Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εξετάσει τον περιορισμό της πρόσβασης της Βρετανίας στην ενιαία αγορά στην περίπτωση που το Λονδίνο πάψει να αποδέχεται τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για το Brexit, τόνισε σήμερα η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ.
Αυξάνοντας την πίεση που ασκείται στην πρωθυπουργό της Βρετανίας Τερέζα Μέι, η οποία άφησε το Σαββατοκύριακο να εννοηθεί ότι μπορεί να επιλεγεί τελικά ένα «σκληρό Brexit» –η μετατροπή του ελέγχου των συνόρων σε προτεραιότητα μάλλον, παρά της πρόσβασης στην ενιαία αγορά– η Μέρκελ διεμήνυσε ότι στο Λονδίνο δεν θα επιτραπεί να διαπραγματευθεί «επιλεκτικά».
Για το Λονδίνο, ανάμεσα στις τέσσερις «ελευθερίες» αυτή από την οποία επιθυμεί περισσότερο να απαλλαγεί είναι η ελευθερία της κίνησης των προσώπων εντός των χωρών μελών της ΕΕ.
Η Μέρκελ πρόσθεσε ότι θεωρεί σημαντικό να «καταστήσουμε σαφές (…) ότι η πρόσβαση στην ενιαία αγορά μπορεί να είναι εφικτή υπό τον όρο του σεβασμού των τεσσάρων θεμελιωδών ελευθεριών».
«Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να γίνει συζήτηση για τους περιορισμούς» της πρόσβασης στην ενιαία αγορά τηςΕΕ, επέμεινε η ίδια.
«Δεν μπορεί κανένας να διεξαγάγει τις διαπραγματεύσεις (για το Brexit) επιλεκτικά», ανέφερε η Μέρκελ μιλώντας στην ένωση των δημοσίων λειτουργών της Γερμανίας στην Κολονία.
«Αυτό θα είχε μοιραίες συνέπειες για τις εναπομείνασες 27 χώρες μέλη τηςΕΕ», πρόσθεσε η συντηρητική καγκελάριος. «Η Βρετανία είναι, βέβαια, ένας σημαντικός εταίρος με τον οποίο θα ήθελε κανείς να έχει καλές σχέσεις ακόμη και μετά την αποχώρησή της από την ΕΕ», συμπλήρωσε πάντως.
Ωστόσο «από την άλλη πλευρά, καθιστούμε σαφές ότι η πρόσβαση στην ενιαία αγορά θα είναι εφικτή μόνο υπό τον όρο της τήρησης των τεσσάρων θεμελιωδών ελευθεριών», επέμεινε η Μέρκελ.
Οι λεγόμενες «τέσσερις ελευθερίες» κατοχυρώθηκαν με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και αφορούν την ελευθερία της κίνησης των αγαθών, των κεφαλαίων, των προσώπων και την ελευθερία της παροχής υπηρεσιών σε όλα τα κράτη μέλη.