Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση και επιχειρούσε να βάλει τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό λάμβανε χώρα μια επίμονη απόπειρα κατασκευής ενός αφηγήματος ότι τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι βρίσκονται στο στόχαστρο.
Είχαμε «αναβίωση των πρακτικών Γεωργαλά», όπως έλεγαν, γιατί οι συριζαίοι είχαν το «θράσος» να πληρώνουν οι καναλάρχες για τη χρήση ενός σπάνιου δημόσιου πόρου όπως είναι το φάσμα.
Οι λυσσαλέες και δαιμονισμένες μεραρχίες της προπαγάνδας με ακραίες και ψευδείς αναφορές εκτελούσαν συστηματική επίθεση όχι μόνο προς την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και προς τις ίδιες τη δημοκρατία και τη διεθνή εικόνα της χώρας. Η ΝΔ και τα πολιτικά της παρακολουθήματα ως πολιτικοί βραχίονες της διαπλοκής και της ασυδοσίας στον χώρο των ΜΜΕ έκαναν τα πάντα για να προστατέψουν το πορτοφόλι των καναλαρχών και μιλούσαν με απίστευτο θράσος για απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει τον χώρο της ενημέρωσης.
Μέχρι που ήρθε η κυβέρνηση του «μεσσία» Μητσοτάκη και άρχισαν τα πράγματα να μπαίνουν στη θέση τους. Επιστρέψαμε στα ήθη και στις παραδόσεις ρύθμισης του παλαιού πολιτικού συστήματος. Οι καναλάρχες δεν πληρώνουν για την κατοχή της τηλεοπτικής άδειας. Η κρατική διαφήμιση περνάει από την έγκριση του πρωθυπουργικού ανιψιού και του Μαξίμου μέσα από «πέτσινες λίστες». Ζούμε ένα μεγάλο ιστορικό πισωγύρισμα.
Εχουμε μια κυβέρνηση με καθεστωτική αντίληψη που εφαρμόζει αδίστακτες τακτικές ελέγχου της ενημέρωσης. Στους σχεδόν 16 μήνες διακυβέρνησης της ΝΔ η ελευθεροτυπία υπέστη σοβαρά πλήγματα και έγιναν πολύ σοβαρά πολιτικά εγκλήματα, ειδικά στον χώρο της ενημέρωσης.
Αυτό φάνηκε από την αρχή, όταν πέρασαν στον άμεσο έλεγχο του πρωθυπουργού η ΕΡΤ και το ΑΠΕ. Ακολούθησαν ρυθμίσεις σταδιακής μετατροπής των μέσων ενημέρωσης σε «πλυντήρια» μέσα από την απαλλαγή των μετόχων των μέσων ενημέρωσης και των πρακτορείων διανομής Τύπου από την υποβολή πόθεν έσχες. Δόθηκε ασυλία στους μεγαλοτραπεζίτες. Μεθοδεύτηκε η άμεση φυγή της Θάνου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Αποπειράθηκαν να χρηματοδοτήσουν έντυπα όπως το «Μακελειό» και τις ιδιοκτησίες εφημερίδων που δεν είχαν πληρώσει τους εργαζόμενους ή δεν είχαν ρυθμίσει τις ασφαλιστικές τους οφειλές. Εγιναν προσλήψεις δεκάδων δημοσιογράφων στα γραφεία περιφερειαρχών, δημάρχων, γενικών γραμματέων.
Στο εξωτερικό η Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αρχίσει να ταυτίζεται πλέον με χώρα του Βίζεγκραντ όχι μόνο στο πλεόνασμα μισανθρωπίας στη διαχείριση του προσφυγικού αλλά και στα ζητήματα της ενημέρωσης. Είναι ενδεικτική η πρόσφατη δήλωση της Ευρωπαίας επιτρόπου Βέρα Γιούροβα ότι η Ελλάδα λειτουργεί όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, όπου το κρατικό χρήμα μοιράζεται μόνο σε ΜΜΕ που είναι πρόθυμα να υπηρετήσουν την κυβερνητική προπαγάνδα. Η επίτροπος όμως είπε και κάτι άλλο που πέρασε στα… ψιλά της ειδησεογραφίας. Πιο συγκεκριμένα, τόνισε ότι απέναντι σε αυτές τις πρακτικές χρειάζονται διαφανείς διαγωνισμοί και να μοιράζονται τα χρήματα αναλογικά και δίκαια. Αυτό ακριβώς δηλαδή που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Και προ ημερών η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήρθε πάλι να επιβεβαιώσει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για ενίσχυση του κλάδου της ενημέρωσης και της οπτικοακουστικής βιομηχανίας. Αυτό που χρειάζεται ο κλάδος είναι σοβαρές και διαφανείς πολιτικές και όχι τουρκομπαρόκ πεσκέσια και παλαιοκομματικές πρακτικές. Πιο συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ένα ειδικό ταμείο για τη στήριξη της ανάκαμψης και του ψηφιακού μετασχηματισμού των μέσων ενημέρωσης και των οπτικοακουστικών μέσων, δεδομένου ότι οι τομείς αυτοί έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση του κορονοϊού.
Η επίτροπος Μαργκρέιτε Βέστεϊγερ τόνισε ότι αυτό είναι θεμελιώδους σημασίας για τη δημοκρατία, την πολιτισμική πολυμορφία και την ψηφιακή αυτονομία της Ευρώπης έναντι των αμερικανικών και ασιατικών γιγάντων της πληροφορικής.
Σχεδόν όμως την ίδια στιγμή της ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βγήκε στη διαβούλευση το νέο νομοθετικό έκτρωμα Πέτσα, σύμφωνα με το οποίο προβλέπονται νέες γενναιόδωρες και σκανδαλώδεις παροχές στους καναλάρχες και εξευτελιστικά χαμηλή φορολόγηση του Netflix στο 1,5%. Πρόκειται για την υποχρεωτική ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για τα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας, η οποία συμφωνήθηκε το 2018 και στην οποία η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και σε μια κατεύθυνση επιβολής ουσιαστικής φορολόγησης των video on demand και streaming πλατφορμών και προστασίας της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ταυτόχρονα, το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης με μια αδιανόητη και προκλητική τροπολογία επιτρέπει στις ξένες εταιρείες παραγωγής να εισπράττουν χρήματα από τα δημόσια ταμεία για δαπάνες και αμοιβές εκτός Ελλάδας, ενώ το μέτρο του cash rebate που έφτιαξε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επιτυχημένο και πολλές διεθνείς παραγωγές έχουν έτσι και αλλιώς αποφασίσει να έρθουν στην Ελλάδα το 2021. Πρόκειται για καθαρή μεταφορά πόρων στο εξωτερικό, που σχεδόν εξαφανίζει την ανταποδοτικότητα του κινήτρου. Πλέον με την κυβέρνηση Μητσοτάκη διολισθαίνουμε σε ρυθμίσεις όπου η Ελλάδα γίνεται επικίνδυνος πολιορκητικός κριός μιας στρατηγικής ντάμπινγκ των ευρωπαϊκών στάνταρ. Μπορεί αρκετούς γιατρούς και επαρκείς μονάδες ΜΕΘ να μην έχουμε, μπορεί η ανεργία και η φτώχεια να αυξάνονται, αλλά πληρωμένες από την τσέπη μας φωτογραφίες του Κυριάκου με χολιγουντιανούς αστέρες θα έχουμε. Κάθε φορά που θα τις βλέπουμε να θυμόμαστε τουλάχιστον ότι τις έχουμε πληρώσει ακριβά.