Αγοραίοι και μοιραίοι

Αγοραίοι και μοιραίοι

Οι αγορές προεξοφλούν τη νίκη του, γι’ αυτό και αντιδρούν όπως αντιδρούν, δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Φυσικά η πατρότητα της θεωρίας αυτής ανήκει όχι στον κύριο αλλά στην κυρία Μητσοτάκη, η οποία σε συνέντευξή της μήνες πριν είχε διαπιστώσει ανάκαμψη της οικονομίας εξαιτίας αυτής ακριβώς της προεξόφλησης της ανόδου του Κυριάκου στην εξουσία.

Μετά τις επανειλημμένες ατυχείς προβλέψεις/επιθυμίες του Κυριάκου για το πότε θα γίνουν οι εκλογές και για το ότι δεν πρόκειται να βγούμε στις αγορές, για κάποιον λόγο οικογενειακώς πλέον είναι πεπεισμένοι γι’ αυτήν τους την πρόβλεψη, δηλαδή την εκλογική νίκη. Οπως σωστά θα έλεγε ο Τσόρτσιλ για τις προβλέψεις της οικογένειας Μητσοτάκη, επιτυχία είναι να πηγαίνεις από τη μία αποτυχία στην άλλη χωρίς να χάνεις τον ενθουσιασμό σου.

Το θέμα ωστόσο δεν είναι ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε η Μαρέβα, η οποία για να λέμε του στραβού το δίκιο κατέχει τη λειτουργία των αγορών σε όλη την έκτασή τους, από την Ελλάδα έως τα μακρινά νησιά Κέιμαν και από τις ΕΠΕ έως τις offshore. Ο Κυριάκος με τη σειρά του μπορεί να επενδύει και στις αγορές και σε κάθε θολή θεωρία που απαιτεί οι άνθρωποι να «απανθρωπίζονται» και να θυσιάζονται μπροστά στις άγιες τράπεζες ή να σταυρώνονται στα ταμπλό του χρηματιστηρίου.

Η έξοδος στις αγορές αναμφίβολα αποτελεί ένδειξη επαναφοράς στην κανονικότητα όπως αυτή ορίζεται στον καπιταλισμό, η οποία οφείλει ωστόσο να μην είναι έξοδος του Μεσολογγίου για τους κατοίκους σε αυτήν τη χώρα. Να μην ευημερήσουν τα νούμερα επειδή δυστυχούν οι άνθρωποι. Να μην ικανοποιηθούν οι δείκτες πάνω στις ανικανοποίητες ανάγκες των ανθρώπων. Θεωρία, θα μου πείτε. Ας πάμε λοιπόν στην πράξη. Οπως έχει πει αρκετές φορές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μέσα από αντικρουόμενες έστω δηλώσεις, κάθε προσφορά προς την κοινωνία, σε προσλήψεις, μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες, είναι επικίνδυνη. Ποια είναι η επικινδυνότητα; Οτι ταρακουνιούνται οι αγορές. Οι οποίες αγορές νιώθουν ως απειλή τα 50 ευρώ αύξησης ενός μισθού ή κάθε δαπάνη για την υγεία, ενώ θεωρούν μεταρρυθμίσεις και σταθερό έδαφος κάθε e-mail όπως αυτό που έστειλε η υπεύθυνη γνωστού σουπερμάρκετ απαιτώντας από τους εργαζόμενους να χαμογελούν για τα 300 ευρώ που παίρνουν. Κατά έναν περίεργο τρόπο, η επιβράβευση των ανθρώπων μέσω της επιστροφής σε αυτούς μέρους όσων παράγουν είναι εφιάλτης για τις αγορές, οι οποίες στήνουν γλέντι όταν η χώρα πάρει την απόφαση να μην κάνει ευνοϊκή ρύθμιση για τις οφειλές στο δημόσιο ή τα δάνεια πρώτης κατοικίας.

Φυσικά είναι οι ίδιες αγορές που όταν δίνονταν τα θαλασσοδάνεια και οι μίζες –κατά έναν περίεργο τρόπο– ήταν αδιατάρακτες και ήρεμες. Οταν έκλεβαν στο χρηματιστήριο το εκλάμβαναν ως ανάπτυξη και όταν επιβάλλονταν τα μνημόνια το πιστοποιούσαν ως βήμα για την πρόοδο. Οι αγορές λοιπόν παρουσιάζουν μια μισανθρωπία που την ταυτίζουν με την οικονομία και μια υποκρισία που την εμφανίζουν ως ορθή λειτουργία.

Οταν η Ελλάδα βγαίνει με τα μάτια στις αγορές δεν μπορεί να μην τις υπολογίζει, γιατί δεν αποτελεί το μικρό γαλατικό χωριό κάποιας ιδιόμορφης άρνησης ή αντίστασης. Τουλάχιστον όχι μόνη της. Μπορεί όμως και πρέπει να αντιλαμβάνεται την πραγματική οικονομία ως μέτρο και να προσπαθεί να την ενισχύσει. Μπορεί να πολεμήσει θεσμικά την παθογένεια και να δώσει κίνητρα για την ανάπτυξη. Πρωτίστως όμως πρέπει να αντιλαμβάνεται τις αγορές ως παιχνίδι αλλά όχι το δικό της παιχνίδι.

Η χώρα που έχασε βίαια, σαν σε πολεμική κρίση, σχεδόν το 30% του ΑΕΠ της πρέπει να προσφέρει στους πολίτες της ώστε να αποκατασταθεί η πραγματική κανονικότητα και όχι αυτή των χρηματιστηριακών πινάκων. Αν το κριτήριο για κάθε μεταρρύθμιση και γενναίο μέτρο είναι τι θα πουν και πώς θα αντιδράσουν οι αγορές, τότε η χώρα είναι καταδικασμένη στην αιώνια λιτότητα με πρόσχημα κάποια άγια των αγίων που στην πραγματικότητα είναι τα καζάνια της κόλασης.

Η επίκληση των αγορών δεν αποτελεί μέτρο, αλλά αντιθέτως καταλήγει η προκρούστεια κλίνη στην οποία θα κοντύνει κάθε κοινωνική ευαισθησία και παροχή. Οι αγορές μπορούν να είναι παράγοντας και κριτήριο της οικονομίας αλλά όχι τρόπος άσκησης πολιτικής. Η οικονομία οφείλει να υποτάσσεται στην πολιτική και μάλιστα σε αυτήν που ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο. Διαφορετικά η πολιτική θα γίνει φορέας του νεοφιλελευθερισμού, θα υποταχθεί σε ανθρώπους που την ασκούν πέρα από κάθε έλεγχο και θα διογκώνει τις ανισότητες που τελικά θα την καταστρέψουν με τον πιο βίαιο τρόπο.

Η κυβέρνηση πρέπει να θυμάται ότι εκλέγεται από τον λαό, από τον οποίο πηγάζει η εξουσία της, και να μην παγιδεύεται σε όλα τα διλήμματα που οδηγούν την εξουσία σε άλλα κέντρα με επιχειρήματα περί ευστάθειας, εύρυθμης λειτουργίας αλλά ουσιαστικής υποδούλωσης και καταδίκης.

Η ανησυχία που εξέφραζε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 μπορεί να μην ανέτρεψε την ευρωπαϊκή πραγματικότητα όπως ήθελε, αλλά μπόλιασε δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη. Η σοσιαλδημοκρατία διαχωρίζει τη θέση της από τις συντηρητικές επιλογές που την οδήγησαν στον νεοφιλελευθερισμό και αναζητά προοδευτικές λύσεις. Η αναγκαιότητα γι’ αυτές τις λύσεις φαίνεται όλο και πιο μεγάλη όσο η ακροδεξιά εξαπλώνεται στη γηραιά ήπειρο.

Οι αγορές δεν μπορούν να δώσουν λύση στα μεγάλα προβλήματα της υφηλίου γιατί έχουν αυτονομηθεί από την πολιτική και –ακόμη χειρότερα– την έχουν υποδουλώσει. Οι αγορές δεν λύνουν κοινωνικά προβλήματα αλλά συσσωρεύουν χρήμα. Τα προβλήματα λύνονται από τους πολιτικούς και τις πολιτικές. Το δίλημμα της κυβέρνησης δεν είναι αν θα συγκρουστεί με τις αγορές, αλλά αν θα αποκαταστήσει την πολιτική σε μια χώρα όπου προσπαθούν να αποκατασταθούν οι άνθρωποι. Τα υπόλοιπα είναι για τον Κυριάκο, ο οποίος έχει και την τεχνογνωσία ή μπορεί να την δανειστεί από το οικογενειακό του περιβάλλον.

Documento Newsletter