Από τα σημαντικότερα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού του 2022 ήταν η μεγάλη αύξηση των δαπανών για την άμυνα, σωστότερα για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών δεν είναι φετινή υπόθεση. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση της ΝΔ αυξάνει χρόνο με τον χρόνο τις δαπάνες άμυνας και εξοπλισμών, σε 3,35 δισ. ευρώ το 2020, σε 5,4 δισ. ευρώ το 2021 (με αύξηση 62% λόγω παραγγελίας Rafale) και σε 6,4 δισ. ευρώ το 2022 (λόγω πρόσθετων Rafale και φρεγατών Belharra). Το νέο στοιχείο φέτος ήταν ίσως οι θριαμβευτικοί τόνοι που υιοθέτησε ο υπουργός Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο οποίος δήλωσε πως η κυβέρνηση και «ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά» έχουν θέσει στόχο «τον επανεξοπλισμό της χώρας».
Σύμφωνα με τον Ν. Παναγιωτόπουλο, η αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς στα επίπεδα της προ μνημονίων εποχής των «παχιών αγελάδων» θα χρηματοδοτήσει ένα πενταετές πρόγραμμα εξοπλισμών 2020-25, το οποίο άρχισε με τις τρεις μεγάλες παραγγελίες οπλικών συστημάτων ύψους 7 δισ. ευρώ από τη γαλλική πολεμική βιομηχανία (για 18+6=24 Rafale και τρεις φρεγάτες Belhara) και θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια με τις παραγγελίες για τέσσερις κορβέτες, τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων φρεγατών κλάσης ΜΕΚΟ, τον εκσυγχρονισμό των F-16 κ.λπ.
Κατά περίεργο τρόπο, όλες τις επιλογές που έχουν γίνει μέχρι στιγμής και που αφορούν γαλλικά όπλα τις έχει κάνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με ανορθόδοξες έως και προβληματικές διαδικασίες και χωρίς μέριμνα ώστε οι μεγάλες προμήθειες των 7 δισ. ευρώ να περιλαμβάνουν συμπαραγωγή, όπως είναι ο κανόνας ώστε να εισάγεται τεχνογνωσία και να επωφελείται η εθνική οικονομία.
Αδόκιμες διπλωματικά μεθοδεύσεις
Κι όμως στις 10 Δεκεμβρίου είχαμε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μια φαινομενικά ουδέτερη ανακοίνωση που ανέφερε ότι εγκρίνει την πώληση τεσσάρων φρεγατών στην Ελλάδα με όλους τους εξοπλισμούς που είχε ζητήσει η χώρα μας – η οποία έδειχνε πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν περίμενε την επίσημη υποβολή της αμερικανικής προσφοράς, αλλά με αδόκιμο διπλωματικά και ανορθόδοξο τρόπο έκλεισε συμφωνία με τους Γάλλους. Λόγω της γαλλικής αντίδρασης στην αμερικανική ανακοίνωση μάθαμε επίσης από το γαλλικό υπουργείο Αμυνας ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει υπογράψει τη συμφωνία με τους Γάλλους για τις τρεις φρεγάτες, ενώ στην Ελλάδα δεν είχε ανακοινωθεί.
Τo «κάρφωμα» της Lockheed Martin
Ακολούθησε στις 11 Δεκεμβρίου η Lockheed Martin, η αμερικανική αμυντική βιομηχανία που θα αναλάμβανε την εκτέλεση της παραγγελίας των αμερικανικών φρεγατών, η οποία επανέφερε μια επικοινωνιακή εκστρατεία την οποία είχε «ξανατρέξει» πριν από λίγο καιρό στα ελληνικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την οποία πρόβαλλε το μεγάλο πλεονέκτημα της αμερικανικής προσφοράς, που ήταν ότι οι φρεγάτες (σε αντίθεση με τις γαλλικές που θα ναυπηγηθούν εξ ολοκλήρου σε γαλλικά ναυπηγεία) θα γίνονταν με συμπαραγωγή σε ελληνικά ναυπηγεία της Ελευσίνας. Στην ίδια εκστρατεία τονιζόταν εντέχνως πόσο έχει αποδώσει η συνεργασία της Lockheed Martin με τη ναυπηγική Fincantieri – την ιταλική εταιρεία που έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για τα ναυπηγεία της Ελευσίνας– σε ένα ναυπηγείο στο αμερικανικό έδαφος σε επίπεδο αναβάθμισης εγκαταστάσεων και παραγωγής νέων θέσεων εργασίας και αιωρούνταν κάπου ως πιθανότητα η ελληνική κυβέρνηση με την επιλογή της για τις γαλλικές φρεγάτες να… μαύρισε τις προοπτικές για την επόμενη μέρα των ναυπηγείων της Ελευσίνας.
Οι καταγγελίες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας
Τέλος, την παραμονή της 21ης Δεκεμβρίου, οπότε επρόκειτο να γίνει η κατόπιν εορτής συζήτηση των δύο συμβάσεων για τις γαλλικές φρεγάτες και τα έξι Rafale στην Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων, υπήρξε μια βαρύνουσα ανακοίνωση του Συνδέσμου Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ). Με την ανακοίνωση αυτή οι εκπρόσωποι της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας αποκάλυψαν ότι στα δύο εξοπλιστικά προγράμματα Rafale ύψους 4 δισ. ευρώ όχι μόνο δεν υπήρξε καμία συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, αλλά παρ’ όλες τις προσπάθειές τους η κατασκευάστρια εταιρεία Dassault αρνήθηκε ακόμη και να τους δει, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δεν την πίεσε να το κάνει. Μετά τις αντιδράσεις, ωστόσο, για τη σύμβαση για τις φρεγάτες Belharra υπήρξε επίσημη απαίτηση της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών (ΓΔΑΕΕ), οπότε οι Γάλλοι κατασκευαστές δέχτηκαν να πάρουν ελληνικούς εξοπλισμούς ύψους 200 εκατ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό κάτω του 10% για τις φρεγάτες κόστους 3 δισ. ευρώ. «Θα πρέπει να υπάρχει θεσμοθετημένη πολιτική βιομηχανικών επιστροφών, ώστε η ελληνική βιομηχανία να παίρνει τουλάχιστον το 30% της αξίας της προμήθειας» τόνισε και ορθά ο σύνδεσμος, επαναφέροντας το παλαιό αίτημα του κλάδου για «ίδρυση υφυπουργείου Αμυντικής Βιομηχανίας» προκειμένου να υπάρξει οργανωμένη στρατηγική και ουσιαστικό αποτέλεσμα συμπαραγωγών και βιομηχανικών επιστροφών.
Με δυο λόγια, η Ελλάδα με δημόσιο χρέος άνω του 200% του ΑΕΠ αρχίζει να επανεξοπλίζεται με διπλωματικά άτσαλες και αδόκιμες κινήσεις, χωρίς μέριμνα για τα δικά της ναυπηγεία, εργοστάσια και θέσεις εργασίας, χωρίς πρόνοια για εισαγωγή τεχνολογίας και αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και δίνει αμέσως αμέσως 7 δισ. για εξοπλισμούς, εκ των οποίων τα 6,8 δισ. θα πάνε σε γαλλικά εργοστάσια και ναυπηγεία, γιατί έτσι το σκέφτηκε, το είδε, το αποφάσισε ο πρωθυπουργός της, που ψώνιζε τις… φρεγάτες σαν γραβάτες.