«Αγριότοπος»: Προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα του Τζον Κίλιαν


_x000D_
Το νέο μυθιστόρημα του Τζον Κίλιαν «Αγριότοπος» (Εκδόσεις Bell) κυκλοφορεί στα περίπτερα_x000D_
και τα βιβλιοπωλεία στις 3 Ιουλίου. 

Στο πρώτο του μυθιστόρημα, τη «Νεκρή Πόλη», μας αποκάλυψε ότι υπάρχουν και πόλεις με φονική ψυχή. Τώρα, ο Τζον Κίλιαν επιστρέφει με μια νέα ιστορία και έναν νέο ήρωα, που θα μας κάνει να νιώσουμε από πρώτο χέρι πώς είναι να μετατρέπεσαι, από κυνηγός, σε θήραμα.

Ο «Αγριότοπος» είναι η σκληρή, γεμάτη ανατροπές ιστορία ενός άντρα που ξεκίνησε μαζί με έξι ακόμη άτομα να διασχίσουν μέσα σε δέκα μέρες τον πανέμορφο Αγριότοπο των Εκατό Μιλίων –μια μαγική ορεινή περιοχή στο Μέιν των ΗΠΑ– και από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν να αγωνίζονται για την επιβίωσή τους.

Ο Τζον Κίλιαν είναι το alter ego ενός γνωστού Έλληνα συγγραφέα, και το νέο του βιβλίο δεν συστήνεται σε αναγνώστες που δεν αντέχουν την ασταμάτητη δράση, το ανελέητο κυνηγητό και την αδρεναλίνη τους να βρίσκεται, σελίδα με τη σελίδα, στα ύψη. Σε αναγνώστες που δεν είναι έτοιμοι να φτάσουν… στα άκρα!

Η υπόθεση

Ο Ντέμιαν Τζόουνς δεν είχε ξαναβρεθεί στον Αγριότοπο των Εκατό Μιλίων του Μέιν, μία από τις πιο γοητευτικές και ταυτόχρονα πιο δύσκολες και απαιτητικές διαδρομές σε βουνό. Όμως είχε πια πάρει την απόφαση να κάνει αυτό το δεκαήμερο ταξίδι, μαζί με τη γοητευτική και χαρισματική Άμπερ και τους άλλους πέντε, όσο επικίνδυνο κι αν ήταν.

Δεν σκέφτηκε δεύτερη φορά την τρομερή κούραση που θα αντιμετώπιζε, τον παράξενο καιρό που άλλαζε από στιγμή σε στιγμή πάνω στο βουνό, τις επίπονες αναρριχήσεις πάνω σε κοφτερούς βράχους, τους ορμητικούς χειμάρρους, τα θανάσιμα τσιμπούρια, ή τις αρκούδες που παραμόνευαν πίσω από τα δέντρα του πυκνού δάσους. Ήξερε καλά από κινδύνους.

Αυτό που δεν μπορούσε να υπολογίσει ήταν οι άνθρωποι-πουλιά. Οπλισμένοι με τόξα, βαλλίστρες και ματσέτες, η ομάδα των αδίστακτων ορεσίβιων είναι εκεί για έναν και μοναδικό λόγο: για να σκοτώσουν, και μάλιστα με άσπλαχνους, φρικτούς τρόπους –με τρόπους που θα σε κάνουν να ουρλιάξεις με όλη σου τη δύναμη. Μόνο που εκεί πάνω, στον Αγριότοπο, δεν υπάρχει κανείς για να σε ακούσει. Αν θέλεις να σωθείς, πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Πρέπει να φτάσεις στα άκρα.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο

Με κυνηγάει.

Τον νιώθω συνέχεια ξοπίσω μου, να απλώνει εκείνα τα γαμψά, στριμμένα δάχτυλα, εκείνα τα φρικτά δάχτυ­λα σκιάχτρου, και ν’ αγγίζει ξανά και ξανά το σβέρκο μου ανεμί­ζοντας πίσω μου σαν κουρελιασμένο πανί. Το χνότο του φτάνει μέχρι τα ρουθούνια μου, τρυπώνοντας μέσα τους και σκάβοντας βαθιά, ως το μυαλό μου… μαζί με την αποφορά του σαπισμένου σώματός του που στηριζόταν σ’ εκείνους τους στρεβλωμένους αστραγάλους. Αποφορά ανοιγμένου τάφου. Και μαζί με το ρόγ­χο του που στοίχειωνε τα αυτιά μου.

Θέλω να γυρίσω για να τον δω. Να δω –να θυμηθώ– από τι ήταν φτιαγμένος. Και τι ήταν αυτά που κρέμονταν από πάνω του.

Άδικος κόπος όμως. Το μόνο που θα έβλεπα μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι ήταν τα μάτια του.

Δυο μάτια κόκκινα, πυρωμένα, τρελά. Τυφλά.

Δυο μάτια φερμένα κατευθείαν από την Κόλαση.

Πέντε μέρες πριν

1

Ο οχτακύλινδρος κινητήρας 7,4 λίτρων της Chevrolet 3500 του 1990 ακουγόταν πάνω από τη μουσική ή τα παράσιτα του πελώριου ραδιοφώνου μεσαίων και FM δεξιά από το αρχοντικό τιμόνι: δεν υπήρχε άλλου τύπου ηχοσύστημα εδώ, και ούτε έπρεπε να υπάρχει. Έτσι κι αλλιώς όμως, το γαλάζιο 4×4 pickup με την πελώρια μάσκα χρωμίου και τη σκεπαστή καρότσα δε σε άφηνε να το ξεχάσεις ή να χαθείς στις νότες της μουσικής. Σου έκανε παρέα σε όλη τη διαδρομή. Και δεν υπήρχε τραγούδι που να μην το σκέπαζε ή να μην το διέκοπτε κάθε τόσο, με τις ανάσες, το βήχα και τα μουγκρητά του. Καλό αυτοκίνητο πάντως. Σκληρό με τα εδάφη, σκληρό με τον εαυτό του και σκληρό και μ’ εσένα. Είχα χρόνια να βιώσω μια τέτοια οδηγική εμπειρία. Οι αποστάσεις που κάλυπτα πάντα ήταν εντελώς οριοθετημένες. Και ήταν κάτι που το είχα ανάγκη, τελικά. Είχα ανάγκη όλο αυτό το δεκαπενθήμερο διάλειμμα.

Σύμφωνα με τους χάρτες της Google και τη δορυφορική συ­σκευή πλοήγησης που είχα προσαρμόσει στο παρμπρίζ με μια βεντούζα, δε θα ήθελα πάνω από τέσσερις ώρες συνολικά για να φτάσω στο Μόνσον από τη Βοστόνη, μέσω των Διαπολιτει­ακών Αυτοκινητοδρόμων 295 και 95 και περνώντας έξω από το Χάμπτον, το Πόρτλαντ, το Μπράνσγουικ, το Γουότερβιλ και την Παλμύρα. Ωραία διαδρομή, σε σχεδόν άδειους δρόμους. Μια ανθρώπινη διαδρομή.

Το γέρικο αγροτικό μου έδειχνε να θυμάται κάθε στροφή και κάθε ανωμαλία τής εξίσου παλιάς ασφάλτου και του ομοιόμορφου τοπίου με τα μεγάλα χωράφια και τις πυκνές συστάδες δέντρων δεξιά και αριστερά από το δρόμο. Μπορεί και να είχε ξαναέρθει εδώ στα νιάτα του· δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνυόταν μια καλή αγορά. Τα χρήματα δεν ήταν κάτι που με ενδιέφερε πο­τέ, αλλά που δε θα σκεφτόμουν με νοσταλγία τις συγκεκριμένες είκοσι χιλιάδες δολάρια. Ήταν ένα δώρο από αυτά που μπορείς να κάνεις μια στο τόσο στον εαυτό σου. Ή που θα έπρεπε να μπορείς. Ειδικά αν ζεις μια ήσυχη και μετρημένη ζωή.

Οδηγούσα χαλαρά, με τον αγκώνα μου να ξεκουράζεται στο πλαίσιο του ανοιχτού παραθύρου και χωρίς να ξεπεράσω ποτέ το ανώτατο όριο ταχύτητας. Ο ζεστός αέρας του Ιουλίου έμπαινε στο εσωτερικό της καμπίνας σχεδόν βαριεστημένα. Δεν επρόκειτο να αργήσω στο ραντεβού μου ωστόσο, και θα απολάμβανα κάθε χιλιόμετρο μέχρι τότε. Ήταν κι αυτό κάτι που δε μου συνέβαινε συχνά. Από επιλογή.

Από αύριο τα χαράματα άλλωστε όλα θα άλλαζαν, και σίγουρα όχι προς το καλύτερο.

Έξω από την Παλμύρα, είδα τα ελάφια και σταμάτησα λίγα μόλις μέτρα μακριά τους χαζεύοντάς τα. Εκείνο το μεγάλο, ονειρι­κό κοπάδι. Διέσχισαν το δρόμο βιαστικά, με τον ιδρώτα να αστρα­φτοκοπά πάνω στο κοκκινωπό τρίχωμά τους. Αρσενικά, θηλυκά, κάποια γέρικα, και κάμποσα μικρά, που προχωρούσαν με πετα­χτά βήματα.

Ένα από αυτά τα τελευταία σταμάτησε ακριβώς στη μέση του δρόμου και με κοίταξε. Είχε μεγάλα δακρυσμένα μάτια, που ο ήλιος έπαιζε επάνω τους. Η μύτη του έτρεμε. Φοβόταν; Δεν ξέ­ρω. Του έκανα νόημα με το χέρι να περάσει, όπως θα έκανα σε έναν πεζό στις διαβάσεις· δεν είχε να φοβάται κάτι από μένα. Μια θηλυκιά γύρισε προς τα πίσω, το εντόπισε και έτρεξε προς το μέρος του για να το σπρώξει εκνευρισμένη με το κεφάλι.

Το πουλάρι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, έβγαλε έναν ανα­στεναγμό σαν να είχε εντοπίσει κάτι που δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί, και μετά ξεκίνησε πάλι. Η θηλυκιά με κοίταξε. Της χαμογέ­λασα. Κούνησε πάνω-κάτω το λεπτό κεφάλι της, και ρουθούνισε θυμωμένα.

Η καρδιά μου πετάρισε μέσα στο στήθος μου.

Μια κόρνα φορτηγού ακούστηκε από μακριά, και τα τελευταία μέλη της αγέλης βιάστηκαν να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα και να χαθούν μέσα στις λόχμες, τρέχοντας σαν σε όνειρο.

Έβαλα πρώτη πιέζοντας τον δύστροπο λεβιέ κάτω από το τιμό­νι και ξεκίνησα πάλι, μπαίνοντας μετά από λίγο στον Αυτοκινη­τόδρομο 151, με όλο το ασπρογάλαζο του ουρανού να απλώνε­ται πάνω από μένα και από τη γαλάζια, όλο τριξίματα Chevrolet 3500 σαν το καμπύλο εσωτερικό ενός αντίσκηνου που προστά­τευε τον τελευταίο άνθρωπο στη γη.

*

Σαράντα λεπτά μετά, ακριβώς το μεσημέρι, έφτανα στο Μόνσον. Και στην Άμπερ.

2

Με περίμενε έξω από το μικρό μοτέλ της, φορώντας μια πο­διά μαγειρικής πάνω από το κοντό τζιν και το τίσερτ της και με τα χέρια στη μέση. Και μ’ εκείνο το πλατύ χαμόγελο που ήταν πιο ξεκάθαρα δικό της και από τα δακτυλικά της απο­τυπώματα.

Βγήκα από το αυτοκίνητό μου και στάθηκα πίσω από την ανοι­χτή πόρτα θαυμάζοντάς την. Εκείνη έγειρε το κεφάλι στη μία με­ριά, εξακολουθώντας να χαμογελάει. Πλατιά.

«Λοιπόν, Ντέμιαν Τζόουνς, είσαι φτυστός οι φωτογραφίες σου», μου είπε. «Ξεκινάμε καλά».

«Εγώ δεν μπορώ να πω το ίδιο για σένα, Άμπερ», είπα κου­νώντας δεξιά-αριστερά το κεφάλι.

«Είμαι καλύτερη, ε;»

«Ω, ναι», παραδέχτηκα. «Πολύ καλύτερη».

H Άμπερ γέλασε με την καρδιά της και άνοιξε τα χέρια της σε μια αγκαλιά. Οι δύο κάθετες ρυτίδες στα μάγουλά της τονίστη­καν με έναν τρόπο που από κοντά ήταν χίλιες φορές πιο ελκυστι­κός από ό,τι πάνω σε μια οθόνη. Έκλεισα την πόρτα της παλιάς Chevrolet και πήγα όσο πιο αποφασιστικά μπορούσα να κλειστώ μέσα της. Και να κλείσω εκείνη στη δικιά μου. Μου άρεσε. H Άμπερ. Και εκείνη η εφηβική αποκοτιά με τη διαδικτυακή γνωρι­μία. Το ταξίδι μου. Η περιπέτεια που θα ξεκινούσε αύριο.

Ναι, διάολε, γιατί όχι; Πόση ζωή μάς δίνεται τελικά, για να μην ξεφεύγουμε από τα δεσμά της ρουτίνας μας μια στο τόσο; Γιατί να μην μπορούμε να πούμε ναι στο διαφορετικό, στην πρόκληση, σε κάτι ασυνήθιστο και γεμάτο υποσχέσεις;

Εξακολουθώντας να τη σφίγγω, έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω και την κοίταξα. Χαμογελούσε και πάλι.

«Στο σημείο αυτό, το αγόρι σκύβει και φιλάει το κορίτσι», είπε.

«Δεν είμαι ακριβώς αγόρι», αντέτεινα.

«Ούτε εγώ ακριβώς κορίτσι».

«Δε νομίζω», είπα και, σκύβοντας, τη φίλησα.

Δεν είχα κουραστεί στ’ αλήθεια από την άνετη τετράωρη οδή­γηση, αλλά εκείνο το φιλί κατάφερε να πάρει με έναν μαγικό τρό­πο από πάνω μου και το παραμικρό ίχνος κούρασης· και, μαζί, κάθε έγνοια και κάθε περιττή σκέψη. Και είχα πολλές τέτοιες. Και έντονες. Από πάντα. Και ποιος δεν έχει;

Έχοντας πάντα το στόμα μου κολλημένο στο δικό της, έκλεισα τα μάτια και, για όσο κράτησε εκείνο το φιλί, αποφάσισα να πα­ραδοθώ στον κόσμο της.

3

«Συγγραφέας; Δεν έχω ξαναγνωρίσει συγγραφέα από κοντά».

Ο ψηλός, χαμογελαστός άντρας που λεγόταν Τζέι- σον Μπράουν, ιδιοκτήτης του ραδιοφωνικού σταθμού TNBS στο Μπάνγκορ, είχε σηκωθεί από την καρέκλα του και μου έτεινε ένα χέρι ικανό να συνθλίψει το δικό μου μέσα στον ενθουσιασμό του.

«Δεν έχω μπει ποτέ στη λίστα των μπεστ σέλερ των Times», εί­πα, «αλλά, ναι… συγγραφέας».

Έσφιξε το χέρι μου με δύναμη, αν και ευτυχώς χωρίς να μου το λιώσει.

«Σου το εύχομαι πάντως», μου είπε εξακολουθώντας να χα­μογελάει. «Έχω κάνει καμιά δεκαριά προσπάθειες κι εγώ να γρά­ψω μυθοπλασία, αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσα τίποτε». Ανασή­κωσε τους ώμους. «Δεν είμαστε όλοι για όλα, υποθέτω», είπε.

Δεν ήξερα τι έπρεπε να του απαντήσω σ’ αυτό και αρκέστηκα σε ένα κούνημα του κεφαλιού. Οι ξαφνικές νέες γνωριμίες δεν είναι το φόρτε μου, ειδικά όταν συνοδεύονται από εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Όχι βέβαια ότι αυτό το τελευταίο ήταν κάτι συ­νηθισμένο…

Έκατσα γρήγορα σε μια καρέκλα από τις οχτώ του μεγάλου ξύλινου τραπεζιού, κοιτώντας χαμηλά και συγκρατώντας διά της βίας στο στόμα μου ένα μικρό, σφιχτό χαμόγελο.

«Και τι γράφεις, αν επιτρέπεται;» Ο Τζέισον μπορούσε να φέ­ρει κάποιον σε δύσκολη θέση τόσο απλά όσο κάποιος βγάζει βόλ­τα το σκυλί του.

Ξεροκατάπια και έψαξα με το βλέμμα μου την Άμπερ. Μό­λις μπήκαμε στο μοτέλ της και περάσαμε στην τραπεζαρία, και αφού έκανε στα γρήγορα τις συστάσεις, χάθηκε κάπου στο βά­θος, ίσως στο μέρος όπου έπρεπε να βρισκόταν η κουζίνα. Και ακόμη να φανεί.

«Περιπέτειες…» ξεκίνησα να λέω. «Τίποτε σπουδαίο, αλλά είναι μια δουλειά τέλος πάντων. Κάτι που πληρώνει τους λογα­ριασμούς».

Πριν κάτσει, ο Τζέισον προχώρησε μέχρι την άκρη του μα­κρόστενου τραπεζιού, όπου υπήρχαν μια καφετιέρα και μερικές κούπες τοποθετημένες ανάποδα. Γέμισε τη μία και την άφησε μπροστά μου.

«Περιπέτειες!» μου είπε. «Μα η Άμπερ μου είπε ήδη ότι γρά­φεις μυθιστορήματα με ζωντανούς νεκρούς, κάτι σαν το Walking Dead. Μη μου κρύβεσαι, Ντέμιαν Τζόουνς!»

Γέλασα χωρίς να το θέλω. Η ξαφνική αμηχανία μου εξατμίστη­κε το ίδιο απότομα όπως είχε έρθει. Δεν έπρεπε να του το έχει πει. Γιατί το έκανε; Γιατί να το κάνει;

«Ε, αφού σου το είπε λοιπόν, ναι. Γράφω πάνω σ’ αυτό το εί­δος. Το παραδέχομαι. Είναι…»

«Είναι μια δουλειά τέλος πάντων». Ο Τζέισον ήπιε μια γου­λιά από τον καφέ του και έδειξε με το πιγούνι τη γεμάτη κούπα μου. «Πιες», είπε. «Θα σου λείψει ο καφές για τις επόμενες δέκα μέρες».

«Ναι», παραδέχτηκα, βλέποντας πόσο εύκολα και πόσο γρή­γορα, χωρίς να μεσολαβήσει έστω κάποιο προπαρασκευαστικό κενό, είχα περάσει από μια κατάσταση ευφορίας σε κάτι πολύ πιο οικείο. «Ναι, έχεις δίκιο. Ευχαριστώ». Ήπια μια γουλιά και την κράτησα για λίγο στο στόμα μου. «Ωραίος», είπα. «Δυνατός».

«Ναι. Αλλά πες μου όμως για τα ζόμπι».

«Ω, βασικά είναι φτηνά μυθιστορήματα, όπως λένε. Τίποτε συ­νταρακτικό. Συμμετέχω σε μια ομάδα όπου γράφουμε όλοι με το ίδιο ψευδώνυμο. Όμως ο κόσμος τα αγοράζει, κι αυτό είναι καλό. Καλύτερο από το τίποτα, τέλος πάντων».

«Και δε θέλησες ποτέ να εκδώσεις κάτι με το όνομά σου;»

Ήπια λίγο ακόμα από τον καφέ μου.

«Δεν είναι πολύ εύκολο, ξέρεις», είπα. «Ο ατζέντης μου δε θέ­λει ούτε να το ακούει. Προτιμά να μείνω εκεί που πιστεύει ότι εί­μαι καλός. Ή μάλλον εκεί που ξέρει ότι αποδίδω».

«Ναι, αλλά γράφεις και άλλα πράγματα, έτσι δεν είναι; Κι ας μην τα έχεις εκδώσει».

Δεν ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε να απαντήσω. Ούτως ή άλλως όμως, αυτή η συζήτηση δεν ήταν απλώς αναπάντεχη, ήταν σχε­δόν σουρεαλιστική. Και δε μου άρεσε καθόλου.

«Ναι», είπα. «Γράφω πράγματι και άλλα πράγματα».

«Χωρίς ζόμπι».

«Χωρίς ζόμπι».

«Τι θέμα έχουν;»

«Τζέισον, τον φέρνεις σε δύσκολη θέση».

Γυρίσαμε και οι δύο για να τη δούμε που έμπαινε πάλι στην τραπεζαρία κουβαλώντας έναν μεγάλο και βαρύ δίσκο.

«Το μεσημεριανό μας», είπε η Άμπερ αφήνοντάς τον στο τρα­πέζι.

«Δεν έχω ξαναγνωρίσει συγγραφέα από κοντά», επανέλαβε πάλι ο Τζέισον κοιτώντας το δίσκο. «Νομίζω ότι δικαιούμαι να μά­θω», είπε απλώνοντας το χέρι του και πιάνοντας ένα μικρό σά­ντουιτς. «Διάολε, είμαι δημοσιογράφος. Ή περίπου».

«Ας φάμε όμως, ναι;» H Άμπερ έκατσε ανάμεσά μας και γύρι­σε προς το μέρος μου χαμογελώντας. «Πόσο χαίρομαι», μου είπε.

Αυτό μόνο.

Της ανταπέδωσα το χαμόγελο. Χαιρόμουν κι εγώ.

Ήταν τόσο παράξενο για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, αλλά ήταν με τον τρόπο του αληθινό.

Info

Tιμή: € 9,90 ● Σελίδες: 408 ● ΙSBN: 978-960-507-139-4