«Πούλησα 60 βιβλία μου για 50 αφγάνι (λιγότερο από ένα δολάριο)» έγραφε στο τελευταίο tweet του o Αφγανός δημοσιογράφος Αλιρεζά Αχμάντι. Φίλοι του τον ρώτησαν για ποιον λόγο και ο ίδιος απάντησε: «Επειδή πρέπει να μεταναστεύσω».
Ως Αφγανός δημοσιογράφος ο Αχμάντι είχε βιώσει από πρώτο χέρι τις απειλές και τις πιέσεις του νέου καθεστώτος. Σε παλαιότερα ρεπορτάζ του δεν δίσταζε να χαρακτηρίζει τους Ταλιμπάν τρομοκράτες και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόταν διαρκώς στο στόχαστρό τους, αν και ο ίδιος πάντα έδειχνε να μη φοβάται.
«Ηταν από τους πιο ατρόμητους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ» έγραψε γι’ αυτόν ο συνάδελφός του Ζακαράια Χασάνι σε ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο Al Jazeera. Ο Χασάνι ήταν από τους τυχερούς, καθώς συνεργαζόταν για χρόνια ως ανταποκριτής με το Radio France Internationale (RFI). Την ημέρα που οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την Καμπούλ ο δημοσιογραφικός οργανισμός τού εξασφάλισε βίζα για τη Γαλλία κι έτσι κατάφερε να φύγει από τη χώρα με τη σύζυγο και την κόρη του με γαλλικό στρατιωτικό αεροπλάνο.
Ήταν άτυχος
Ο Αλιρεζά Αχμάντι δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός. Λίγες μέρες μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν βρέθηκε μαζί με χιλιάδες ακόμη Αφγανούς στο αεροδρόμιο της Καμπούλ ελπίζοντας ότι θα βρει τρόπο να διαφύγει. Ο Χασάνι θυμάται ότι μιλούσαν στο τηλέφωνο μέχρι τα ξημερώματα. «Δεν συζητήσαμε τίποτε το ασυνήθιστο. Εξέφρασε την ανησυχία του για τα υψηλά επίπεδα άγχους και τα συναισθήματα κατάθλιψης που τον διακατείχαν.
Μου είπε ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια» περιγράφει ο ίδιος. Εκλεισαν τη συνομιλία τους θεωρώντας ότι θα συνεχίσουν την επόμενη ημέρα. Ωστόσο η βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ από μαχητή του ISIS έκοψε βίαια το νήμα της ζωής του Αχμάντι καθώς και εκατοντάδων άλλων που ήλπιζαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ανάμεσά τους ήταν ακόμη ένας δημοσιογράφος, ο Τζαχάν-ε-Σεχάτ.
«Όταν χτύπησε το τηλέφωνο κι έμαθα τα νέα μούδιασα από το σοκ. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω, ολόκληρη η ύπαρξή μου είχε τυλιχτεί σε ένα σκοτάδι που με έπνιγε. Άρχισα να προσεύχομαι από απόγνωση. Προσευχήθηκα έντονα να τηλεφωνήσει κάποιος και να πει ότι ο φίλος μου δεν ήταν ποτέ εκεί και ότι είναι ασφαλής και ζωντανός» αναφέρει μεταξύ άλλων ο Χασάνι. Αυτή η τηλεφωνική κλήση δεν έγινε ποτέ.
Επίθεση από Ταλιμπάν
Παρά τις διαβεβαιώσεις του εκπροσώπου των Ταλιμπάν ότι οι δημοσιογράφοι δεν κινδυνεύουν, ήδη καταμετρούνται οι πρώτες απώλειες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, εκτός από τους δύο νεκρούς, ένας δημοσιογράφος δέχτηκε επίθεση από Ταλιμπάν στην Καμπούλ στις 26 Αυγούστου. Εν τω μεταξύ, η δημοσιογράφος Μπεχέστα Αργκαντ, η οποία πήρε συνέντευξη από εκπρόσωπο των Ταλιμπάν, τράπηκε σε φυγή καθώς φοβόταν για τη ζωή της.
Η δε Deutsche Welle μετέδωσε ότι οι Ταλιμπάν πυροβόλησαν συγγενή ενός από τους δημοσιογράφους της γερμανικής υπηρεσίας ενώ έκαναν έρευνα από σπίτι σε σπίτι για να βρουν τον δημοσιογράφο, ο οποίος τώρα έχει επιστρέψει στη χώρα του. Σε δήλωσή του ο αναπληρωτής διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου Σκοτ Γκρίφεν ανέφερε ότι η κατάσταση για τους δημοσιογράφους στο Αφγανιστάν επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα, με αποτέλεσμα να επιδιώκουν να εγκαταλείψουν τη χώρα καθώς βρίσκονται υπό την απειλή των Ταλιμπάν.
«Επαναλαμβάνουμε την έκκλησή μας προς τη διεθνή κοινότητα να κάνει ό,τι μπορεί και όσο πιο γρήγορα γίνεται για να προστατεύσει και να απομακρύνει τους Αφγανούς δημοσιογράφους» κατέληξε.
Κλιμακώνονται οι επιθέσεις στον Τύπο της Νικαράγουας λίγο πριν από τις εκλογές
Στις 13 Αυγούστου αστυνομικοί πραγματοποίησαν έφοδο στα γραφεία της «La Prensa», της παλαιότερης και πιο γνωστής εφημερίδας της Νικαράγουας, με το πρόσχημα έρευνας για «τελωνειακή απάτη και ξέπλυμα χρήματος». Η «La Prensa», γνωστή για την κριτική της στον πρωθυπουργό της χώρας Ντανιέλ Ορτέγα και στην κυβέρνησή του, ήταν η τελευταία στη χώρα που είχε έντυπη έκδοση, αλλά μία ημέρα πριν από την επιδρομή εξαναγκάστηκε από τις αρχές να τη διακόψει.
Ο Χουάν Χόλμαν Τσαμόρο, γενικός διευθυντής της εφημερίδας, συνελήφθη κατά την επιδρομή και κατηγορήθηκε για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Του αρνήθηκαν την επαφή με την οικογένειά του και τους δικηγόρους του. Η αντιπρόεδρος της «La Prensa» Κριστιάνα Μπάριος, η οποία αποτελούσε πολιτική αντίπαλο του Ορτέγα στις επερχόμενες εκλογές, κρατείται επίσης από τον Ιούνιο με κατηγορίες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι περισσότεροι από 20 υποψήφιοι της αντιπολίτευσης κρατούνται από το καλοκαίρι προκειμένου ο Ορτέγα να μη χάσει τις επερχόμενες εκλογές του Νοεμβρίου. Ολοι τους έχουν κατηγορηθεί βάσει του νέου νόμου περί «τρομοκρατίας και προδοσίας», ο οποίος ουσιαστικά απαγόρευσε τη δημόσια κριτική στο καθεστώς.
Ανησυχία για εκστρατείες συκοφάντησης σε βάρος δημοσιογράφων στη Μάλτα
Στο στόχαστρο εκστρατειών συκοφάντησης και απαξίωσης έχουν βρεθεί Μαλτέζοι δημοσιογράφοι και μπλόγκερ οι οποίοι δημοσιεύουν κείμενα σχετικά με τις εξελίξεις στην υπόθεση της δολοφονίας της Δάφνης Καρουάνα Γκαλίζια το 2017.
Ενδεικτικά, στις 26 Αυγούστου ο ανεξάρτητος μπλόγκερ Μανουέλ Ντέλια ανέφερε ότι «κάποιος που παριστάνει εμένα στέλνει μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και δημιουργεί πλαστές ιστοσελίδες στο όνομά μου». Μεταξύ άλλων, σε αυτά τα μηνύματα ο δράστης αναφέρει ότι ο μπλόγκερ πάσχει από ψυχική ασθένεια.
Tο Media Freedom Rapid Report εξέφρασε την αλληλεγγύη του προς τους δημοσιογράφους και κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους να τερματίσουν αμέσως την εκστρατεία συκοφάντησης.
«Το κράτος της Μάλτας πρέπει να ερευνήσει γρήγορα και να ασκήσει διώξεις για τυχόν εγκληματικές ενέργειες που διαπράχθηκαν σε αυτό το πλαίσιο. Επιπλέον καλούμε τις αρχές της Μάλτας να λάβουν αποφασιστικά μέτρα για την εφαρμογή των συστάσεων της δημόσιας έρευνας σχετικά με την προστασία των δημοσιογράφων, αναφέρει μεταξύ άλλων.