Ο πιο αποτελεσματικός φερετζές για τους απατεώνες ήταν (και πολλές φορές παραμένει) ο πατριωτισμός και η θρησκεία.
Κάθε απατεώνας που σεβόταν τον εαυτό του άπλωνε μια σημαία ή όρθωνε έναν σταυρό πάνω από τις απάτες του και δημιουργούσε ένα άβατο, αφού όποιος λοξοκοιτούσε τα πεπραγμένα του ήταν σαν να επιβουλεύεται τα ιερά και τα όσια. Σήμερα οι μεγαλύτερες απάτες είναι απλώς συμβατές με τις αγορές.
Ο απατεώνας δεν είναι απαραίτητο να είναι εθνοκάπηλος ή θρήσκος, αρκεί να προσκυνάει τις αγορές ως καλός entrepreneur και να διαφημίζεται ως τεχνοκράτης κάθε δομημένης συναλλαγής που αποδομεί τη λογική στο όνομα του χρήματος. Στις ηλεκτρονικές καπιταλιστικές κοινωνίες η κλεψιά, οι παράνομες συναλλαγές, η διακίνηση του μαύρου χρήματος δεν έχουν μόνο κώδικες και εργαλεία αλλά και άνεση που τους παρέχει η θεσμοθετημένη απόκρυψη.
Είναι συχνό το επιχείρημα ότι οι offshore είναι νόμιμες εταιρείες, ενώ είναι επίσης γνωστό σε όλους πως αυτού του τύπου οι εταιρείες σε ποσοστό μεγαλύτερο από 90% δεν έχουν παραγωγική ή εμπορική δραστηριότητα, αλλά είναι οχήματα μεταφοράς άνομου χρήματος που πρέπει να εξαφανιστεί από τα ραντάρ. Το θέμα δεν είναι λοιπόν αν είναι νόμιμες οι offshore –που είναι– αλλά αν είναι νόμιμο ό,τι κουβαλούν.
Ο Σταύρος Ψυχάρης είχε στις offshore του περιουσιακά στοιχεία τα οποία ενδεχομένως δεν καλύπτονταν από το πόθεν έσχες του, αλλά δήλωνε νομότυπα τις offshore στις φορολογικές δηλώσεις του. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Θέμο Αναστασιάδη, ο οποίος είχε περιουσιακά στοιχεία όπως σκάφη και θαλαμηγούς σε πέντε offshore αλλά σήμερα μπορεί να εμφανίζεται ως άπορος στις ελληνικές φορολογικές αρχές.
Γιατί τα επαναλαμβάνω όλα αυτά που ήταν αποτελέσματα ερευνών του Documento; Γιατί η υποκρισία συνεχίζεται και η κοροϊδία επαναλαμβάνεται με τη συμμετοχή των τραπεζών, των φορολογικών αρχών και του υπουργείου Οικονομικών. Αντί να ξετινάξουν τους χαρτογιακάδες που αφού έκλεψαν εμφανίζονται σήμερα ως άποροι, αποδέχονται ως αναγκαιότητα της αγοράς και του ευ επιχειρείν όλα τα κόλπα της ασύδοτης διαπλοκής δεκαετιών.
Οι εισαγγελικές αρχές δίνουν μια εντολή φορολογικού ελέγχου και οι φορολογικές αρχές τη σαλαμοποιούν, την κόβουν σε κομμάτια και την περνούν από τα φίλτρα των «αγορών» για να καταλήξουν ότι πρόκειται για παραγεγραμμένη φορολογική παράβαση, ενώ στην πραγματικότητα αν ενώσεις τα κομμάτια του παζλ φαίνεται πως πρόκειται για κλασική και συστηματική διακίνηση μαύρου χρήματος.
Και ας πάμε τώρα στο πιο σοβαρό, που είναι και το πρώτο θέμα της εφημερίδας σήμερα. Στη δημόσια σφαίρα άτομα που σύμφωνα με τον νόμο είναι υπό δημόσιο έλεγχο και πολίτες υπόλογοι για το πόθεν έσχες τους κατασκευάζουν με την ανοχή των φορολογικών αρχών και των τραπεζών ένα πλαίσιο ψευδονομιμότητας που τα θέτει εκτός ελέγχου.
Ο μέτοχος της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα» συμμετέχει στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της καταχρεωμένης και μη βιώσιμης εφημερίδας του με 2 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία του δανείζει μια offshore εταιρεία. Για τον λόγο αυτό φαντάζομαι προσκομίζει στην τράπεζα ένα συμφωνητικό δανεισμού. Η ίδια offshore συμμετέχει στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας της κυρίας Μαρέβας Μητσοτάκη. Κανένας δεν γνωρίζει σε ποιον ανήκει η offshore. Κανένας δεν γνωρίζει γιατί αυτός ο άγνωστος επενδυτής δίνει κεφάλαια 3 εκατομμυρίων σε δύο όχι και τόσο εύρωστες εταιρείες. Κανένας δεν γνωρίζει (ενώ το πνεύμα του νόμου το απαιτεί) αν ο χρηματοδότης έχει κάποια ανταλλακτική σχέση με τον χρηματοδοτούμενο ο οποίος έχει δημόσιο ρόλο. Ενα πέπλο αγοράς απλώνεται και καλύπτει τα πάντα παράγοντας πνεύμα επίπλαστης ηθικής και νομιμότητας. Ολα φαντάζουν νόμιμα και παραγόμενα με νόμιμες διαδικασίες.
Πρακτικά, ωστόσο, ο κύριος τάδε έμπορος ναρκωτικών μπορεί να χρηματοδοτεί με τα μαύρα και αιματοβαμμένα κεφάλαιά του μια εφημερίδα ή έμμεσα έναν επίδοξο πρωθυπουργό για να έχει ευνοϊκή μεταχείριση και στήριξη στις περιπέτειές του με τη Δικαιοσύνη.
Ποιος λοιπόν είναι αυτός που σήμερα λέει πως δεν τον απασχολεί κάτι τέτοιο και ότι όλα αυτά είναι απλώς κανόνες της αγοράς; Υπάρχει πολιτικό κόμμα που ανέχεται και αποδέχεται αυτή την πρακτική και την επιχειρηματολογία; Γιατί ο χρηματοδότης επιμένει να παραμένει ανώνυμος και οφσορούχος;
Δυστυχώς υπάρχει και η πλευρά που αφορά τις τράπεζες, οι οποίες πρωταγωνίστησαν στην ελληνική κρίση παρέχοντας δάνεια με αέρα τα οποία πληρώθηκαν ως δημόσιο χρέος με την ανακεφαλαιοποίηση. Μπορεί σήμερα μια τράπεζα να περιορίζεται στην αποδοχή της διακίνησης κεφαλαίων μέσω offshore ενώ υπάρχει εμφανής αναγκαιότητα ελέγχου των κεφαλαίων αυτών; Μπορεί να λέει «εμένα με νοιάζει απλώς να έρθει το χρήμα» όπως κάποτε έλεγε «με ενδιαφέρει να πάρουν τα δάνεια»; Μπορεί εν ολίγοις να χτίζει την παθογένεια του μέλλοντος εξυπηρετώντας τα παιδιά του σκοτεινού παρελθόντος;
Μπορεί, από την άλλη, το ελληνικό κράτος να αντιμετωπίζει όλα αυτά τα φαινόμενα ως απλά περιστατικά και όχι ως συστηματική δόμηση του μελλοντικού αδιεξόδου;
Η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» από τον Ιανουάριο έχει εξαγγείλει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να φανεί πως ανατρέπει τη σχέση ίδιων κεφαλαίων και δανεισμού. Η εικόνα που παρουσιάζει η εν λόγω σχέση σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση της εφημερίδας έπρεπε να είχε οδηγήσει την εμπλεκόμενη τράπεζα στο να κάνει απαιτητά τα δάνεια εδώ και πολλά χρόνια, αλλά αυτή συνέχιζε να δανείζει τον μιντιακό όμιλο ακόμη και το 2015. Η αύξηση αυτή γίνεται σήμερα και μάλιστα μέσω offshore. Από τον χρηματοδότη της Μαρέβας. Μάλλον πρόκειται για συμπτώσεις ή απλώς για… αγοραίο έρωτα.