντα όπως το ηλιέλαιο. Εχουμε εκτόξευση υπερδιπλασιασμού της τιμής. Το ίδιο ισχύει στα σιτηρά και βέβαια έχουμε και το παιχνίδι που γίνεται με τους παρόχους ενέργειας».
Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία βεβαίως θα έρθουν κι αυτές σε κύματα μες στον Απρίλιο και θα αφορούν κυρίως τα σιτηρά, τα μαγειρικά έλαια, τις ζωοτροφές και την τιμή των πουλερικών, ενώ αργότερα ενδέχεται να απλωθούν στο σύνολο των αγροτικών προϊόντων, καθώς θα υπάρξει πρόβλημα περαιτέρω αύξησης ή και έλλειψης στα λιπάσματα, το οποίο μπορεί να μειώσει τις νέες σοδειές.
Το αποτέλεσμα πάντως είναι η καταναλωτική δυσπραγία, που αποτυπώνεται αφενός με τη στροφή στα φτηνότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία από τις αρχές του έτους έχουν αύξηση τζίρου 9,7%, αφετέρου με την πτώση της κατανάλωσης, η οποία εμφανίζεται στα ταμεία των σουπερμάρκετ, που τους δύο πρώτους μήνες του 2022 είχαν μείωση πωλήσεων κατά 5% σε σχέση με πέρσι.
Η ακρίβεια εμπεριέχεται στους λογαριασμούς ρεύματος και στη ρήτρα αναπροσαρμογής, με την οποία ένα ολιγοπώλιο τεσσάρων παραγωγών μετακυλίει στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις όλους τους κίνδυνους της δραστηριότητάς του και όλες τις στρεβλώσεις μιας ατελούς ελληνικής αγοράς ενώ καρπώνεται όλα τα υπερκέρδη.
Σε αντίθεση μάλιστα με τα σουπερμάρκετ, όπου οι ανατιμήσεις από τον πόλεμο δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί, σε ό,τι αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα οι επιπτώσεις του πολέμου έχουν ήδη «γράψει», με την τιμή χονδρικής να φτάνει τον Μάρτιο στα 272,68 ευρώ ανά μεγαβατώρα, καταγράφοντας αύξηση κατά 28% έναντι του Φεβρουαρίου. Αρα οι λογαριασμοί που θα φτάσουν στα νοικοκυριά τον Απρίλιο θα έχουν πρόσθετη αύξηση 28% έναντι του Μαρτίου, ενώ η αύξηση στην τιμή της κιλοβατώρας –για να μην ξεχνιόμαστε– μέσα σε ένα χρόνο πλέον αγγίζει το αστρονομικό 373% (!).
Οι επιπτώσεις φαίνονται και στις δημοσκοπήσεις
Οι επιπτώσεις της ακρίβειας αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες όλες ανεξαιρέτως εβδομάδα την εβδομάδα δείχνουν αύξηση των νοικοκυριών που ουσιαστικά αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με την ακρίβεια και πως το μεγαλύτερο πρόβλημα για όλους είναι οι λογαριασμοί του ρεύματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η έρευνα της Alco για το Open (29/3) που έδειξε ότι μόνο το 6% των συμμετεχόντων καλύπτει εύκολα τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, ότι το 10% αδυνατεί εντελώς να τους καλύψει και ότι το 55% το κάνει με μεγάλη δυσκολία.
Αντίστοιχα, στη δημοσκόπηση της Pulse για τον Σκάι φάνηκε ότι το 70% των συμμετεχόντων δηλώνει «πολύ προβληματισμένο» από τις ανατιμήσεις σε ενέργεια και τρόφιμα και το 15% «αρκετά» και ότι το 45% αναφέρει ως μεγαλύτερο πρόβλημα τους λογαριασμούς ρεύματος. Από τις άλλες δημοσκοπήσεις αξίζει να καταγραφεί ακόμη (από Marc για τον Ant1) ότι το 15,5% των νοικοκυριών δηλώνει ότι δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, το 40% έχει αναγκαστεί να περιορίσει βασικές ανάγκες και το 73,4% έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας, τράπεζες και ενοίκια. Αν αυτό δεν είναι ακρίβεια, τότε τι είναι;
Στο πλαίσιο αυτό, ήταν αναμενόμενο η ακρίβεια να βρεθεί στην αιχμή του συλλαλητηρίου που οργάνωσαν την περασμένη Τετάρτη ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ διεκδικώντας την αύξηση των μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα τουλάχιστον στα επίπεδα του πληθωρισμού και την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, δηλαδή στα προ μνημονίων επίπεδα.
Ηταν επίσης ο λόγος για τον οποίο επέλεξε να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο η ΓΣΕΒΕΕ, που εκπροσωπεί τους εργοδότες των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων οι οποίοι συντρίβονται λόγω ακρίβειας, που σημαίνει ότι έχουν να αντιμετωπίσουν από τη μια μεριά την αύξηση του λειτουργικού τους κόστους κι από την άλλη την επιπλέον συρρίκνωση των τζίρων τους λόγω της περαιτέρω μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος.
Ηταν ακόμη ο λόγος για τον οποίο είδαμε μια άξια λόγου μεταστροφή της ΕΣΕΕ, η οποία με τη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης ελληνικού εμπορίου πριν από λίγες μέρες ανακάλυψε ότι αυξάνονται οι λεγόμενες «απειλούμενες» εμπορικές επιχειρήσεις, δηλαδή οι επιχειρήσεις που έχουν χρέη και μειούμενο τζίρο, στο 23,5% του συνόλου, λόγω της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος.
Αρα προσέρχεται στη συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού προτείνοντας αύξηση που θα καλύψει τον πληθωρισμό, ενώ δέκα μήνες πριν η ίδια αντιτασσόταν ακόμη και στην αύξηση του κατώτατου κατά το πενιχρό 2%, με το επιχείρημα ότι οι μικροί εργοδότες δεν άντεχαν να πληρώσουν αυξημένους μισθούς.
Ανεπαρκή τα μέτρα της κυβέρνησης
Και η κυβέρνηση πώς αντιδρά; Υπό την πολλαπλή πίεση αφενός της διαρκούς ανόδου του πληθωρισμού –που ήδη έφτασε στο 8,9% και σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή μπορεί να κλείσει φέτος στο 11%– και αφετέρου σύσσωμης της αντιπολίτευσης που ανεβάζει πλέον τους τόνους και των δημοσκοπήσεων, οι οποίες δείχνουν ότι οι πολίτες κατά 80% θεωρούν ότι τα έως τώρα κυβερνητικά μέτρα δεν βοηθούν στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί να αντιδράσει φέρνοντας συμπληρωματικό προϋπολογισμό ύψους 2 δισ. ευρώ προκειμένου, έστω κι αργά, να ανοίξει τη βεντάλια των μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής κυβερνητικές εξαγγελίες, το πακέτο αυτό θα περιλαμβάνει την «επιταγή ακρίβειας» των 200 ευρώ προς τα ευάλωτα νοικοκυριά, επίδομα καυσίμων 13 ευρώ μηνιαίως, αύξηση της επιδότησης στο ρεύμα και το φυσικό αέριο (μέτρο χρήσιμο για τις επιχειρήσεις αλλά κοροϊδία για τα νοικοκυριά τώρα που πέρασε ο χειμώνας και μειώθηκαν οι ανάγκες και η κατανάλωση) και τη διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ σε εστίαση, τουρισμό και μεταφορές ως το τέλος του 2022 που έχει ζητηθεί από τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Κατά τα λοιπά, το ήμισυ του πακέτου θα δοθεί –σωστά– στον πρωτογενή τομέα ως επιδότηση για λιπάσματα και ζωοτροφές καθώς και για πριμοδότηση για νέες καλλιέργειες σε μαλακό σιτάρι, αραβόσιτο και ηλίανθο, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία και των κυρώσεων στη Ρωσία.
Αντίθετα, ενώ θεωρητικά στο τραπέζι υποτίθεται ότι υπάρχει και η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά και προϊόντα, είναι απίθανο να δούμε μείωση ΦΠΑ σε οτιδήποτε άλλο πέρα από το ψωμί, όπου μπορεί να γίνει για συμβολικούς λόγους, όπως δεν είδαμε μείωση ούτε στους ΕΦΚ των καυσίμων, καθώς μια ευρεία μείωση του ΦΠΑ σε πολλά είδη έχει ήδη αποκλειστεί ήδη δημοσίως από τον Θεόδωρο Σκυλακάκη για να μην πληγούν τα κρατικά έσοδα.
Οπότε για όλους αυτούς τους λόγους είναι πολύ πιθανό ότι η κυβέρνηση θα καταλήξει τελικά να προσπαθήσει να μειώσει το πολιτικό κόστος από την ακρίβεια προχωρώντας σε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6%, ώστε να λέει ότι κάλυψε τον πληθωρισμό όπως ζητά η ΕΣΕΕ – και μάλιστα παρά τις αντιδράσεις του ΣΕΒ. Ομως η ακρίβεια στη χώρα μας στα τρόφιμα, στο ρεύμα και στα καύσιμα, που αφορούν τον πολύ κόσμο, είναι τόσο ανεξέλεγκτη που είναι αμφίβολο αν το πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση της ΝΔ μπορεί να μειωθεί με αυτό.